Θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες τραγουδιστές, που σφράγισε με τις ερμηνείες του το ελληνικό τραγούδι και ταυτίστηκε με το «Νέο Κύμα» της δεκαετίας του ‘60.
Άφησε πίσω του πλούσιο μουσικό έργο, με κορυφαία την ερμηνεία του στο άλμπουμ των Μίμη Πλέσσα και Λευτέρη Παπαδόπουλου «Ο Δρόμος» (1969), που είναι το πιο επιτυχημένο σε πωλήσεις άλμπουμ στην ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας.
Γεννήθηκε το 1941 στην Καρδαμύλη της Μεσσηνιακής Μάνης, κατ’ άλλους στην Αθήνα. Σε ηλικία 5 ετών έμεινε ορφανός από μητέρα και μεγάλωσε με τον πατέρα του Γιώργο και τον μικρό αδερφό του Βασίλη.
Από μικρός είχε κλίση στο τραγούδι. Παρακινημένος από τους φίλους του, που τον άκουγαν να τραγουδάει, αλλά και έχοντας ο ίδιος μεγάλη πίστη στις φωνητικές του ικανότητες, πήγαινε στην εταιρεία «Κολούμπια» το 1962, όπου γίνονταν ακροάσεις.
Έκανε προσπάθειες για να πει κάποια τραγούδια ζητώντας να τον ακούσουν, αλλά κανείς δεν του έκλεισε κάποιο ραντεβού.
Συνέχιζε να πηγαίνει σχεδόν καθημερινά, παρ’ όλα τα μεροκάματα που έχανε αφού δούλευε τότε ως ελαιοχρωματιστής και οικοδόμος. Παράλληλα έπαιζε ποδόσφαιρο στον Άγιο Ιερόθεο και στον Ατρόμητο.
Η Κολούμπια, έχοντας μεγάλο αριθμό άγνωστων και ανερχόμενων τραγουδιστών, αποφάσισε να κάνει εκκαθάριση με νέες ακροάσεις, από τις οποίες θα κρατούσε 50 άτομα.
Την επιτροπή ακροάσεων αποτελούσαν ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Απόστολος Καλδάρας, ο Βασίλης Τσιτσάνης και ο Γιάννης Παπαϊωάννου. Ο νεαρός επίδοξος τραγουδιστής διάλεξε να πει δύο δύσκολα τραγούδια: το «Μάνα μου και Παναγιά» και το «Παράπονο».
Μόλις τελείωσε η ακρόαση τον πλησίασε ο Μίκης Θεοδωράκης, λέγοντας: «Αυτόν εγώ θα τον κάνω τραγουδιστή».
Τελικά ήταν ο μόνος που πέρασε από αυτή την ακρόαση.
Ο Θεοδωράκης εκπλήρωσε την υπόσχεσή του με το παραπάνω, αφού αντιλαμβανόμενος το εξαιρετικό ταλέντο του νεαρού, τον πήρε κοντά του το 1963, και έντυσε με τη φωνή του την θεατρική παράσταση «Η γειτονιά των Αγγέλων». Τα τραγούδια αυτά αποτέλεσαν και την πρώτη δισκογραφία του καλλιτέχνη.
Ξεκίνησε να τραγουδά το 1963 μαζί με την Καίτη Γκρέυ. Στη συνέχεια, απομακρύνθηκε από την «Κολούμπια», εξαιτίας του Γρήγορη Μπιθικώτση, ο οποίος έθεσε βέτο στην εταιρεία και στους αδελφούς Λαμπρόπουλους.
Τραγούδησε σε αρκετές μπουάτ στην Πλάκα, ενώ ηχογράφησε ξανά τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη όπως τα «Βράχο βράχο τον καημό μου», «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», «Καημός» κ.ά.
Το 1965 ερμήνευσε τέσσερα τραγούδια του τότε πρωτοεμφανιζόμενου Μάνου Λοΐζου, ενώ τον επόμενο χρόνο τραγούδησε σε πρώτη εκτέλεση το «Ακορντεόν», στην ταινία μικρού μήκους του Λάμπρου Λιαρόπουλου «Αθήνα, πόλη χαμόγελο», που προβλήθηκε στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Το 1966 ήρθε σε επαφή με τον Μίμη Πλέσσα, μία συνεργασία που άφησε εποχή στο χώρο του ελληνικού τραγουδιού
Αφορμή η ταινία μιούζικαλ «Οι θαλασσιές οι χάντρες» (1966). Ακολούθησαν οι ταινίες: «Κάτι κουρασμένα παλικάρια» (1967), «Μια κυρία στα μπουζούκια» (1968), «Ο ψεύτης» (1968), «Γοργόνες και μάγκες» (1968), «Ο μικρός δραπέτης» (1968), «Η Παριζιάνα» (1969), «Η ωραία του κουρέα» (1969), «Η θεία μου η χίπισσα» (1970) κ.ά.
“Ο Δρόμος”
Το 1969 ήταν μία σημαδιακή χρονιά για τη συνεργασία τους. «Ο Δρόμος», το άλμπουμ των Μίμη Πλέσσα και Λευτέρη Παπαδόπουλου, όπου ο τραγουδιστής ερμήνευσε δέκα από τα δώδεκα τραγούδια, έγινε αμέσως ο πρώτος ελληνικός χρυσός δίσκος, παρά την απαγόρευση μετάδοσής του από το τότε μονοπώλιο του ΕΙΡ.
Στα χρόνια που ακολούθησαν έγινε το πιο επιτυχημένο σε πωλήσεις άλμπουμ στην ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας. Έφτασε τα 3.000.000 αντίτυπα, ρεκόρ που μέχρι σήμερα κανείς άλλος ελληνικός δίσκος δεν έχει πλησιάσει.
Μετά την ανεπανάληπτη επιτυχία του «Δρόμου» και μέσα από τα τραγούδια και τις κινηματογραφικές του εμφανίσεις, έγινε το μεγαλύτερο όνομα του ελληνικού τραγουδιού,
Το 1970 χαρακτηρίστηκε «χρυσός ερμηνευτής», μέσα από μία δημοσκόπηση σχετικά με τη δημοσιότητα και απήχηση των τραγουδιστών και κατατάχθηκε πρώτος ανάμεσα σε πολλά άλλα μεγάλα ονόματα.
Το 1998 αποφάσισε να απομακρυνθεί από τα μουσικά δρώμενα, καθώς όπως είχε δηλώσει, η νύχτα είχε ευτελιστεί και δεν ήταν πια γι’ αυτόν.
Έχει κυκλοφορήσει δύο ποιητικές συλλογές με τίτλους «Τετράδιο» (1971) και «Ταξίδι στο κέντρο της νύχτας» (1983), στις οποίες παρουσίασε μία άλλη πτυχή της δημιουργικότητάς του. Επίσης ασχολήθηκε με τη ζωγραφική και τη χαλκογραφία, έχοντας αποκτήσει μερικές γνώσεις από τον φίλο του, τραγουδιστή και ζωγράφο, Σταύρο Πασπαράκη.
Πέθανε στις 23 Αυγούστου 2020 στην Αθήνα, σε ηλικία 79 ετών, έπειτα από σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε το τελευταίο διάστημα. Από το 1985 ήταν παντρεμένος με την Μπέτυ Πουλοπούλου, με την οποία απέκτησε μία κόρη, την Αλεξάνδρα.
Είναι ο Γιάννης Πουλόπουλος.
Πηγή αρχικής φωτογραφίας: youtube
Ειδήσεις σήμερα:
- Τέλος εποχής για το ΠΡΕΒΕΛΗΣ της ΑΝΕΚ που ένωσε όλο το Αιγαίο. Ταξιδεύει για το διαλυτήριο
- Εγνατία -Κοζάνη. Το προπορευόμενο αυτοκίνητο έκανε όπισθεν στη λωρίδα του e-pass. Συνελήφθη ο οδηγός της νταλίκας
- Εγνατία. Φορτηγό συγκρούστηκε με ΙΧ, έπεσε στα διόδια Πολυμύλου και τυλίχτηκε στις φλόγες. Δύο άτομα απανθρακώθηκαν
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr