Το φαγητό στον Ελληνικό κινηματογράφο πρωταγωνίστησε, ίσως περισσότερο από κάθε άλλον εθνικό κινηματογράφο.
Οι ήρωες των ταινιών μας πείνασαν πάρα πολύ, όπως άλλωστε συνέβη με όλον τον ελληνικό λαό – κι αυτό καταγράφηκε στα ασπρόμαυρα καρέ με τον καλύτερο και τον πιο νόστιμο τρόπο.
«Σας πουλάω και την ψυχή μου για το φαΐ» θα αναφωνήσει στο τέλος του μονολόγου του ο μνημειώδης «Αχόρταγος» του Δ. Ψαθά, δια στόματος Γιάννη Γκιωνάκη.
Την ίδια εποχή που ο αδερφός μας ο Γιάννης με τη «Γάργαρετ» στο φιλμ «Ο Φανούρης και το σόι του» δίνουν και την ψυχή τους για τον σπιτικό μούσακος. Δηλαδή τον μουσακά, όπως τον έφτιαχνε η μαμά. Το οικογενειακό τραπέζι κρατά αναμμένη τη λαμπάδα της οικογένειας.
Ο Βασίλης Λογοθετίδης έχει πέσει με τα μούτρα πάνω στα πιλάφια στο φιλμ «Σάντα Τσικίτα» διότι «τα είπαμε με τον Μπάμπη και τα συμφωνήσαμε». Ο Μαρούδας τραγουδά κι ο πεινασμένος Έλληνας, αυτός που βουτά το κουλουράκι του στην αλμυρή και νόστιμη τυρόπιτα του συναδέλφου του, χειροκροτά για ένα πιλαφάκι ακόμη.
Ο ίδιος Λογοθετίδης που στην ονειρική επάνοδο των Γερμανών στο «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» θα θυσιάσει τον Τζιτζιφρίγκο για την ταπεινή σουπίτσα του και μάλιστα με μπριγιόλ αντί για λάδι. Κι ο συγκάτοικος στην αυλή θα γευτεί το καχεκτικό κρέας του Φλοξ. Του Φλοξ, που πριν του κακόπεφτε το ψωμάκι και δεν το ακουμπούσε ενώ στην κόρη κακόπεφταν τα σαφρίδια.
Σ’ ένα παράλληλο κατοχικό σύμπαν ο Θανάσης Βέγγος στο «Tι έκανες στον πόλεμο Θανάση» θα κάνει παρατήρηση στον πρόεδρο του δικαστηρίου διότι χτυπά δυνατά στην έδρα του και σκορπίζονται οι σταφιδούλες του.
Την ίδια στιγμή που διεξάγεται η δίκη προκειμένου να διαπιστωθεί η προέλευση του κρέατος. Άλλοι ισχυρίζονται πως το συγχωρεμένο ζώον που ξεκοκαλίστηκε ήταν λαγός Βυτίνας κι άλλοι γάτος Αγκύρας.
Ο λαγός στιφάδο που έγινε μήλον της έριδος, θα γίνει λαγός της έριδος στο «Αχ αυτή η γυναίκα μου». Εκεί, το ζεύγος Βουγιουκλάκη-Παπαμιχαήλ θέλει να κάνει τα χατίρια του μπερμπάντη κυρίου Διευθυντού για την προαγωγή αλλά τον λαγό θα τον μαγειρέψει η μαμά.
Κι όταν ο έρωτας περνά απαραιτήτως από το στομάχι, η Τζένη Καρέζη στο «Μια τρελή οικογένεια» προσπαθεί να μάθει να μαγειρεύει γιουβαρλάκια, για τον καλό της. Σ’ ένα σπίτι με υπερσύγχρονη κουζίνα που όμως δεν γνωρίζει ουδείς προς τα πού πέφτει.
Την ίδια αποχαυνωτική άγνοια επιδεικνύει και η Νίτσα Μαρούδα ως υπηρεσία της οικογένειας. Η Μίκα όμως, πρέπει να μαγειρέψει διότι αγαπά και πρέπει να ανταγωνιστεί τη μακαρονάδα με τη σάλτσα αντζούγια.
Ο Φαίδων Γεωργίτσης, επίσης, καλεσμένος στο σπίτι της Βασούλας, στο «Ένας ιππότης για τη Βασούλα», τα μόνα που σκέφτηκε απαραιτήτως να πάρει προκειμένου να διανυκτερεύσει, είναι οι πιτζάμες του και τα μακαρόνια με την παρμεζάνα.
Κι όταν αργότερα, βάση της παρεξήγησης θα τους λογαριάσουν για ζευγάρι, με το μακαρόνι στο πιρούνι θα δικαιολογηθεί πως αφού «σμίξαμε ένα βράδυ, είπαμε να φάμε μαζί ένα πιάτο σπιτικό φαγητό».
Ο αιωνίως πειναλέος και άνεργος φοιτητής που έπλασε με ενάργεια ο Γιώργος Κωνσταντίνου στο «Χτυποκάρδια στο θρανίο» προκειμένου να περιγράψει το προφιτερόλ κολλά το σάλιο στη γλώσσα του από την φαντασιακή γλυκάδα.
Και ο Δήμος Σταρένιος, ως άλλος πειναλέος αλλά εραστής της επιστήμης στο «Ο Στρατής παραστράτησε» υποκύπτει στα θεσπέσια γιουβαρλίδια, αλλά και στο ροσμπίφ με το μακαρόνι νούμερο δύο.
Τα χρόνια πέρασαν, ήρθαν καλύτερα και φτάσαμε στο σημείο, από εκεί που κόσμος πέθαινε από την πείνα τώρα να πεθαίνει από το πολύ φαΐ. Ο Μιχαλάκης, στο “Η γυνή να φοβήται τον άνδρα” έφαγε ένα ολόκληρο αρνί και έσκασε από αυτό.
Στον “Αχόρταγο» ο Διονύσης Παπαγιαννόπολος αποφασίζει να τσιμπήσει κάτι ελαφρύ όσο δουλεύει στο γραφείο του, παραγγέλνοντας μια μακαρονάδα με σαλτσίτσα και ένα κοτόπουλο, και μια μερίδα αρνάκι, και μια καλή μερίδα κεφτέδες, και μια συναγρίδα –αν υπάρχει! – και μια καλή σαλάτα, και ένα μπουκάλι μπίρα, και ψωμιά!
Ατέλειωτη η λίστα των σκηνών μαγειρικής και φαγητού στις ταινίες μας. Όποιο κι αν ήταν το θέμα, το τραπέζωμα υπήρχε πάντα είτε σε δεύτερο είτε σε τρίτο είτε και σε πρώτο ρόλο.
Κι αφού τα στομάχια χόρτασαν, οι Έλληνες έφαγαν με την ψυχή τους, φτάσαμε αισίως στην πρώτη γενιά, μετά από πάρα πολλές δεκαετίες που ξεστόμισε τη φράση «δεν πεινάω».
Στο «Πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης» ο μικρός Βασιλάκης Καΐλας δοκιμάζει τα νεύρα του σερβιτόρου Θανάση Βέγγου με τα επίμονα «δεν πεινάω». Μια φράση βέβαια που δεν μπορεί να γίνει εύκολα ανεκτή από τις προηγούμενους γενιές, με αποτέλεσμα να τον περιλούσει με τη μακαρονάδα.
Καλή όρεξη
Ειδήσεις σήμερα:
- Πρωτοπορεί η Σερβία. Τα μέσα μεταφοράς θα είναι δωρεάν από την 1η Ιανουαρίου στην πρωτεύουσα
- Επικύρωσε το δικαστήριο την καταδίκη του Νικολά Σαρκοζί. Θα εκτίσει την ποινή του με ηλεκτρονικό βραχιολάκι
- Μάτι. «Δεν έχω σχέση με τη φωτιά. Απαλλάξτε με» λέει ο άνδρας που κατηγορείται ότι προκάλεσε την πυρκαγιά
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr