Ο πρώτος φόνος
20 Δεκεμβρίου 1968. Ένα αυτοκίνητο πάρκαρε στο σκοτεινό δασάκι της πόλης Βαλέχο στην Καλιφόρνια. Επιβάτες ήταν ένα έφηβο ζευγάρι, ο 17χρονος Ντέιβιντ Φάραντεϊ και η 16χρονη Μπέτι Λου Τζένσεν.
Ήταν 11 το βράδυ και η συνάντηση των εφήβων είχε εμφανώς ρομαντικό χαρακτήρα.
Ξαφνικά, οι προβολείς ενός άλλου αυτοκινήτου εμφανίστηκαν μες στο σκοτάδι.
Οι έφηβοι παρακολουθούσαν, καθώς ένας άγνωστος άντρας τους πλησίασε.
Πριν προλάβουν να αμυνθούν, ο άντρας πυροβόλησε τον Ντέιβιντ Φάραντεϊ.
Η Μπέτι Λου άνοιξε την πόρτα και άρχισε να τρέχει προς τον δρόμο, αλλά έπεσε νεκρή μετά από λίγα μέτρα, με πέντε σφαίρες στην πλάτη.
Όταν έφτασε η αστυνομία στο σημείο, ο Φάραντεϊ ήταν ακόμα ζωντανός. Ξεψύχησε στη διαδρομή προς το νοσοκομείο.
Ο δεύτερος φόνος
4 Ιουλίου 1969. Άλλο ένα νεαρό ζευγάρι απολάμβανε μία ρομαντική βραδιά σε σκοτεινό δασάκι της πόλης Βαλέχο.
Ο 19χρονος Μάικ Μαγκιού και η 22χρονη Νταρλίν Φέριν παρατήρησαν ότι ένα άγνωστο αυτοκίνητο είχε σταματήσει στην είσοδο του δάσους με ανοιχτούς τους προβολείς.
Μετά από λίγα λεπτά, το αυτοκίνητο αποχώρησε και η Νταρλίν πήρε μια βαθιά ανάσα ανακούφισης.
Σχεδόν αμέσως, άκουσαν το αυτοκίνητο να φρενάρει. Ο οδηγός έκανε αναστροφή και επέστρεψε στο πάρκο.
Στάθμευσε, ο οδηγός κατέβηκε και προχώρησε προς το νεαρό ζευγάρι.
Στα χέρια του κρατούσε μία καραμπίνα, στην οποία είχε δέσει ένα φακό για να βλέπει στο σκοτάδι.
Πυροβόλησε πρώτα τον Μαγκιού και μετά στράφηκε προς την Νταρλίν.
Ύστερα γύρισε να φύγει, άλλα αντιλήφθηκε ότι ο Μαγκιου ήταν ζωντανός και επέστρεψε για να τον αποτελειώσει.
Πυροβόλησε πολλές φορές, μέχρι που σιγουρεύτηκε ότι τα θύματα του ήταν νεκρά και τελικά αποχώρησε.
Λιγότερο από 60 λεπτά είχαν περάσει, όταν ένα ανώνυμο τηλεφώνημα ειδοποίησε την αστυνομία για τη δολοφονία.
Ο άντρας στο τηλέφωνο παραδέχτηκε ότι σκότωσε όχι μόνο τους Μαγκιού και Νταρλίν, αλλά και το ζευγάρι της 20ης Δεκεμβρίου.
Αποχαιρέτησε τους αστυνομικούς λέγοντας κοροϊδευτικά: «Αντίο»!
Οι αστυνομικοί εντόπισαν τον τηλεφωνικό θάλαμο απ’ όπου έγινε το τηλεφώνημα.
Απείχε μόλις μερικά τετράγωνα απ’ το αστυνομικό τμήμα του Βαλέχο. Δεν βρέθηκαν δαχτυλικά αποτυπώματα ούτε κάποιο άλλο στοιχείο.
Η Νταρλίν Φέριν έγινε το τρίτο θύμα του άγνωστου δολοφόνου, αλλά ο 19χρονος Μαγκιού κατάφερε να επιβιώσει.
Περιέγραψε τον δράστη ως «λευκό, νέο, γεροδεμένο, με ύψος περίπου 1,78 μέτρα και ξανθά σγουρά μαλλιά».
Το πρώτο γράμμα
Την 31η Ιουλίου του 1969, τρία ίδια γράμματα έφτασαν στα γραφεία των εφημερίδων «San Fransisco Chronicle», «San Fransisco Examiner» και «Vallejo Times – Herald».
Είχαν δύο γραμματόσημα, δεν υπήρχε όνομα αποστολέα και έγραφαν ότι έπρεπε να παραδοθούν άμεσα στον αρχισυντάκτη.
Ο αποστολέας ήταν ο ίδιος ο δράστης. Αποκαλούσε τον εαυτό του «Ζόντιακ» και συνόδευε το όνομα με το σύμβολο ενός σταυρού στη μέση ενός κύκλου.
Αποκάλυπτε πληροφορίες σχετικά με τις δολοφονίες που δεν ήταν δυνατόν να γνωρίζει κανείς εκτός απ’ τον δολοφόνο και απαιτούσε να δημοσιευτούν τα γράμματα στις εφημερίδες, αλλιώς θα σκότωνε κι άλλους ανθρώπους το σαββατοκύριακο.
Δημοσιεύτηκε και ένα κωδικοποιημένο μήνυμα που περιείχαν τα γράμματα, το οποίο οι αρχές παρέδωσαν σε ειδικούς για να αποκωδικοποιήσουν.
Λίγες μέρες αργότερα, ο Ζόντιακ έστειλε και νέο γράμμα στις εφημερίδες, που ρωτούσε αν είχαν καταφέρει να λύσουν το γρίφο.
Τελικά, στις 8 Αυγούστου ένα ζευγάρι καθηγητών λυκείου έδωσαν την απάντηση.
Ο δράστης δεν αποκάλυπτε το όνομά του, αλλά εξηγούσε τους λόγους που τον ώθησαν στον φόνο.
«Μου αρέσει να σκοτώνω ανθρώπους γιατί έχει πολύ πλάκα. Πιο πλάκα από το να σκοτώνεις άγρια ζώα στο δάσος γιατί ο άνθρωπος είναι το πιο επικίνδυνο ζώο από όλα για να το σκοτώσεις. Κάτι μου προκαλεί την πιο διεγερτική εμπειρία. Είναι καλύτερο κι από το να πηγαίνω με γυναίκα. Το καλύτερο είναι ότι όταν πεθάνω θα ξαναγεννηθώ στον παράδεισο και αυτοί που σκότωσα θα γίνουν δούλοι μου. Δεν θα σας δώσω το όνομά μου γιατί θα προσπαθήσετε να καθυστερήσετε τη συλλογή μου από δούλους.»
Ο τρίτος φόνος
27 Σεπτεμβρίου 1969. Ένα νεαρό ζευγάρι αγνάντευε το ηλιοβασίλεμα στη λίμνη Μπεριέσα, στη περιοχή Νάπα της Καλιφόρνια.
Η 22χρονη Σεσίλια Σέπαρντ παρατήρησε έναν μαυροντυμένο άντρα να τους πλησιάζει και ενημέρωσε τον σύντροφό της, τον 20χρονο Μπράιαν Χάρτνελ.
Ο άντρας φορούσε μαύρη κουκούλα και μάσκα, σαν δήμιος του μεσαίωνα. Όλα του τα ρούχα ήταν μαύρα, ενώ στη μπλούζα του ήταν ζωγραφισμένο το σύμβολο του Ζόντιακ.
Στα χέρια του κρατούσε δύο κομμάτια σχοινί και ένα μαχαίρι.
Ο Χάρτνελ ήταν συνεργάσιμος και προσπάθησε να του μιλήσει, αλλά ο δράστης δεν του έδωσε σημασία.
Τους έδεσε χειροπόδαρα και άρχισε να μαχαιρώνει με μανία τον Χάρτνελ.
Μετά συνέχισε με την Σέπαρντ.
Πριν φύγει, έγραψε στην πόρτα του αυτοκινήτου τους:
«Βαλέχο
12-20-68
7-4-69
ΣΕΠΤ 27-69, 6.30
με μαχαίρι»
Ακριβώς μία ώρα αργότερα, τηλεφώνησε στο αστυνομικό τμήμα.
«Θέλω να αναφέρω ένα φόνο… όχι, ένα διπλό φόνο», ακούστηκε η φώνη απ’ το ακουστικό.
Για ακόμη μία φορά, η κλήση γινόταν από έναν τηλεφωνικό θάλαμο μόνο πέντε τετράγωνα απ’ το τμήμα.
Για ακόμη μία φορά, η κοπέλα πέθανε, αλλά ο άντρας κατάφερε να επιβιώσει.
Δυστυχώς, δεν είδε ποτέ το πρόσωπο του δράστη.
Ο τέταρτος φόνος
11 Οκτωβρίου 1969. Μετά από μια 10λεπτη διαδρομή, ο επιβάτης ενός ταξί πυροβόλησε στο κεφάλι τον 29χρονο οδηγό Πολ Στάιν.
Μία έφηβη που έμενε στο σπίτι απέναντι απ’ όπου είχε σταθμεύσει το ταξί, άκουσε τον πυροβολισμό και παρακολούθησε, καθώς ένας μαυροντυμένος άντρας βγήκε από το αυτοκίνητο και άρχισε να το καθαρίζει με ένα πανί.
Ύστερα αποχώρησε ήρεμος απ’ τη σκηνή, πριν προλάβει να φτάσει η αστυνομία.
Η πρώτη περιγραφή του δράστη που κυκλοφόρησε έκανε λόγο για αφροαμερικάνο.
Έτσι όταν ένας απ’ τους αστυνομικούς που έκανε περιπολία είδε ένα λευκό άντρα να απομακρύνεται απ’ το σημείο της δολοφονίας, υπέθεσε ότι δεν ήταν ο δράστης.
Μερικά λεπτά αργότερα, η περιγραφή άλλαξε. Τελικά έψαχναν έναν λευκό άντρα, με ύψος περίπου στο 1,78, γεροδεμένο, με κοντά μαλλιά.
Όταν ερεύνησαν το ταξί, βρήκαν μισό δαχτυλικό αποτύπωμα που πιστεύεται ότι ανήκε στον δράστη.
Δύο μέρες αργότερα, τα γραφεία της εφημερίδας «San Fransisco Chronicle» έλαβαν το τρίτο γράμμα του δολοφόνου.
Απέδειξε την ταυτότητά του τοποθετώντας στο φάκελο ένα κομμάτι από το ματωμένο πουκάμισο του θύματος.
Απείλησε ότι αν δεν δημοσιευόταν το γράμμα στις εφημερίδες, θα έκανε επιθέσεις σε σχολικά λεωφορείο και θα σκότωνε ένα ένα τα παιδιά που αποβιβάζονταν.
Τα γράμματα του Ζόντιακ
Ο Ζόντιακ έστειλε συνολικά 20 γράμματα.
Σε ορισμένα αποκάλυπτε δολοφονίες που είχε διαπράξει, σε κάποια απειλούσε ότι θα σπείρει τον πανικό και σε μερικά απλώς ενημέρωνε τους παραλήπτες για τα γούστα και την καθημερινότητά του.
Σχεδόν όλα ξεκινούσαν με τη φράση: «Σας μιλάει ο Ζόντιακ», που είχε γίνει σήμα κατατεθέν του δολοφόνου.
Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, ο Ζόντιακ σκότωσε 37 ανθρώπους, αλλά δεν έχει αποδειχθεί κανένας φόνος περά από τα ζευγάρια και τον οδηγό του ταξί.
Ο Ζόντιακ ανέφερε φόνους, οι δράστες των οποίων είχαν ήδη συλληφθεί ή έδινε πληροφορίες που είχαν αναφερθεί στις εφημερίδες και θα μπορούσε να γνωρίζει ο καθένας.
Η αστυνομία κατέληξε ότι παραδεχόταν φόνους που δεν είχε διαπράξει για να κεντρίσει το ενδιαφέρον του κόσμου.
Λίγες μέρες πριν από τα Χριστούγεννα του 1969, έστειλε γράμμα στον διάσημο δικηγόρο Μέλβιν Μπέλι, ζητώντας βοήθεια για να μην σκοτώσει ξανά.
Η επικοινωνία δεν είχε κάποιο αποτέλεσμα.
Στις 28 Απριλίου του 1970, ζήτησε απ’ τον κόσμο να φορέσει κονκάρδες με το σύμβολο του Ζόντιακ όπως έκαναν με το σύμβολο της ειρήνης ή της μαύρης δύναμης.
Στις 26 Ιουνίου, παραπονέθηκε ότι ο κόσμος δεν φορούσε τις κονκάρδες και για να τους τιμωρήσει, σκότωσε έναν άντρα που καθόταν σε ένα παγκάκι.
Η αστυνομία δεν συνέδεσε τον φόνο με τον Ζόντιακ.
Στις 29 Ιανουαρίου του 1974, σε ένα απ’ τα τελευταία γράμματά του, ο Ζόντιακ ανέφερε ότι είδε την ταινία «Ο Εξορκιστής» και θεωρούσε ότι ήταν η καλύτερη σατιρική κωμωδία που είχε δει στη ζωή του.
Υπέγραψε το γράμμα ως εξής:
«Εγώ: 37
Αστυνομία Σαν Φρανσίσκο: 0»
Αναφερόταν στα θύματά του, πολλά απ’ τα οποία δεν έχουν αποδοθεί σε δράση του Ζόντιακ.
Τα δύο τελευταία γράμματα που έστειλε ο Ζόντιακ είχαν ημερομηνία 8 Ιουλίου 1974 και το επόμενο, 24 Απριλίου 1978.
Δεν έχει εξηγηθεί το τετραετές κενό στην αλληλογραφία.
Ο βασικός ύποπτος: Άρθουρ Λι Άλεν
Ο βασικός ύποπτος για πολλά χρόνια ήταν ο χημικός Άρθουρ Λι Άλεν, ο οποίος είχε το ίδιο ύψος με τον δράστη, φορούσε το ίδιο νούμερο παπούτσια και το ίδιο ίδιο νούμερο γάντια.
Το ρολόι του ήταν μάρκας «Ζόντιακ», της μάρκας που είχε για σύμβολο τον κύκλο με τον σταυρό.
Αγαπημένο του βιβλίο ήταν το «Το Πιο Επικίνδυνο Παιχνίδι», στο οποίο ένας στρατηγός ονόματι Ζάροφ κυνηγάει ανθρώπους αντί για άγρια ζώα.
Στις 27 Σεπτεμβρίου του 1969, την ημέρα που δολοφονήθηκε το ζευγάρι στη λίμνη Μπεριέσα, ο Άλεν είχε πει σε συγγενείς ότι θα βρισκόταν εκεί για καταδύσεις.
Όταν επέστρεψε στο σπίτι, τα ρούχα του ήταν ματωμένα κι ένα μαχαίρι βρισκόταν στη θέση του συνοδηγού.
Είπε στην αστυνομία ότι τελικά πήγε σε μια άλλη λίμνη, όπου συνάντησε φίλους, τους βοήθησε να σφάξουν κάτι κοτόπουλα που είχαν μαζί τους και από εκεί προήλθαν τα αίματα.
Οι αρχές φάνηκαν να ικανοποιούνται με την ιστορία και δεν τον ενόχλησαν ξανά μέχρι το 1971, όταν ένας άντρας ονόματι Ντον Τσένι πληροφόρησε την αστυνομία ότι γνώριζε τον Άρθουρ Λι Άλεν.
Τους ενημέρωσε ότι είχαν διακόψει κάθε επαφή τον Δεκέμβριο του 1969, ύστερα από μία πολύ σοκαριστική συζήτηση.
Σύμφωνα με τον Τσένι, ο Άλεν δήλωσε πως σε ένα υποθετικό σενάριο όπου σκότωνε ανθρώπους, θα επέλεγε ζευγάρια σε σκοτεινά σημεία, θα χρησιμοποιούσε το όνομα Ζόντιακ και θα έστελνε κοροϊδευτικά γράμματα στην αστυνομία.
Περιέγραψε μάλιστα τον τρόπο που θα έδενε έναν φακό στην καραμπίνα του για να βλέπει στο σκοτάδι και πώς θα σταματούσε ένα λεωφορείο και θα σκότωνε τα παιδιά, καθώς κατέβαιναν.
Όταν ρωτήθηκε γιατί καθυστέρησε τόσο πολύ να το δηλώσει στην αστυνομία, ο Τσένι απάντησε πως είχε προσπαθήσει και στο παρελθόν, αλλά δεν του είχε δώσει κανείς σημασία.
Οι πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν εναντίον του Άλεν ήταν αρκετές για να εκδοθεί ένταλμα έρευνας του σπιτιού του.
Βρήκαν νεκρά ζώα είτε ταριχευμένα είτε απλά διαμελισμένα, πορνογραφικό υλικό και πολλά όπλα.
Τίποτα όμως που να συνέδεε τον Άλεν άμεσα με τους φόνους.
Ο Άλεν δεν συνελήφθη ποτέ για τις δολοφονίες του Ζόντιακ, γιατί τα δαχτυλικά του αποτυπώματα και ο γραφικός του χαρακτήρας ήταν διαφορετικά από αυτά του δράστη.
Το 2002, όταν εξετάστηκε το DNA του δολοφόνου απ’ τα γράμματα του, αποδείχτηκε ότι ούτε αυτό ταίριαζε με το DNA του Άλεν.
Τον Σεπτέμβριο του 1974, ο Άλεν συνελήφθη για σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων και αποφυλακίστηκε τον Αύγουστο του 1977.
Όσο καιρό ο Άλεν ήταν στη φυλακή, δεν στάλθηκε κανένα γράμμα απ’ τον Ζόντιακ.
Ο Άλεν πέθανε το 1992 από καρδιακή προσβολή, χωρίς να αποδειχθεί ποτέ ότι ήταν ο Ζόντιακ.
Βέβαια αυτό δεν σταμάτησε τον κόσμο από το να καταδίδει γνωστούς, συγγενείς και φίλους.
Έχουν κυκλοφορήσει δεκάδες βιβλία που αναλύουν την υπόθεση και προτείνουν τους δικούς τους υπόπτους.
Η επίσημη έρευνα της αστυνομίας απέκλεισε περισσότερους από 2.500 ανθρώπους χωρίς να καταλήξει πουθενά.
Η υπόθεση του Ζόντιακ παραμένει ανοιχτή στην πολιτεία της Καλιφόρνιας.
Της Αθηνάς Τζίμα
Διαβάστε επίσης στη “ΜτΧ”: Ο οικογενειάρχης δολοφόνος που «λύτρωνε» τις ιερόδουλες. Δολοφόνησε 6 και προσπάθησε να σκοτώσει άλλες 5. Τις κακοποιούσε, τις διαμέλιζε και τις πυρπολούσε…
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr