Τα μεσάνυχτα της 9ης Δεκεμβρίου του 1963 η Ιουλία Συρεγγέλα έπεσε νεκρή από τη σφαίρα του πρώην αγαπημένου της, Ρεζά Αμπάζ Μυρτολούι. Η δολοφονία έγινε στην είσοδο μιας πολυκατοικίας στην οδό Κανάρη στο Κολωνάκι, όπου ζούσε μια φίλη του θύματος. Μάρτυρας του φόνου ήταν ένας οδηγός ταξί που είχε οδηγήσει το ζευγάρι στο σημείο.
Ο οδηγός παρέμεινε στην είσοδο της πολυκατοικίας μετά από παρότρυνση της Συρεγγέλα, που είχε διαισθανθεί τον κίνδυνο. Όπως κατέθεσε αργότερα ο ταξιτζής, το ζευγάρι καυγάδιζε σε όλη τη διαδρομή, αλλά δεν καταλάβαινε τι έλεγαν, καθώς δεν μιλούσαν ελληνικά. Παρόλο που κανείς δεν έμαθε τι ακριβώς έλεγαν θύτης και θύμα, όλοι ήταν βέβαιοι ότι επρόκειτο για ένα έγκλημα πάθους.
Η συντηρητική κοινωνία του 60 δεν αιφνιδιάστηκε τόσο από την ερωτική τραγωδία, όσο με την ταυτότητα των δύο εμπλεκόμενων στην υπόθεση. Το θύμα ήταν κόρη γνωστού βιομηχάνου των Αθηνών και ο δολοφόνος, αξιωματικός της περσικής αεροπορίας. Η είδηση έγινε πρωτοσέλιδο και η ερωτική ιστορία του ζευγαριού έγινε γνωστή σε όλο τον κόσμο.
Το ζευγάρι γνωρίστηκε στην Τεχεράνη και ερωτεύτηκε αμέσως. Η Συρεγγέλα βρισκόταν εκεί, γιατί είχε παντρευτεί έναν Πέρση έμπορο, με τον οποίο είχε αποκτήσει και μια κόρη, αλλά ο γάμος τους δεν πήγαινε καλά.
Σύντομα χώρισαν και η Τζούλια σχετίστηκε με τον γοητευτικό σμηναγό Μυρτολούι.
Στην αρχή όλα πήγαιναν καλά.
Το ζευγάρι ήταν πολύ ευτυχισμένο και τα σχέδια για γάμο, άμεσα.
Είχαν περάσει μόλις μερικοί μήνες από τη γνωριμία τους, όταν η Τζούλια διαπίστωσε την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του συντρόφου της.
Ο Μυρτολούι είχε ξεσπάσματα και απότομες μεταπτώσεις στη διάθεσή του.
Ο ψυχίατρος που τον εξέτασε, διέγνωσε ότι έπασχε από «αγχώδη αντιδραστική μελαγχολία μετ’ εκρήξεως οργής».
Η διάγνωση τάραξε την ερωτευμένη γυναίκα, που άρχισε να συνειδητοποιεί ότι ο γάμος με ένα ψυχικά άρρωστο άνθρωπο θα ήταν προβληματικός.
Ο ψυχίατρος ζήτησε από την Συρεγγέλα να τον εγκαταλείψει
Τα ψυχικά προβλήματα του Μυρτολούι δημιουργήθηκαν από τις δύσκολες καταστάσεις και τα προβλήματα που είχε αντιμετωπίσει στο παρελθόν.
Ο πρώτος του γάμος είχε αποτύχει και παρόλο που είχε αποκτήσει ένα γιο, είχε καταλήξει να ζει μόνος του.
Σαν αξιωματικός, είχε πέσει θύμα αεροπορικού δυστυχήματος, γεγονός που του δημιούργησε ανασφάλεια και πολλές φοβίες.
Η κατάσταση του χειροτέρεψε όταν μπροστά στα μάτια του, ο γιος του, βρήκε τραγικό θάνατο όταν τον χτύπησε ένα ταξί. Όταν γνώρισε την αγαπημένη του ήταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης, αλλά ο έρωτας τον ανέστησε ψυχολογικά.
Ο Ιρανός είχε αναφέρει το πρόβλημα του στη Τζούλια και η αγαπημένη του πίστεψε πως επρόκειτο για κάποιο πρόβλημα που θα το ξεπερνούσε με τη βοήθεια κάποιου ειδικού. Το ζευγάρι επέστρεψε στην Αθήνα, όπου ο Μυρτολούι μετά από παρότρυνση της συντρόφου του, άρχισε να επισκέπτεται έναν ψυχιάτρο-νευρολόγο.
Τα πράγματα όχι μόνο δεν καλυτέρεψαν, αλλά ο επιστήμονας έφτασε σε σημείο να συμβουλέψει τη Συρεγγέλα να απομακρυνθεί από τον Ιρανό. Όταν εκείνος έφυγε για την πατρίδα του για επαγγελματικούς λόγους, άρχισε η αντίστροφη μέτρηση.
Η άρνηση της Τζούλιας να τον παντρευτεί όπλισε το χέρι του δολοφόνου
Όσο το ζευγάρι ήταν χωριστά συνέχισε την επικοινωνία με αλληλογραφία, αλλά οι επιστολές της Τζούλιας έδειχναν ότι κάτι είχε αλλάξει.
Οι παθιασμένες ερωτικές εξομολογήσεις που του έστελνε στο παρελθόν, αντικαταστάθηκαν από ψυχρά και τυπικά γράμματα, μέσω των οποίων προσπαθούσε να του γράψει ότι δεν σκόπευε να τον παντρευτεί.
Όταν ο Μυρτολούι το συνειδητοποίησε επέστρεψε στην Αθήνα για να την μεταπείσει. Μαζί του έφερε και δεκάδες δώρα γάμου.
‘Οταν συναντήθηκαν, τα πράγματα δεν εξελίχτηκαν όπως τα είχε υπολογίσει ο Ιρανός.
Η Συρεγγέλα ήταν αποφασισμένη να διαλύσει το δεσμό τους γεγονός που θόλωσε το μυαλό του Μυρτολούι.
Το βράδυ της δολοφονίας ήταν η δεύτερη φορά που συναντιόντουσαν, αλλά η κατάσταση μεταξύ τους συνέχισε να είναι τεταμένη.
Σύμφωνα με τον οδηγό ταξί, όλα έγιναν πολύ γρήγορα.
Η Τζούλια βγήκε από το αυτοκίνητο με κατεύθυνση το σπίτι της στο Κολωνάκι. Ο Μυρτολούι την ακολούθησε και πριν προλάβει να ανέβει στο διαμέρισμα, την πυροβόλησε θανάσιμα.
Αμέσως μετά την πράξη του, ο δολοφόνος επισκέφτηκε τον γιατρό που τον παρακολουθούσε στον οποίο ομολόγησε την πράξη του λέγοντας: «πυροβόλησα τη Τζούλια. Δεν ξέρω τι έκανα».
Ο γιατρός ειδοποίησε την αστυνομία, που συνέλαβε τον δολοφόνο.
Η κοινή γνώμη χειροκρότησε την αθώωση του κατηγορουμένου
Η δίκη του Μυρτολούι ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1964 μετά από δύο αναβολές.
Η διαδικασία έμεινε στην ιστορία για το πλήθος των ερωτικών επιστολών που διαβάστηκαν στους δικαστές, αλλά και για την αντίδραση του κοινού μετά την ανακοίνωση της ετυμηγορίας.
Οι μάρτυρες κατηγορίας υποστήριξαν ότι ο Ιρανός είχε σχεδιάσει τη δολοφονία της αγαπημένης του και γι’ αυτό το λόγο οπλοφορούσε, όταν πήγε να τη συναντήσει.
Οι συνήγοροί του χρησιμοποίησαν τα δώρα γάμου που είχε φέρει μαζί του ο Μυρτολούι, για να αποδείξουν ότι πρόθεσή του ήταν να παντρευτεί τη Συρεγγέλα και όχι να τη σκοτώσει.
Η δίκη δεν ολοκληρώθηκε καθώς ο κατηγορούμενος κατέρρευσε και χρειάστηκε πολυήμερη νοσηλεία για να επανέλθει και να υπερασπιστεί τον εαυτό του.
Οι γιατροί που κλήθηκαν να καταθέσουν υποστήριξαν ότι τη στιγμή του εγκλήματος, είχε συνείδηση των πράξεων του, αλλά δεν είχε αυτοέλεγχο.
Όταν ολοκληρώθηκαν οι καταθέσεις των μαρτύρων, τα βλέμματα όλων στράφηκαν στο εδώλιο.
Η κατάθεση που συγκίνησε τους ενόρκους. Έκλαψε και η μεταφράστρια
Η κατάθεση του Μυρτολούι ήταν συγκινητική. Ο δολοφόνος εξιστόρησε όλο το τραγικό παρελθόν του και συγκίνησε το ακροατήριο με την ιστορία αγάπης που διηγήθηκε:
«Όταν χωριστήκαμε στο αεροδρόμιο, μου είπε ότι περνά γρήγορα ένας μήνας. Μου κράτησε το βουρτσάκι των δοντιών για να νιώθει στο στόμα της τη γεύση του δικού μου όσο θα έλειπα. Μου έκαψε το χέρι με τσιγάρο για να τη θυμάμαι. Το έχω ακόμα αυτό το σημάδι».
Το δικαστήριο τα έχασε όταν η μεταφράστρια της δίκης δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της την ώρα που μετέφερε τα λόγια της απολογίας. Ακόμα και οι δύο κόρες του προέδρου του δικαστηρίου που ήσαν στο ακροατήριο έκλαιγαν και εκείνες….
Κλειδί στην υπόθεση αποτέλεσαν οι ερωτικές επιστολές του ζευγαριού που φανέρωναν το πάθος που τους κυρίευε.
Σύμφωνα με όσα διαβάστηκαν στο δικαστήριο, ο κατηγορούμενος είχε κάθε λόγο να ελπίζει ότι όλα θα πήγαιναν καλά με την αγαπημένη του, αφού οι εξομολογήσεις της έκρυβαν βαθιά αγάπη.
Το ίδιο και τα δικά του γράμματα. Αποδείκνυαν ότι ήταν ερωτευμένος και εξαρτημένος από το θύμα και δεν θα μπορούσε να έχει προσχεδιάσει τη δολοφονία.
Πριν από την ανακοίνωση της απόφασης, ο εισαγγελέας απευθύνθηκε στους ενόρκους λέγοντας ότι «όλη η προσωπικότης του κατηγορουμένου, η αρρώστια του, ο θάνατος του παιδιού του, μας αναγκάζουν να δεχθούμε το ελαφρυντικό της μέτριας συγχύσεως. Είναι άξιος αυτού του ελαφρυντικού. Δεν πρέπει όμως να του δείξετε μόνο συμπάθεια γιατί το γεγονός είναι ένα: αφαίρεσε μια ανθρώπινη ζωή».
Ο Μυρτολούι αθωώθηκε από το δικαστήριο. Του επιβλήθηκε 7μηνη φυλάκιση για παράνομη οπλοφορία, αλλά αφέθηκε αμέσως ελεύθερος καθώς είχε ήδη μείνει στη φυλακή 10 μήνες.
Όταν ανακοινώθηκε η απόφαση, το ακροατήριο ξέσπασε σε χειροκροτήματα. Εύλογα, όλοι αναρωτήθηκαν γιατί χειροκροτούσε ο κόσμος; Ήταν ειρωνικό χειροκρότημα για την αθώωση του φονιά ή χειροκρότημα συμπάθειας προς έναν ερωτευμένο που είχε το ακαταλόγιστο;
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr