Στα 31 του χρόνια πέφτει νεκρός μπροστά σε θέατρο στο Σικάγο από τον πράκτορα του FBI, Μέλβιν Πάρβις.
Έως τότε είχε καταφέρει να κηρυχτεί ο «Υπ’ αριθμόν 1 Δημόσιος Κίνδυνος», να αποδράσει δύο φορές και να κλέψει πάνω από 20 τράπεζες.
Για τους Αμερικάνους που έχασαν τα σπίτια τους ήταν ο λαϊκός ήρωας, ο σύγχρονος Ρομπέν των Δασών.
Αντίθετα, για την αστυνομία ήταν το «καθίκι» που τους ξέφευγε συνέχεια.
Τα δύσκολα παιδικά χρόνια
Ο Τζον Ντίλινγκερ πέρασε μια πολύ άσχημη παιδική ηλικία.
Σε καμία περίπτωση βέβαια δεν ήταν αυτός ο μοναδικός λόγος της μετέπειτα επικίνδυνης προσωπικότητάς του.
Γεννήθηκε στις 22 Ιουνίου του 1903 στην Ιντιανάπολις των ΗΠΑ και σε ηλικία τριών ετών έχασε τη μητέρα του.
Ο Τζον ήταν συντετριμμένος, αλλά και αναγκασμένος να μεγαλώσει με τον δεσποτικό πατέρα του.
Ο πατέρας του, ένας μικροαστός, είχε δικό του παντοπωλείο, πήγαινε τακτικά στην εκκλησία και δεν ανεχόταν καμία παρέκκλιση από τους κανόνες που είχε θέσει.
Από μικρή ηλικία όμως, ο Ντίλινγκερ ήταν ατίθασος και ανήσυχος και συχνά αντιμετώπιζε τη σκληρή τιμωρία από τον πατέρα του.
Αν και στη συνέχεια ο πατέρας του προσπαθούσε να επανορθώσει με όμορφα λόγια και δώρα, η πικρία και οι ψυχολογικές συνέπειες δεν άλλαζαν.
Όταν η μεγαλύτερη αδερφή του παντρεύτηκε, τον πήρε μαζί της στο νέο της σπίτι.
Γρήγορα όμως κι εκεί ο Τζον κατάλαβε ότι δεν ταίριαζε. Το καλό ήταν ότι δεν είχε να αντιμετωπίσει τη σκληρότητα του γονιού του που ξαναπαντρεύτηκε, όταν ο Τζον ήταν έφηβος.
Ο Ντίλινγκερ επέστρεψε το πατρικό του.
Χωρίς να έχει ξεπεράσει τον θάνατο της αγαπημένης του μητέρας, θεώρησε ότι η μητριά του θα ήταν κι εκείνη σκληρή, όπως ο πατέρας του.
Τα πράγματα δεν ήταν καθόλου έτσι. Στη μητριά του βρήκε στοργή και μητρική αγάπη. Την αγάπησε σαν να ήταν η αληθινή του μάνα.
Πολλά χρόνια αργότερα, όταν έμαθε μέσα από τη φυλακή ότι πέθανε, ήταν τόσο άσχημα ψυχολογικά που δεν είχε τη δύναμη να πάει στην κηδεία της.
Τα πρώτα χρόνια της παρανομίας
Ο Τζον δεν αγαπούσε το σχολείο και το παράτησε για να πιάσει δουλειά σε ένα μηχανουργείο.
Η σχέση του με την παραβατικότητα είχε ήδη ξεκινήσει.
Οι μικροκλοπές, οι δημόσιοι καυγάδες, αλλά και ο εκφοβισμός μικρότερων παιδιών ήταν κάτι συνηθισμένο.
Εγκλήματα και πολεμικό ναυτικό
Εξαιτίας του εκρηκτικού του χαρακτήρα και της κλίσης του προς το έγκλημα, ο πατέρας του αποφάσισε να φύγουν από την πόλη που έμεναν μέχρι τότε.
Το 1920 πούλησε το μαγαζί του και εγκαταστάθηκαν στο Μούρσβιλ, μια μικρή επαρχιακή πόλη.
Ο Τζον βέβαια, συνέχισε να εργάζεται στο μηχανουργείο της Ιντιανάπολις, αφού τα 18 χιλιόμετρα που έκανε καθημερινά με τη μηχανή του, δεν ήταν πολλά.
Ο ατίθασος χαρακτήρας του δικαιολογούσε τα συνεχή ξενύχτια, τους καυγάδες και τις συχνές επισκέψεις σε πορνεία.
Δύο χρόνια αργότερα, η σχέση του με τον πατέρα χειροτέρεψε ακόμη περισσότερο.
Στην προσπάθεια του να εντυπωσιάσει ένα κορίτσι που πολιορκούσε, ο Τζον Ντίλινγκερ έκλεψε ένα αμάξι.
Για να αποφύγει μια πιθανή φυλάκιση, την ίδια μέρα, έφυγε από την μικρή πόλη και κατατάχθηκε στο πολεμικό ναυτικό.
Η πειθαρχία και η πίεση ήταν κάτι που ποτέ δεν του άρεσαν κι έτσι το 1924 επέστρεψε στο Μούρσβιλ.
Η αποπομπή του από το ναυτικό σαν λιποτάχτης ήταν πέρα για πέρα ντροπιαστική.
Στις 12 Απριλίου του 1924 παντρεύτηκε την 16χρονη Μπέριλ Χόβιους.
Μη μπορώντας να βρει δουλειά για να συντηρήσει την οικογένεια του, ο Ντίλινγκερ υπέκυψε σε παρανομίες, αυτή τη φορά ληστεύοντας ένα μανάβικο για το ποσό των 50 δολαρίων.
Η φυλάκισή του
Η ληστεία έγινε αντιληπτή από τον σερίφη της περιοχής.
Ο πατέρας του Τζον τον παρακάλεσε να παραδοθεί και να ομολογήσει.
Ο Ντίλινγκερ άκουσε την συμβουλή του πατέρα του, αλλά χωρίς την παρουσία δικηγόρου στο δικαστήριο, καταδικάστηκε για 10 χρόνια, παρόλο που ήταν η πρώτη του καταδίκη για μόλις πενήντα δολάρια.
Πικραμένος από την υπερβολική απόφαση του δικαστηρίου, ο Τζον Ντίλινγκερ είπε: «Θα γίνω ο χειρότερος μπάσταρδος που έχετε δει ποτέ σας όταν θα βγω από δω μέσα».
Έμεινε στη φυλακή για 8,5 χρόνια.
Το 1929, ένα μήνα πριν απότα γενέθλια του, η γυναίκα του τον χώρισε.
Ο Ντίλινγκερ κλείστηκε ακόμη περισσότερο στον εαυτό του.
Στη φυλακή όμως, ήρθε σε επαφή με διαβόητους εγκληματίες, όπως ο Πίερποντ και ο Φαν Μέτερ και έμαθε πολλά μυστικά για τον υπόκοσμο.
Μόλις αποφυλακίστηκε, λήστεψε αμέσως μια τράπεζα στο Οχάιο. Τον συνέλαβαν, αλλά κατόρθωσε να δραπετεύσει σκοτώνοντας δύο φύλακες.
Η δράση του γκάνγκστερ
Ο Ντίλινγκερ και η συμμορία του, μέσα σε λίγο καιρό λήστεψαν πάνω από 11 τράπεζες. Σκότωσαν 15 πολίτες και αστυνομικούς και άφησαν πίσω τους πολλούς τραυματίες.
Η κτηνωδία του Τζον δεν πέρασε απαρατήρητη ούτε από τα μέλη της συμμορίας του.
Αδίστακτος, σκότωνε όποιον του στεκόταν εμπόδιο, πολλούς από αυτούς εν ψυχρώ.
Πάντως εκείνη την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης, οι ληστές τραπεζών αντιμετωπίζονταν σαν ήρωες από τον μέσο Αμερικάνο.
Η ολοκληρωτική κατάρρευση της οικονομίας άφησε χιλιάδες ανθρώπους χωρίς δουλειά και σπίτια.
Οι αποταμιεύσεις μιας ζωής που οι άνθρωποι κατέθεταν στις τράπεζες, εν μία νυκτί εξαφανίστηκαν.
Οι ληστές τραπεζών, πόσο μάλλον ο Ντίλινγκερ και η παρέα του, αντιμετωπίζονταν περισσότερο ως λαικοί ευεργέτες και διασημότητες και λιγότερο ως επικίνδυνοι εγκληματίες.
Ο Τζον Ντίλινγκερ συνέχισε την εγκληματική του δράση στο Σικάγο και η φήμη του αυξήθηκε κατακόρυφα.
Η νέα του συμμορία, η «Βρόμικη Ντουζίνα», αποτελούνταν από διαβόητους κακοποιούς, φυγάδες και ψυχοπαθείς, μεταξύ των οποίων και ο Λέστερ Γκίλις.
Η αγριότητα και η συχνότητα των εγκλημάτων εκνεύρισε το FBI που αποφάσισε να λήξει τη δράση του.
Ο επικεφαλής της Υπηρεσίας, Τζ. Έντγκαρ Χούβερ, αποφάσισε να οργανώσει σχέδιο για την σύλληψη του.
Σε αυτήν την προσπάθεια τον διευκόλυνε ο εγκληματίας, όταν το 1934 έκλεψε υπηρεσιακό όχημα, αλλά τραυματίστηκε.
Η προδοσία και ο θάνατος του Ντίλινγκερ
Ο Ντίλινγκερ κατέφυγε στο σπίτι του πατέρα του για να αναρρώσει.
Εικάζεται ότι έκανε πλαστικές εγχειρήσεις και αλλαγή δακτυλικών αποτυπωμάτων για να μην τον αναγνωρίσει η αστυνομία.
Όταν επέστρεψε στο Σικάγο, σύναψε σχέση με την Άνα Κουμπάνας ή αλλιώς Άνα Σάτζ, που ήταν ιδιοκτήτρια ενός πορνείου.
Αυτή ήταν και η περίφημη «Γυναίκα με τα Κόκκινα» που πρόδωσε τον Ντίλινγκερ.
Το βράδυ της 22 Ιουλίου του 1934, ο Τζον Ντίλιγκερ, που είχε επικηρυχτεί για 10.000 δολάρια, υπό τη συνοδεία δύο όμορφων θηλυκών πήγε στο θέατρο Μπίογκραφ του Σικάγο, στην περίφημη λεωφόρο Λίνκολν.
Εκεί τον περίμενε η ομάδα του Μέλβιν Πάρβις, επικεφαλής της επιχείρησης.
Αν και ο Ντίλινγκερ αμέσως κατάλαβε ότι επρόκειτο για παγίδα, δεν κατάφερε να ξεφύγει.
Δέχτηκε 4 σφαίρες. Η μία πέρασε από πίσω μέρος του λαιμού του και βγήκε δεξιά κάτω από το μάτι του. Αυτή ήταν η θανατηφόρα βολή.
Στις 11 παρά 10 ο Ντίλινγκερ ήταν και επισήμως νεκρός, σύμφωνα με την ανακοίνωση του νοσοκομείου Αλέξιαν Μπρόδερς.
Πολλά έχουν ειπωθεί για τον θάνατο του διασημότερου εγκληματία της εποχής της ποτοαπαγόρευσης.
Κατά τη διάρκεια της συμπλοκής υπήρχε η φήμη ότι ο Ντίλινγκερ ψέλλισε: «Με πιάσατε!».
Αργότερα όμως είπαν ότι πέθανε ακαριαία, χωρίς να πει λέξη. Λεπτομέρειες που μάλλον δεν έχουν σημασία.
Η άλλη εκδοχή που επικράτησε ήταν ότι ο Ντίλιγνκερ δεν σκοτώθηκε τελικά εκείνο το βράδυ και το σώμα που βρέθηκε ήταν ενός μικροεγκληματία.
Ο πατέρας του δεν αναγνώρισε τη σορό του γιου του, εξαιτίας ίσως των πλαστικών στις οποίες είχε υποβληθεί ο κακοποιός.
Ο θάνατος του Ντίλινγκερ εκείνη την εποχή ήταν το πιο πολυσυζητημένο γεγονός και η μεγαλύτερη επιτυχία του FBI.
Διάσημος όμως έγινε κι ο Μέλβιν Πάρβις. Ο Χούβερ, θεωρώντας αυτή τη διασημότητα απειλή, εξανάγκασε τον Πάρβις να παραιτηθεί.
Ο Πάρβις, μη μπορώντας να αντέξει άλλο αυτήν την πίεση, το 1960, αυτοκτόνησε με το ίδιο όπλο που είχε μαζί του το βράδυ της δολοφονίας του Ντίλινγκερ.
Διαβάστε στη “ΜτΧ”: Ο θρυλικός ληστής, Νεντ Κέλι. Λήστευε τράπεζες και κυνηγούσε τοκογλύφους. Ήταν αδίστακτος κακοποιός για την αστυνομία και σύμβολο αντίστασης για τους φτωχούς χωρικούς στην Αυστραλία
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr