27 Σεπτεμβρίου 1994. Το κρουαζιερόπλοιο “MS Estonia” ξεκίνησε από το Τάλιν της Εσθονίας με προορισμό τη Στοκχόλμη. Μετέφερε συνολικά 803 επιβάτες και 186 μέλη πληρώματος.
Λίγα λεπτά μετά τα μεσάνυχτα, ενώ το πλοίο διέσχιζε τη Βαλτική θάλασσα, ο καταπέλτης παρουσίασε πρόβλημα, με αποτέλεσμα να πλημμυρίσει το γκαράζ του.
Στα λεπτά που ακολούθησαν σημειώθηκε μία από τις χειρότερες ναυτικές τραγωδίες στην ευρωπαϊκή ιστορία. Το πλοίο βυθίστηκε, οδηγώντας στο θάνατο 852 ανθρώπους. Οι περισσότεροι από τους 138 επιζήσαντες δεν πείστηκαν από τις επίσημες ανακοινώσεις για τις αιτίες του δυστυχήματος. Μεταγενέστερες έρευνες επιβεβαίωσαν τις αμφιβολίες τους.
Οι τρεις εμπλεκόμενες σκανδιναβικές χώρες υποσχέθηκαν να λάβουν υπόψιν τους τα νέα στοιχεία. Ωστόσο, η σύλληψη της δημοσιογραφικής ομάδας που επιμελήθηκε την έρευνα για το “MS Estonia” δείχνει την αντίθετη πρόθεση.
Η ναυτική τραγωδία
Το απόγευμα της 27ης Σεπτεμβρίου 1994 το κρουαζιερόπλοιο “MS Estonia” απέπλευσε από την πρωτεύουσα της Εσθονίας. Προορισμός του ήταν η Στοκχόλμη, όπου επρόκειτο να φτάσει στις 9:30 το πρωί της επόμενης ημέρας (28/09/1994).
Στο πλοίο επέβαιναν 989 άνθρωποι από 17 χώρες. 803 επιβάτες και 186 μέλη πληρώματος. Οι περισσότεροι επιβάτες ήταν Σουηδοί ενώ τα μέλη του πληρώματος ήταν κυρίως Εσθονοί.
Ξημερώματα της 28ης Σεπτεμβρίου, γύρω στη 01:00, ακούστηκε ένας μεταλλικός ήχος, την ώρα που ένα δυνατό κύμα χτύπησε την πλώρη. Οι αρμόδιοι έλεγξαν το σημείο και δεν διαπίστωσαν κάποιο πρόβλημα. Ωστόσο, επιβάτες και πλήρωμα συνέχισαν να ακούν παρόμοιους ήχους για τα επόμενα δέκα λεπτά.
Μόλις ένα τέταρτο αργότερα, στη 01:15, η πλώρη αποκολλήθηκε, με αποτέλεσμα να ανοίξει εντελώς ο μπροστινός καταπέλτης και το γκαράζ του οχηματαγωγού να πλημμυρίσει, σε ελάχιστα λεπτά. Το πλοίο αρχικά εμφάνισε κλίση 15 μοιρών προς τα δεξιά. Αμέσως εξέπεμψε σήμα κινδύνου, χωρίς ωστόσο να ακολουθήσουν οι διεθνείς προβλεπόμενες ενέργειες.
Λέγεται ότι λόγω ηλεκτρολογικής βλάβης, το πλοίο δεν μπορούσε να δώσει το ακριβές στίγμα.
Στη 01:30 η κλίση έφτασε τις 60 μοίρες και στη 01:50 έφτασε να έχει κλίση 90 μοίρες. Το γεγονός ότι το πλοίο πλημμύρισε και πήρε κλίση τόσο γρήγορα, εμπόδισε πολλούς ανθρώπους που βρίσκονταν στις καμπίνες να ανέβουν στο κατάστρωμα. Οι πόρτες και οι διάδρομοι στο εσωτερικό του “MS Estonia” μετατράπηκαν σε “πηγάδια θανάτου”.
Το “MS Estonia” χάθηκε από τα ραντάρ. Βυθίστηκε στα διεθνή ύδατα, 22 ναυτικά μίλια μακριά από το νησί Ούτο της Φινλανδίας. Την ίδια στιγμή, οι αποστολές διάσωσης ήταν καθ’ οδόν.
852 νεκροί – 138 επιζήσαντες
852 άνθρωποι οδηγήθηκαν στο θάνατο. Οι περισσότεροι εγκλωβίστηκαν στο κρουαζιερόπλοιο και βυθίστηκαν μαζί του ενώ άλλοι προσπάθησαν να κολυμπήσουν. Όμως, τα σωσίβια που υπήρχαν εικάζεται πως ήταν σε κακή κατάσταση ενώ λόγω της “ανεξέλεγκτης εγκατάλειψης”, δεν υπήρχε χρόνος να καθελκυστούν οι βάρκες του πλοίου.
Το νερό ήταν κρύο, γύρω στους 10° C, και πολλοί ήταν ελαφρά ντυμένοι, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι να υποκύψουν πριν φτάσουν οι διασωστικές μονάδες.
Το πρώτο διασωστικό πλοίο έφτασε στις 02:12, περίπου είκοσι λεπτά μετά τη βύθιση του “MS Estonia” ενώ ακολούθησε το πρώτο ελικόπτερο διάσωσης, πενήντα λεπτά αργότερα. Συνολικά, διασώθηκαν 138 άνθρωποι και ένας ακόμη εξέπνευσε στο νοσοκομείο.
Μετά το πολύνεκρο ναυάγιο, οι συγγενείς των θυμάτων απαίτησαν την ανάσυρση των σορών από τα διεθνή ύδατα και την ταφή τους στη γη.
Μέχρι σήμερα, το σημείο που βυθίστηκε το “MS Estonia” παραμένει ένας υποβρύχιος τάφος.
Τι έφταιξε
Το 1997, τρία χρόνια μετά τη ναυτική τραγωδία, οι ερευνητές που είχαν αναλάβει να διερευνήσουν τα αίτια του δυστυχήματος, ανακοίνωσαν ότι το κρουαζιερόπλοιο βυθίστηκε, όταν ο καταπέλτης παρουσίασε πρόβλημα, ενώ υποστηρίχθηκε πως την κατάσταση επιδείνωσε ο καιρός.
Σύμφωνα, όμως, με την τελική έκθεση, ο καιρός ήταν μεν κακός, καθώς οι άνεμοι έφταναν τα 7 με 8 μποφόρ και το ύψος των κυμάτων άγγιζε τα 4 με 6 μέτρα, αλλά επρόκειτο για κάτι σύνηθες. Άλλωστε, όλα τα επιβατικά πλοία που ήταν προγραμματισμένα να ταξιδέψουν τη μοιραία ημέρα, εκτέλεσαν κανονικά τα δρομολόγιά τους ενώ ο καπετάνιος του πλοίου “Silja Europa”, που ορίστηκε επικεφαλής της διασωστικής επιχείρησης του “MS Estonia”, ανέφερε ότι επρόκειτο για “τυπική φθινοπωρινή καταιγίδα” στη Βαλτική.
Οι συγγενείς των θυμάτων και οι επιζήσαντες δεν πείστηκαν από το πόρισμα και υποστήριζαν ότι ένα τέτοιο πρόβλημα στον καταπέλτη δεν εξηγεί την τόσο γρήγορη βύθιση του πλοίου.
Παράλληλα, διεκδίκησαν την ανέλκυση του πλοίου για τη διεξαγωγή μεγαλύτερης και σε βάθους έρευνας. Ωστόσο, η σουηδική κυβέρνηση, επικαλούμενη τις πρακτικές δυσκολίες, το υψηλό οικονομικό κόστος και τις ηθικές συνέπειες που ενδεχομένως να επέφερε μια τέτοια απόφαση, πρότεινε να καλυφθεί το πλοίο στο βυθό με τσιμέντο.
Το 1995, οι χώρες της Σκανδιναβίας και οι Εσθονία, Λετονία, Πολωνία, Δανία, Ρωσία και Ηνωμένο Βασίλειο υπέγραψαν συμφωνία, την “Συμφωνία της Εσθονίας”, όπως ονομάστηκε, κυρήττωντας τον τόπο του ναυαγίου “ιερό”, απαγορεύοντας στους πολίτες των συγκεκριμένων χωρών να πλησιάσουν το σημείο.
Καταδυτικές επιχειρήσεις που προσπάθησαν να ερευνήσουν το ναυάγιο, αποτράπηκαν από δυνάμεις του σουηδικού ναυτικού.
Ανατροπή στην υπόθεση
Είκοσι έξι χρόνια μετά, ο δημοσιογράφος Χένρικ Εβερτσον και η ερευνητική του ομάδα αποφάσισαν να ερευνήσουν εκ νέου την υπόθεση.
Στις 28 Σεπτεμβρίου του 2020, κυκλοφόρησε το ντοκιμαντέρ που δημιούργησαν, με τίτλο “Εσθονία. Η ανακάλυψη που τα αλλάζει όλα”.
Οι ερευνητές υποστήριξαν ότι κατέγραψαν μια τρύπα διαμέτρου τεσσάρων μέτρων, που μέχρι τώρα παρέμενε “άγνωστη” στις αρχές, όταν άρχισαν να βιντεοσκοπούν το ναυάγιο με ένα μίνι, μη επανδρωμένο υποβρύχιο. Οι ειδικοί που είδαν τις εικόνες, υποστήριξαν ότι μόνο μια ισχυρή σύγκρουση θα μπορούσε να προκαλέσει τέτοιο ρήγμα, εγείροντας πάλι τα ερωτήματα για το τι ακριβώς συνέβη τη μοιραία νύχτα του Σεπτεμβρίου.
Ο πρώην εισαγγελέας και επικεφαλής της επιτροπής έρευνας από το 2005 έως το 2009, Μάργκους Κουρμ, δήλωσε στην κρατική τηλεόραση της Εσθονίας:
“Η πρώτη μου αντίδραση όταν είδα τις εικόνες ήταν: σοκ. Όχι λόγω του ρήγματος, όσο για το πόσο εύκολα εντοπίστηκε 26 χρόνια μετά.
Η τρύπα αυτή σημαίνει ότι το “MS Estonia” δεν βυθίστηκε λόγω του προβληματικού καταπέλτη, αλλά μετά από σύγκρουση με κάτι αρκετά μεγάλο ώστε να προκαλέσει ρήγμα 4 μέτρων στο σκαρί του”.
Συμπλήρωσε μάλιστα πως μάλλον “κάπου υπάρχει ένα υποβρύχιο που έχει υποστεί ζημιές”, τονίζοντας ότι θα πρέπει να γίνει ανεξάρτητη και ανοιχτή στον Τύπο έρευνα, μόνο από την Εσθονία.
Ένας από τους επιζώντες, ο Καρλ Έρικ Ρέϊνταμ, δήλωσε σε συνέντευξή του ότι είδε ένα μεγάλο, άσπρο αντικείμενο στο νερό, δίπλα στο κρουαζιερόπλοιο. Μια μαρτυρία, που σύμφωνα με τους δημιουργούς του ντοκιμαντέρ, δεν είχαν λάβει υπόψιν τους οι αρχές.
Οι νέες αποκαλύψεις ώθησαν τον πρωθυπουργό και τον υπουργό Εξωτερικών της Εσθονίας να συναντηθούν με τους Σουηδούς και Φινλανδούς ομόλογούς τους και να ανακοινώσουν την πρόθεσή τους για “νέα τεχνική έρευνα”. Ο επικεφαλής της εσθονικής έρευνας προχώρησε σε δημόσια δήλωση, λέγοντας ότι οι νέες πληροφορίες “δείχνουν σύγκρουση με ένα υποβρύχιο”, ενώ εξήγησε πως η τρύπα δεν θα μπορούσε να είχε συμβεί μετά τη βύθιση, αντικρούοντας τα στοιχεία των δημοσιογράφων.
Μάλιστα, οι Σουηδοί ντοκιμαντερίστες διώκονταν μέχρι τον Φεβρουάριο του 2021, για παραβίαση της “ιερότητας” του ναυαγίου.
Δείτε το τρέιλερ του ντοκιμαντέρ “Εσθονία. Η ανακάλυψη που τα αλλάζει όλα”:
Αντλήθηκαν πληροφορίες από: e-Nautilia
Διαβάστε ακόμα στη “ΜτΧ”: Φωτογραφία – ντοκουμέντο από το παγόβουνο που βύθισε τον Τιτανικό. Την τράβηξε καπετάνιος δυο μέρες πριν το πολύνεκρο ναυάγιο. Δημοπρατείται έναντι 12.000 στερλίνων
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr