Ο όρος “παλαιοντολογία” επινοήθηκε στη Γαλλία το 1822 για να δηλώσει τη μελέτη των απολιθωμάτων.
Απολίθωμα είναι το περίγραμμα από διασωθέντα μέρη ζώων και φυτών που έζησαν κάποτε και τα οποία μετά τον θάνατό τους, μετατράπηκαν σταδιακά, υπό τις κατάλληλες συνθήκες, σε πετρώματα.
Οι άνθρωποι τυχαία ανακάλυπταν απολιθώματα εδώ και χιλιάδες χρόνια.
Αρχικά, με τον αγγλικό όρο “fossil”, δηλωνόταν οτιδήποτε κατά κάποιο τρόπο έβγαινε από τη γη, έτσι fossils θεωρήθηκαν και παλιά νομίσματα, κεραμικά και ωραία πετρώματα χαλαζία.
Πολλά όμως από αυτά τα ευρήματα θύμιζαν κελύφη, δόντια ή οστά ζώων. Έτσι σταδιακά, ο όρος fossil κατέληξε να σημαίνει μόνο εκείνα τα πράγματα που έμοιαζαν με μέρη οργανισμών.
Από πού προέρχονται τα απολιθώματα;
Τον 17ο αιώνα, όταν οι φυσιοδίφες άρχισαν να αναρωτιούνται για τα ευρήματά τους, ανέπτυξαν τρεις διαφορετικές ερμηνείες.
Πρώτον, κάποιοι πίστεψαν ότι αυτά τα σχήματα είχαν προκύψει από κάποια ειδική δύναμη της φύσης, η οποία πάσχισε, αλλά δεν κατάφερε να δημιουργήσει νέα είδη οργανισμών.
Έμοιαζαν με ζωντανά φυτά και ζώα, αλλά τελικά δεν ήταν.
Δεύτερον, κάποιοι υποστήριξαν ότι τα απολιθώματα ήταν πράγματι υπολείμματα ζώων και φυτών που απλώς δεν είχαν ακόμη ανακαλυφθεί.
Ένα πολύ μεγάλο μέρος της ίδιας της Γης παρέμενε ανεξερεύνητο, συνεπώς και αυτά τα πλάσματα θα ανακαλύπτονταν τελικά σε κάποια απομακρυσμένη περιοχή του πλανήτη.
Μια τρίτη ομάδα μελετητών έκανε μια πιο ενδιαφέρουσα προσέγγιση. Τόλμησε να υποστηρίξει ότι αυτοί οι οργανισμοί ήταν πλάσματα που ζούσαν κάποτε αλλά σήμερα είχαν εξαφανιστεί.
Εάν αυτό αλήθευε, τότε η Γη έπρεπε να έχει πολύ μεγαλύτερη ηλικία απ’ ό,τι υπέθεταν οι άνθρωποι.
Τα εξαφανισμένα ζώα
Ο επιστήμονας που έπεισε τον κόσμο ότι ορισμένα ζώα είχαν εξαφανιστεί ήταν ο Γάλλος Ζορζ Κυβιέ.
Ο Κυβιέ ήταν πολύ καλός στην ανατομία, ιδιαίτερα στη σύγκριση ανατομίας των διαφορετικών ειδών ζώων.
Μαζί με έναν άλλο ανατόμο εξέτασαν ενδελεχώς τα απολιθώματα που είχαν βρεθεί γύρω από το Παρίσι.
Ανακάλυψαν ότι πολλά απολιθώματα θύμιζαν ζώα που μπορούσαν ακόμη να βρεθούν στην ευρύτερη περιοχή, αλλά ότι σε πολλές περιπτώσεις τα δόντια και τα οστά παρουσίαζαν μικρές, ωστόσο σημαντικές διαφορές από τα αντίστοιχα μέρη των σύγχρονων ζώων.
Στη Σιβηρία βρέθηκαν τυχαία τα παγωμένα υπολείμματα ενός μεγάλου ελέφαντα.
Ο Κυβιέ εξέτασε αυτό το “μαλλιαρό μαμούθ”, όπως λεγόταν, και υποστήριξε ότι όχι μόνο δεν έμοιαζε με οποιοδήποτε γνωστό σύγχρονο είδος ελέφαντα, αλλά ότι ένα ζώο αυτού του μεγέθους θα είχε γίνει σίγουρα αντιληπτό αν περιφερόταν ακόμα στον κόσμο.
Συνεπώς, θα έπρεπε να είναι ένα εξαφανισμένο είδος.
Τα προϊστορικά ερπετά
Οι απρόσμενες ανακαλύψεις δύο ερευνητών στην Αγγλία βοήθησαν στη διαμόρφωση της ιδέας ενός προϊστορικού κόσμου.
Η πρώτη από αυτούς ήταν η Μέρι Άννινγκ, κόρη ενός φτωχού γεωργού που ζούσε στο Λάιμ Ρίτζις.
Η Μέρι και ο αδελφός της Τζόζεφ γνώριζαν καλά την περιοχή, έτσι αποφάσισαν να αξιοποιήσουν τις γνώσεις τους για να αναπτύξουν μια επιχείρηση συλλογής και πώλησης απολιθωμάτων.
Το 1811 βρήκαν το κρανίο και ύστερα πολλά από τα υπόλοιπα οστά ενός παράξενου πλάσματος.
Το μήκος του εκτιμήθηκε στα πέντε μέτρα και δεν έμοιαζε με τίποτα από όσα είχαν ανακαλυφθεί μέχρι τότε.
Εκτέθηκε στην Οξφόρδη και σύντομα ονομάστηκε “Ιχθυόσαυρος”, διότι διέθετε πτερύγια και μπορούσε να κολυμπήσει στο νερό.
Η Μέρι βρήκε αργότερα και άλλα εντυπωσιακά απολιθώματα, μεταξύ των οποίων και ένα που έμοιαζε με γιγαντιαία χελώνα. Ονομάστηκε “Πλησιόσαυρος”, μια ονομασία που δήλωνε ότι “πλησίαζε τα ερπετά”.
Το κυνήγι απολιθωμάτων εξελίχθηκε σε δημοφιλή δραστηριότητα και η Μέρι απέκτησε μεγάλο ανταγωνισμό.
Τη δεκαετία του 1820, ο γιατρός Γκίντεον Μάντελ βρήκε ορισμένα δόντια ενός άγνωστου είδους.
Το είδος στο οποίο ανήκαν ονομάστηκε “Ιγκουανόδοντας”, μια ονομασία που δήλωνε ότι “είχε δόντια παρόμοια με του ιγκουάνα”.
Κάποιοι θαυμαστές του έδωσαν έναν πληρέστερο σκελετό ενός ιγκουανόδοντα που είχαν ανακαλύψει.
Ο Μαντέλ ανακάλυψε επίσης έναν “Υλαιόσαυρο”, ο οποίος επιβεβαίωνε ότι ορισμένα από αυτά τα γιγαντιαία πλάσματα περπατούσαν στη στεριά.
Επιπλέον, ανακαλύφθηκαν πλάσματα που διέθεταν χαρακτηριστικά πτηνών, συνεπώς αυτός ο παράξενος προϊστορικός κόσμος περιλάμβανε πλάσματα που ζούσαν στη θάλασσα, στη ξηρά και στον αέρα.
Οι δεινόσαυροι
Χάρη στους “κυνηγούς δεινοσαύρων”, το ευρύ κοινό συνειδητοποίησε τη μεγάλη ηλικία της Γης, καθώς και ότι στον πλανήτη μας, πολύ πριν από την εμφάνιση του ανθρώπου, κατοικούσαν διάφορα εξωτικά πλάσματα.
Αυτός ο αρχαίος κόσμος αιχμαλώτισε τη φαντασία πολλών και ευφάνταστες εικόνες άρχισαν να εμφανίζονται σε διάφορα δημοφιλή περιοδικά.
Συγγραφείς όπως ο Κάρολος Ντίκενς μίλησαν για τα γιγαντιαία ερπετά, γνωρίζοντας ότι οι αναγνώστες τους θα κατανοούσαν σε τι ακριβώς αναφέρονταν.
Η ονομασία “δεινόσαυρος” χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στην Αγγλία το 1842 και σημαίνει “τρομερή σαύρα”.
Ο Ρίτσαρντ Όοουεν ήταν ο άνθρωπος στον οποίο οφείλουμε την ονομασία “δεινόσαυρος”.
Βρισκόταν πίσω από την κατασκευή του κτιρίου που σήμερα στεγάζει το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας στο Λονδίνο.
ΠΗΓΗ: “Μικρή Ιστορία της Επιστήμης”, William Bynum, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ
Διαβάστε επίσης στη “ΜτΧ”: Ο πρώτος σκελετός δεινοσαύρου ανακαλύφθηκε από έναν ανήσυχο δικηγόρο, που αξιοποίησε την πληροφορία για κάτι «μεγάλα κόκαλα» μέσα σε ορυχείο πηλού στο Νιου Τζέρσι. Γιατί τον ονόμασαν «καγκουρόσαυρο»…
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr