του Δημήτρη Καλαντζή στο postmodern
Η ιστορία του Άλσους Οικονομίδη έχει εικόνες από την παλιά Αθήνα, ήχους από μυθικούς καλλιτέχνες και γεύση από γρανίτα φράουλα. Είναι η ιστορία του σημαντικότερου «αναψυκτηρίου» της Αθήνας του δευτέρου μισού του 20ου αιώνα, ενός καλλιτεχνικού χώρου «για όλη την οικογένεια» που πρωταγωνίστησε στη θερινή διασκέδαση της πρωτεύουσας επί 38 χρόνια με τραγούδι, μουσική, θεατρικά σκετς, ακροβατικά και ταχυδακτυλουργικά νούμερα, νέα ταλέντα μα πάνω από όλα με τη λάμψη ενός χαρισματικού ανθρώπου, του Γιώργου Οικονομίδη.
Στιχουργός, θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος, σκηνοθέτης, ραδιοφωνικός και τηλεοπτικός παραγωγός, ο Γιώργος Οικονομίδης αγαπήθηκε ίσως όσο κανείς στην Ελλάδα στον ρόλο του «κονφερασιέ». Η μεταφορά του όρου στη σύγχρονη εποχή είναι δύσκολη, καθώς τόσο το «παρουσιαστής» όσο και το «διασκεδαστής» θα αδικούσε την απίστευτη επικοινωνία που είχε ο Οικονομίδης με τον κόσμο, τις παρλάτες, τα ανέκδοτα, το «δέσιμο» που έκανε μεταξύ των επεισοδίων του βαριετέ του.
Ίσως ο όρος «οικοδεσπότης» είναι πιο κατάλληλος για τον Γιώργο Οικονομίδη, αφού από το παρασκήνιο και τη σκηνή του Άλσους φρόντιζε να φτιάξει ένα χαρούμενο κλίμα γιορτής για να περάσουν καλά οι 2.000 «καλεσμένοι» που συνέρρεαν καθημερινά στην πλατεία του Άλσους.
Ήταν μια εποχή αθωότητας που οι άνθρωποι δεν ήθελαν κάτι περίπλοκο ή δυσνόητο – ούτε τους ενδιέφερε να βρίσκονται παρόντες σε ένα «event» του συρμού. Ήθελαν απλώς να ξεσκάσουν από τα βάρη της ημέρας, να βρεθούν με το ταίρι, την οικογένεια ή τους φίλους τους σε έναν χώρο ψυχαγωγίας μέσα στη δροσιά του μεγαλύτερου Πάρκου της Αθήνας, μίας Αθήνας που τότε δεχόταν κατά κύματα τους εσωτερικούς μετανάστες της επαρχίας.
Οι κάτοικοι των νεόδμητων πολυκατοικιών της Κυψέλης, του Γκύζη, της Νεάπολης, των Πατησίων και των γύρω περιοχών αναζητούσαν την ένταξή τους στην αστική ζωή με παραμέτρους που είχαν γνωρίσει και απολαύσει στην επαρχία: επαφή με τη φύση, συγκεντρώσεις όλου του χωριού στην πλατεία, τραγούδι και χορός.
Ο Γιώργος Οικονομίδης τα προσέφερε όλα μαζί. Μέσα στο τεράστιο Πεδίον του Άρεως, ανάμεσα σε δέντρα, γιασεμιά και αγιοκλήματα έδινε την ευκαιρία συνάθροισης των Αθηναίων και των «νέων Αθηναίων» με αφορμή τη ψυχαγωγία και αποτέλεσμα την αστικοποίηση της ζωής τους, που, ναι, μπορούσε να μην ήταν τόσο άσχημη, όσο η απομόνωση σε ένα τριάρι από μπετόν του δεύτερου ορόφου στην οδό Μηθύμνης.
Προσοχή όμως. Ο Οικονομίδης δεν επιχείρησε να μεταφέρει το «πανηγύρι» της πλατείας του χωριού στη σκηνή του Άλσους. Η ψυχαγωγία που προσέφερε ήταν ξεκάθαρα αστική. Τα τραγούδια ήταν έντεχνα, τα ανέκδοτα αφορούσαν στη ζωή της Αθήνας και οι «ατραξιόν» ήταν διεθνούς επιπέδου. Όλα αυτά όμως με έναν τρόπο απλό, προσιτό και οικονομικό, ο οποίος τελικά γινόταν ελκυστικός για όλους.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, απ΄ όπου οι προσωπικές μου παιδικές μνήμες, έβλεπες στην πλατεία του Άλσους κυρίους με λινά κοστούμια και κυρίες με πέρλες στον λαιμό, αλλά και άντρες με φτηνά σα νάιλον πουκάμισα με γυρισμένα μανίκια και κοπέλες με απλά φορεματάκια. Έβλεπες πολλές οικογένειες με παιδιά που κάποιες φορές μοιράζονταν τη γρανίτα (δεν υπήρχε εισιτήριο – πλήρωνες αυτό που κατανάλωνες) μαζί με παρέες ανθρώπων με βαριά προσφορά επαρχίας που στην αρχή φαίνονταν να νιώθουν κάπως αμήχανα στο περιβάλλον, αλλά πάντα κατέληγαν να ξεκαρδίζονταν από τα γέλια ή να εντυπωσιάζονται από «νούμερα» που έβλεπαν για πρώτη φορά στη ζωή τους.
Ένα «χωνευτήρι» ήταν το Άλσος τις δεκαετίες του ’50, του ’60 και του ’70 που έφτιαχνε κώδικες συνύπαρξης των κατοίκων της πόλης. Μαζικά. Στις διπλές παραστάσεις, από το αναψυκτήριο περνούσαν 4.000 άνθρωποι κάθε βράδυ. Και λόγω του φθηνού κόστους, πολλοί ξαναπήγαιναν την επόμενη εβδομάδα και τη μεθεπόμενη, αφού το πρόγραμμα άλλαζε συνεχώς με νέα κείμενα, νέους «καλεσμένους» και νέες «ατραξιόν».
Όσοι προλάβαμε τον Γιώργο Οικονομίδη στο Άλσος, έχουμε παιδικές αναμνήσεις από ένα φωτεινό πρόσωπο που το κοινό αδημονούσε να δει στη σκηνή – πολλές φορές περισσότερο και από τους καλεσμένους του – για να το κάνει να γελάσει, να φτιάξει την ατμόσφαιρα φιλοξενίας και οικειότητας στον αχανή χώρο του αναψυκτηρίου και εν τέλει «να περάσει καλά».
Η Μαριαλένα Οικονομίδου που «γεννήθηκε» στο Άλσος έχει τις προσωπικές μνήμες ενός μεγάλου μωρού, γεμάτου καλοσύνη.
Γιατί μωρό ήταν για εκείνη ο πατέρας της… Ένας άνθρωπος που γεννήθηκε για να προσφέρει χαρά.
Στη συνάντησή μας με τη συνθέτη, στιχουργό και ηθοποιό Μαριαλένα Οικονομίδου στην ήσυχη πλατεία Καραμανλάκη στην Κυψέλη, τη ρώτησα εάν μπορεί να πάρει τη συναισθηματική απόσταση από τον πατέρα της και να τον περιγράψει όσο πιο αντικειμενικά γίνεται. Απάντησε με σιγουριά καταφατικά, αλλά γρήγορα διαπίστωσα ότι της είναι αδύνατον… Η Μαριαλένα Οικονομίδου λατρεύει τον πατέρα της. Ίσως γιατί στην πορεία της ζωής της περπάτησε στα βήματά του. Βρήκε το προσωπικό της καλλιτεχνικό στίγμα αλλά και σήκωσε βαριές ευθύνες, όταν εκείνος «έφυγε» πρόωρα, σχεδόν πάνω στη σκηνή.
- Πως ξεκίνησαν όλα για τον Γιώργο Οικονομίδη; Δεν γνωρίζουμε πολλά για την «αρχή» του παρά μόνο ότι μαθήτευσε στη «Μάντρα του Αττίκ»…
Η οικογένειά του δεν ήταν καλλιτεχνική, ο ίδιος όμως έγραφε καταπληκτικούς στίχους. Σπούδαζε στη Νομική όταν πήγε ένα βράδυ στην Μάνδρα του Αττίκ για να παρουσιάσει τη δουλειά του σε κάποιον διαγωνισμό. Ο Αττίκ τον λάτρεψε αμέσως και τον κράτησε κοντά του. Δεν άργησε όμως να ανοίξει τα δικά του φτερά. Έγραφε τραγούδια, σκετς, επιθεωρήσεις… Σε προσωπικό επίπεδο, το ξεκίνημα του πατέρα μου ήταν πολύ δύσκολο. Έχασε πολύ νωρίς τον δικό του πατέρα, που αυτοκτόνησε όταν μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα, και αναγκάστηκε έτσι να σηκώσει στις πλάτες του όλες τις υποχρεώσεις της οικογένειας. Στην κατοχή φυλακίστηκε για 4 χρόνια στο Χαϊδάρι. Είχε γράψει το «Με το χαμόγελο στα χείλη / κορόιδο Μουσολίνι» και επιθεωρήσεις που τόνωναν το ηθικό των Ελλήνων σε εκείνες τις δύσκολες εποχές. Οι κατοχικές δυνάμεις δεν του το συγχώρεσαν.
- Τι τον έσπρωξε στην τέχνη;
Η τέχνη είναι κάτι που σου βγαίνει. Το έχεις μέσα σου, σαν ευλογία και σε τραβάει. Δεν είναι επιλογή. Είναι το ταλέντο που σε οδηγεί.
- Με όση απόσταση μπορείτε να πάρετε, πως θα περιγράφατε τον πατέρα σας;
Ένα πλάσμα υπερ-ταλαντούχο και απίστευτα δοτικό. Ο πατέρας μου ήταν ένα κομμάτι ψωμί για όλους. Οι δυσκολίες που είχε περάσει ο ίδιος, τον οδήγησαν να μοιράζει βοήθεια και χαρά σε όσους ανθρώπους συναντούσε στον δρόμο του. Θα πρέπει να είχε κάνει πάνω από χίλιες πεντακόσιες «τιμητικές βραδιές» για τη βοήθεια σεισμοπαθών, ασθενών, νοσοκομείων, καλλιτεχνών που βρίσκονταν σε ανάγκη… Ακόμα και την τελευταία χρονιά που είχε χτυπηθεί από τον καρκίνο, εκείνος έκανε τιμητική βραδιά για τον Έξαρχο στο Άλσος…
- Οι δυσκολίες που αναφέρετε ήταν σε σχέση με την απώλεια του πατέρα του;
Όχι μόνο. Η μητέρα του και γιαγιά μου μπαινόβγαινε στο σανατόριο επί 18 χρόνια. Είχε φυματίωση. Ο Γιώργος Οικονομίδης έπρεπε να στηρίξει τη μητέρα του και να μεγαλώσει τα δύο του αδέλφια που υπεραγαπούσε. Ύστερα ήρθε η απώλεια του πρώτου του παιδιού, της Μαριαλένας που ήταν μεγάλο χτύπημα για αυτόν.
- Το 1950 αναλαμβάνει το Άλσος με τον Κολυβάνο. Ήταν πολύ πριν γεννηθείτε εσείς βέβαια, αλλά γνωρίζετε ποια ήταν τα σχέδια του; Ήθελε να κάνει μία νέα «Μάνδρα του Αττίκ»;
Ο Οικονομίδης ήθελε να διασκεδάσει τον κόσμο. Το Άλσος δεν ήταν «Μάντρα του Αττίκ». Είχε θεατρικά σκετς, είχε ατραξιόν, καλό τραγούδι, ήταν 100% Οικονομίδης. Ο πατέρας μου δούλευε από το πρωί μέχρι το βράδυ για να προσφέρει ό,τι πιο ωραίο στον κόσμο. Και λάτρευε τις εκπλήξεις. Θυμάμαι το 1973 είχε κανονίσει να κατέβει ελικόπτερο στο Άλσος με τον «Μπόζο» (Μανώλη Δεστούνη), όπου είχαν μαζευτεί δεκάδες εκατοντάδες παιδιά. Πόσα γέλια και πόση χαρά εκείνη την ημέρα…
- Εσείς μεγαλώσατε στο Άλσος. Θα έπρεπε να το θεωρείτε σαν σπίτι σας…
Εγώ γεννήθηκα ουσιαστικά στο Άλσος, εκεί βαπτίστηκα, εκεί μεγάλωσα, εκεί έκανα το γλέντι του γάμου μου… Ναι, ήταν σπίτι μου το Άλσος. Ο πατέρας μου το είχε από το 1950 μέχρι το 1985 που πέθανε και μετά το κρατήσαμε άλλα τρία χρόνια με τον αδελφό μου και τη μητέρα μου. 38 ολόκληρα χρόνια. Η μητέρα μου η Λιάνα, δούλευε πάντα δίπλα του και μαζί οι παππούδες μου, ο Χρήστος Τσαγανέας και η Νίτσα Τσαγανέα. Είχαν εγκαταλείψει το θέατρο για να είναι κοντά στον γαμπρό τους.
- Κι εσείς; Πίσω από τη σκηνή; Πάνω στη σκηνή;
Ο μεγάλος του καημός ήταν που ήμουν «επαναστάτρια». Δεν ήθελα να πούνε ότι «με επέβαλε» ο πατέρας μου. Κάναμε απίθανους τσακωμούς τότε. Μου έλεγε «ντρέπεσαι που είσαι παιδί μου; Έχω βγάλει τόσους και τόσους καλλιτέχνες που κάποιοι δεν είχαν το μισό σου ταλέντο κι εσύ αρνείσαι;». Πείσμα εγώ. Ήθελα να κάνω τα δικά μου βήματα. Του έλεγα «προτιμώ να δουλέψω στο ταμείο από το να πουν ότι με έβγαλες στη σκηνή επειδή είμαι κόρη σου». Θυμάμαι είχαν πέσει πάνω μου ο Δημήτρης Χόρν και ο Αλέκος Σακελλάριος, που πίστευαν στο ταλέντο μου, να με μεταπείσουν αλλά εγώ… βράχος. Να σκεφτείτε ότι στους τρεις πρώτους δίσκους μου εμφανιζόμουν απλά ως Μαριαλένα. Το επίθετο το έβαλα, μόνο αφότου πέθανε… Τον πίκρανα τον πατέρα μου. Το μετάνιωσα όταν πέθανε. Αλλά έπρεπε να ακολουθήσω τον δικό μου δρόμο. Ήταν πιο δύσκολος, αλλά ήταν δικός μου.
- Δημήτρης Χορν, Αλέκος Σακελλάριος, μυθικά πρόσωπα σήμερα. Πώς ήταν αλήθεια να μεγαλώνετε ανάμεσά τους;
Στο σπίτι μας μπαινόβγαινε η Αλίκη Βουγιουκλάκη, η Τζένη Καρέζη, ο Μίμης Φωτόπουλος, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος… οι πάντες. Ήταν απλώς η οικογένεια μας όλοι αυτοί.
- Όταν το 1985 «έφυγε» ο πατέρας σας, αποφασίσατε να κρατήσετε το Άλσος. Με την ίδια φυσιογνωμία;
Ναι, γράφαμε τα κείμενα με τον αδελφό μου Χρήστο, είχαμε την υπέροχη ορχήστρα του Λαβράνου. Δώσαμε μάχη με το «Μουντιάλ» που πλέον ο κόσμος έβλεπε στις έγχρωμες τηλεοράσεις του, παίξαμε με την περιουσία μας… Το Άλσος ήταν ένα μεγάλο «καράβι» με τεράστιες υποχρεώσεις. Κάθε βράδυ είχαμε δύο χιλιάδες κόσμο και στις διπλές παραστάσεις 4.000 κόσμο! Τότε ο χώρος ανήκε στον ΕΤΜΟΑ. Δίναμε το 30% των εισπράξεων, άλλο ένα 13% σε άλλες υποχρεώσεις, μετά οι μισθοί, τα ασφαλιστικά, οι καλλιτέχνες, οι μισθοί, τα μεγάλα «ονόματα»…
- Τα «ονόματα» έφερναν πολύ κόσμο;
Το Άλσος είχε στάνταρτ κόσμο μόνο για τον Οικονομίδη, αλλά με τα «ονόματα», ναι, η κίνηση ανέβαινε. Από το Άλσος πέρασαν τεράστια ονόματα. Η Ρένα Ντορ και ο Λειβαδίτης ήταν σαν οικογένειά μας, μετά ο Ηλιόπουλος, ο Ξυλούρης, ο Τσιτσάνης, η Μοσχολιού, ο Διονυσίου, ο Κόκκοτας, ο Μπιθικώτσης, ο Καλογιάννης, ο Μαρκόπουλος… νομίζω πως δεν υπήρχε κάποιος που να μην εμφανίστηκε στο Άλσος. Κάποιοι ζητούσαν εξωφρενικά ποσά. Άλλες φορές καλύπτονταν από τις εισπράξεις και άλλες όχι. Θυμάμαι την αγωνία των γονιών μου μήπως βρέξει και δεν έχουμε κόσμο… Ήταν οικονομική καταστροφή. Στα 38 χρόνια η οικογένειά μου έβγαλε λεφτά από το Άλσος, αλλά στο τέλος καταστράφηκε. Χάσαμε την περιουσία μας. Αντέξαμε όμως. Άλλοι, μετά από εμάς, δεν κατάφεραν να κρατήσουν το Άλσος ούτε για μία σεζόν.
- Το χειμερινό Άλσος είχε άλλη φυσιογνωμία, πιο νεανική…
Ήταν ο χώρος για τους ροκάδες αλλά και νέους καλλιτέχνες. Μια μουσική σκηνή και όχι βαριετέ με τη φροντίδα του αδελφού μου Χρήστου. Είχαμε τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, από εμάς ξεκίνησε η Οπισθοδρομική Κομπανία με την Ελευθερία Αρβανιτάκη… Ήταν εποχές που «έσκιζε» το πρόγραμμα…
- Στο θερινό Άλσος, πως γινόταν ο συντονισμός του θεάματος; Μοιάζει πάρα πολύ δύσκολο να αλλάζετε πρόγραμμα κάθε εβδομάδα…
Ήταν παίδεμα. Φέρναμε μπαλέτα από τη Ρωσία, από την Αμερική… Τρέχαμε όλοι, συνεργαζόμαστε με γραφεία μετακλήσεων από το εξωτερικό, είχαμε ακροβάτες, ταχυδακτυλουργούς…
- Θα μου περιγράψετε τη δομή του προγράμματος;
Όλα πλέκονταν γύρω από τον Γιώργο Οικονομίδη, τα ανέκδοτα και τις παρλάτες του. Είχαμε τα θεατρικά σκετς στα οποία σχολιάζαμε την επικαιρότητα, κοινωνική και πολιτική, προσέχαμε πάρα πολύ να μην σοκάρουμε το κοινό γιατί η παράσταση ήταν πάντα για όλη την οικογένεια.
- Όταν το Άλσος πέρασε στον Χάρρυ Κλυνν, άλλαξε έντονα αυτό. Ο Κλυνν χρησιμοποιούσε κατά κόρον βωμολοχίες…
Ο Χάρρυ Κλυνν ήταν «γιος» του πατέρα μου. Έμεινε στο σπίτι μας όταν πρωτοήρθε από τη Θεσσαλονίκη για 5-6 χρόνια. Ο πατέρας μου τον βάφτισε «Κλυνν» από ένα απορρυπαντικό της εποχής. Ο κόσμος τον αγάπησε πάρα πολύ. Ναι, είχε άλλο είδος χιούμορ ο Κλυνν αλλά ήταν εξαιρετικά ταλαντούχος και αγαπητός.
- Στην ιστορία του Οικονομίδη πλανάται η σκιά της επταετίας. Λένε ότι υπήρξε «χρυσή εποχή» για εκείνον και ότι βοήθησε τη Χούντα με τη διοργάνωση εκδηλώσεων.
Eίναι λάθος. Η οικογένειά μου ήταν αριστερή. Ο πατέρας μου βοηθούσε οικονομικά το ΚΚΕ, χωρίς βέβαια να το γνωστοποιεί. Επί Χούντας στο σπίτι μας κρύβαμε τρεις αριστερούς, τον αγαπημένο αδελφό του πατέρα μου τον Νίκο Οικονομίδη, που πέρασε μια ζωή στη Μακρόνησο και τη Γυάρο, τον Γιώργο Σιδέρη και τον Τάκη Αδάμο που αργότερα έγινε ευρωβουλευτής του ΚΚΕ. Εγώ ήμουν τότε 10 ετών και με δασκάλευαν πώς να μιλάω για να μην αποκαλύψω τους ανθρώπους που κρύβαμε. Ο Γιώργος Οικονομίδης αναγκάστηκε να κάνει την «Ολυμπιάδα» στο Καλλιμάρμαρο για να προστατεύσει τους ανθρώπους του. Τον πίεσαν να γράψει τον «ύμνο». Ναι, μας κατηγόρησαν κάποιοι, και ας είχε περάσει από την «Ολυμπιάδα» όλο το ελληνικό τραγούδι, χωρίς κανείς να απευθύνει κάποια μομφή σε οποιονδήποτε. Όταν αργότερα τα έλεγαν αυτά για τον πατέρα μου, θύμωνα. Του έλεγα «γιατί δεν βγαίνεις τους ξεμπροστιάσεις;» Στην «Ολυμπιάδα» ήρθανε συγκροτήματα από την Ρωσία και την Αμερική. Ήταν χουντικοί κι αυτοί; Όμως ο Οικονομίδης δεν ήθελε να απαντήσει, δεν ήθελε να συγκρουστεί. Είχε πικραθεί πολύ από την ιστορία. Μα, να τον κατηγορούν εκείνον, ενώ ήξεραν ότι έπρεπε να προστατεύσει τον αδελφό του; Οι άλλοι άραγε τι δικαιολογία είχαν που έκαναν δουλειές στη Χούντα; Ο Οικονομίδης ούτε εκατομμύρια πήρε, ούτε είχε χαρά να δουλεύει με αυτούς. Ήθελε απλώς να προστατεύσει τον αδελφό του.
- Όταν ανακατασκευάστηκε το Άλσος από την Περιφέρεια Αττικής, ένα έργο που κόστισε τεράστια κονδύλια, κάποιοι πολίτες – δυστυχώς όχι πολλοί – ζητήσαμε αυτός ο χώρος να περάσει σε έναν φορέα που θα διασφάλιζε την ποιοτική λειτουργία του. Είτε ήταν η Περιφέρεια, είτε ο Δήμος, είτε – πιο σωστά – το Υπουργείο Πολιτισμού που θα μπορούσε να φέρει στο Άλσος το Φεστιβάλ Αθηνών ή να εγγυηθεί ένα ποιοτικό πρόγραμμα και συνάμα φθηνό για να μπορεί να το απολαμβάνει πολύς κόσμος. Γιατί πιστεύετε ότι δεν συζητήθηκε καν αυτή η πρόταση, αλλά επιλέχθηκε να βγει σε πλειστηριασμό, χωρίς καν προϋποθέσεις λειτουργίας;
Πιστεύω ότι η Περιφέρεια θα μπορούσε να το κάνει αλλά φοβήθηκε να μην πουν αυτά που λένε συνήθως, ότι δηλαδή θέλει να κάνει ένα δικό της τόπο που θα βάζει όποιον θέλει εκείνη. Από σεμνότητα δεν το έκανε. Αλλά έχετε δίκιο, το Άλσος έπρεπε να διασφαλιστεί ότι θα παραμείνει ένας χώρος ποιοτικής διασκέδασης, με φθηνό εισιτήριο ώστε να μπορεί να πηγαίνει ο απλός κόσμος, ο κόσμος που τα βγάζει δύσκολα στις ημέρες μας. Θα μπορούσα κι εγώ να βοηθήσω σε αυτό. Γνωρίζω τις ανάγκες του Άλσους όσο κανείς. Τέλος πάντων, τώρα πέρασε στα χέρια του κυρίου Μαροσούλη, τον οποίο γνωρίζω από παιδάκι. Και οι γονείς μου τον αγαπούσαν. Ελπίζω να έχει επιτυχία για το καλό των συναδέλφων καλλιτεχνών, του προσωπικού, αλλά και του κοινού. Ο κόσμος χρειάζεται επιλογές ποιότητας, χρειάζεται να σταματήσει να καταναλώνει τα σκουπίδια που του σερβίρουν, πριν γίνει ένα με αυτά. Εγώ είμαι αισιόδοξη. Βλέπω νέα παιδιά να μη συμβιβάζονται με την ευκολία και τη φθήνια, να ψάχνουν το καλό, το ποιοτικό. Κι αυτό είναι πολύ παρήγορο.
Μαριαλένα Οικονομίδου
Η Μαριαλένα Οικονομίδου είναι στιχουργός, συνθέτης και ηθοποιός. Αυτή την εποχή γράφει το βιβλίο της «Ιστορίες πίσω από την Κουΐντα», όπου θα συμπεριλάβει τις αναμνήσεις της από τη μακρά διαδρομή της στην καλλιτεχνική ζωή, τους ανθρώπους που συνεργάστηκε, ενώ ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου θα είναι αφιερωμένο στον Γιώργο Οικονομίδη και τα 38 χρόνια του Άλσους.
Το αφιερωματικό βίντεο για τον Γιώργο Οικονομίδη φτιάχτηκε από την Μαριαλένα Οικονομίδη το 2017 για τα «εγκαίνια» του ανακαινισμένου Άλσους από την Περιφέρεια Αττικής. Στο σπικάζ ακούγεται η φωνή της κόρης της και εγγονής του Γιώργου Οικονομίδη, Λιάνας Καρριέρε Οικονομίδου που είναι ηθοποιός και ερμηνεύτρια. Δείτε το εδώ:
Πηγή: postmodern.gr
Διαβάστε στην “ΜτΧ”: O μπακάλης από την Κόνιτσα που έδωσε το όνομά του στα Εξάρχεια. Πώς το Νταμάρι του Στρέφη έγινε άλσος, εξαιτίας της κρεβατομουρμούρας
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr