Απόσπασμα από το βιβλίο «Χάρης Λυμπερόπουλος. Κοντά στον Αιώνα. Συνομιλώντας με τον πατέρα μου». ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ
«Τα πιο παραγωγικά χρόνια της ζωής κάθε ατόμου είναι η δεκαετία δεκαεννέα με είκοσι εννέα… Δυστυχώς,τα δικά μου χρόνια ακμής περιλαμβάνουν τα γεγονότα της Κατοχής και του Εμφυλίου· ανδρώθηκα εν μέσω μοναδικών εμπειριών που δεν μπορούν να επαναληφθούν με τον ίδιο τρόπο. Είναι δύσκολο να τις εξηγήσεις στις επόμενες γενιές, και να τις καταλάβουν…», λέει ο ομιλητής στην κόρη του Κατερίνα στο τελευταίο κεφάλαιο με τίτλο «Το απόσταγμα μιας ζωής».
Ο Χάρης Λυμπερόπουλος, βετεράνος αθλητικογράφος, πρωταθλητής Ελλάδας στα αγωνίσματα του πεντάθλου και του άλματος εις μήκος στα δύσκολα μετακατοχικά χρόνια, κοσμοπολίτης επίσης Αθηναίος που άφησε τη σφραγίδα του στην εποχή του, ξετυλίγει το νήμα της αφήγησης του 20ού αιώνα όπως τον έζησε. Ζωντανή ιστορία ο ίδιος στα 98 του χρόνια, καταθέτει τις αναμνήσεις του.
Ο Χάρης Λυμπερόπουλος ενηλικιωνόταν το 1940 όταν ξεκίνησαν τα κατοχικά χρόνια στην Αθήνα. Ανδρώθηκε μέσα σε δύσκολες συνθήκες.
«Το βασικό πρόβλημα της καθημερινότητας ήταν η εύρεση τροφής. Αναρωτιόσουν «τι θα φάμε σήμερα;», διότι χρήματα υπήρχαν, αλλά επρόκειτο για πληθωριστικές κατοχικές δραχμές. Το εκπληκτικό σε οικονομικό επίπεδο ήταν ότι στην αρχή της Κατοχής ο μισθός του πατέρα μου πρέπει να ήταν τρεις χιλιάδες δραχμές. Κάποια στιγμή ο πατέρας μου μου έδωσε ένα πεντακοσάρικο και απόρησα!
Το κανονικό χαρτζιλίκι μου ήταν μία με δύο δραχμές. Μου είπε να αγοράσω ό,τι θέλω με το πεντακοσάρικο, αρκεί να είχα μαζί μου ό,τι θα αγόραζα την επο-
μένη. Βέβαια, δεν τόλμησα να το ξοδέψω, ούτε να το χαλάσω σε κέρματα: το έκρυψα. Είναι χαρακτηριστικό πως τη στιγμή
που μου το έδωσε μπορούσα να πάρω πεντακόσια κουλούρια.
Μία εβδομάδα μετά τη γερμανική εισβολή, με το ίδιο ποσόν, θα έπαιρνα μόνο δύο κουλούρια. Καθημερινά οι τιμές των αγαθών αυξάνονταν με αλματώδεις ρυθμούς. Η ελληνική κατοχική κυβέρνηση έκοβε συνέχεια χαρτονομίσματα. Για παράδειγμα, ο πατέρας μου –ο οποίος, όπως είπα, ήταν διευθυντής στα τρία Τ (σ.σ. (Ταχυδρομεία-Τηλέγραφοι-Τηλέφωνα) – έπαιρνε μισθό κάθε πέντε μέρες. Έναν μισθό που αυξανόταν το ίδιο θεαματικά! Μπορούσε να ξεκινήσει από 10.000 δραχμές, σε πέντε μέρες σε πέντε μέρες να φτάσει τις 500.000 δραχμές και στο δεκαήμερο να παίρνει 4.000.000 δραχμές», λέει.
Το Έπος
Η χαρακτηριστικότερη σκηνή που αναφέρεται, ίσως, στην περίοδο του ελληνοϊταλικού πολέμου, πριν το ξεκίνημα της Κατοχής για τον εθνικό παλμό που επικρατούσε με τις νίκες των Ελλήνων ενάντια στους Ιταλούς είναι ότι κάθε σπίτι είχε μετατραπεί σε «στρατηγείο». Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Χάρης Λυμπερόπουλος:
«Όλοι κοιτούσαν τον χάρτη κι αναρωτιούνταν σε ποια πόλη της Αλβανίας θα έφτανε ο ελληνικός στρατός. Αυτό συνέβη στην αρχή του πολέμου από τον Οκτώβριο μέχρι τον Δεκέμβριο του 1940. Το πρώτο δεκαπενθήμερο από την επίθεσή τους, οι Ιταλοί είχαν εισχωρήσει στο ελληνικό έδαφος· στη συνέχεια, ωστόσο, καταφέραμε να τους απωθήσουμε ανακτώντας τον έλεγχο των περιοχών αυτών.
Οι ανακοινώσεις περί απώθησης του εχθρού ήταν καθημερινές, γεγονός που βοήθησε στην αναπτέρωση του ηθικού μας. Κι όταν, αργότερα, φτάσαμε στα σύνορα με την Αλβανία –προχωρώντας προς το Ελμπασάν–, το κλίμα ήταν ενθουσιώδες! Η αντεπίθεση των Ελλήνων έγινε στο χρονικό διάστημα από τα μέσα Νοεμβρίου του 1940 μέχρι και τον Ιανουάριο του 1941.
Ο εθνικός παλμός που επικράτησε σε όλη τη χώρα ήταν απίστευτος. Ήμασταν πανευτυχείς ακούγοντας τις ειδήσεις από το ραδιόφωνο –το οποίο εκείνη την εποχή ήταν το κυρίαρχο μέσο ενημέρωσης– και αδημονώντας για τα νέα στρατιωτικά ανακοινωθέντα· πόσα χιλιόμετρα προχωρήσαμε, ποια πόλη ή ποιο χωριό καταλάβαμε την προηγούμενη μέρα… Οι εφημερίδες που κυκλοφορούσαν δεν προλάβαιναν να συγχρονιστούν με τον καταιγισμό των γεγονότων».
Οι Γερμανοί
Ο ίδιος θυμόταν ακόμα πώς έζησε κι είδε την είσοδο των Γερμανών στην πόλη της Αθήνας (είχε προηγηθεί η συνθηκολόγηση ομάδας στρατηγών υπό τον Τσολάκογλου στην Θεσσαλονίκη στις 20 Απριλίου του 1940):
«Όλοι αναρωτιόμασταν με ποιον τρόπο θα μπουν στην πόλη… Παράλληλα, το ραδιόφωνο καλούσε τον κόσμο να μείνει στα σπίτια του, να κλείσει ερμητικά τις πόρτες και τα παράθυρα, ώστε ο κατακτητής ν’ αντικρίσει μιαν έρημη πόλη. Αυτή θα ήταν η πρώτη κίνηση “παθητικής αντίστασης” στους Γερμανούς.
Το χαρακτηριστικό κείμενο που εκφωνήθηκε το έγραψε ο τότε δημοσιογράφος, διευθυντής της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, Δημήτρης Σβολόπουλος, πατέρας του αείμνηστου Κωνσταντίνου Σβολόπουλου, ακαδημαϊκού και καθηγητή ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Θυμάμαι πως μαζί με κάποιον φίλο μου πήγαμε στη λεωφόρο Συγγρού –στο σημείο όπου βρίσκεται το κτίριο της ζυθοποιίας FIX– και περιμέναμε να δούμε την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων.
Ως γνωστόν, τα γερμανικά στρατεύματα έφθασαν στην Αθήνα από την Κηφισιάς κι η παράδοση της πόλεως έγινε σ’ ένα καφενείο στους Αμπελοκήπους, απέναντι από την τότε έπαυλη Θων. Ωστόσο κάποιο μικρό τμήμα τους πρέπει να βρέθηκε στη Συγγρού, το οποίο και παρακολουθήσαμε. Εκείνες τις πρώτες στιγμές, δεν συνέβη απολύτως τίποτε: απλώς τους κοιτούσαμε να κυκλοφορούν στους δρόμους.
Όλοι είχαμε την αγωνία και τον φόβο για το πώς θα εξελισσόταν η κατάσταση την επόμενη μέρα. Οι περισσότεροι τους έβλεπαν πίσω από τις γρίλιες των κλειστών παραθύρων που υπήρχαν σ’ όλη την πόλη· υπήρχε η σιωπηρή συμφωνία της προαναφερθείσας “παθητικής αντίστασης”, για την οποία μιλούσαν τα ραδιόφωνα. Σποραδικά άκουγες κάποιο γιουχάισμα από τους κατοίκους της πόλης, αλλά τίποτε περισσότερο. Οι Γερμανοί φορούσαν πλήρη εξάρτυση, κράνη κλπ. αλλά είχαν τα όπλα τους επ’ ώμου κι όχι προτεταμένα…»
Η Κατοχή
Ο αγώνας επιβίωσης άρχισε πολύ γρήγορα, ενώ κι ο μαύρος χειμώνας του 1941 παρουσιάζεται με δραματικό τρόπο: «Στη διάρκεια της Κατοχής, η Αθήνα είχε ερημώσει· κανένας δεν κυκλοφορούσε στους δρόμους. Μονάχα κάποιο γερμανικό αυτοκίνητο περνούσε κάπου κάπου. Όσο για το ζήτημα των νεκρών από την πείνα, τους έβλεπα καθημερινά! Φεύγοντας με τα πόδια από το σπίτι μου στη λεωφόρο Συγγρού, ανέβαινα την οδό Ακαδημίας για να φτάσω στη Νομική Σχολή, που βρίσκεται στην οδό Σίνα, και υπήρχαν πάντοτε δύο ή τρία πτώματα στα πεζοδρόμια.
Μάλιστα, το αδιανόητο είναι πως έπειτα από μικρό διάστημα αντιμετώπιζες το θέαμα ως απολύτως φυσιολογικό: περνούσες από πάνω τους χωρίς να σε ενδιαφέρει εάν βρίσκονται μπρος στα πόδια σου! Ιδιαίτερα μετά τον χειμώνα του 1941, ο θάνατος κάποιου από την πείνα ή το κρύο ήταν μια απλή διαπίστωση. Τίποτε περισσότερο… Στις δώδεκα το μεσημέρι περνούσε το χειροκίνητο καρότσι του δήμου Αθηναίων –ο οποίος εξακολουθούσε να λειτουργεί υποτυπωδώς– για να τους μεταφέρει, μάλλον, σ’ έναν ομαδικό τάφο».
Τα πεινασμένα αλητάκια
Ο ίδιος διηγείται επίσης πώς προσπάθησε, με την αυτοπεποίθηση και την ανεμελιά που είχε ως έφηβος, να «διασώσει» ένα ολόκληρο καρβέλι μαύρο ψωμί που κατάφερε να εξασφαλίσει από την μαύρη αγορά – αλλά μάταια:
«Έμαθα ότι στην Ομόνοια, στην οδό Αθηνάς, υπήρχε κάποιος μαυραγορίτης ο οποίος μπορούσε να μας προμηθεύσει με ψωμί· σπάνιο είδος για την εποχή –
ούτε μπορούσαμε να το διανοηθούμε. Το πρόβλημα ήταν πως στην πλατεία Ομονοίας υπήρχαν ομάδες από 200-300 αλητάκια, τα οποία, μόλις έβλεπαν κάποιον να κρατάει οποιοδήποτε φαγώσιμο, ή άλλο αντικείμενο που τους φαινόταν χρήσιμο, έπεφταν ομαδικά επάνω του και τον διέλυαν!
Φυσικά δεν υπήρχε αστυνομία για να τον προστατεύσει, ούτε κυβέρνηση ούτε τίποτε· το κράτος θύμιζε τσίρκο. Οι Γερμανοί έκαναν περιπολίες σε ομάδες των δύο ατόμων, αλλά δεν επενέβαιναν σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Με την παρουσία τους σου έδιναν το μήνυμα πως είσαι υποτακτικός: ότι ουσιαστικά δεν είσαι υπόλογος ούτε για το άτομό σου ούτε για τη χώρα σου.
Τα αλητάκια αυτά, λοιπόν, ηλικίας από πέντε μέχρι δεκαπέντε ετών, είχαν ως στέκι τους τον κινηματογράφο Αθηναϊκόν στην Ομόνοια, στον οποίο μπορούσε να μπει ο καθένας χωρίς εισιτήριο και να παρακολουθήσει από τις δέκα το πρωί τις ασπρόμαυρες προπολεμικές, καουμπόικες, ταινίες που είχαν απομείνει. Επρόκειτο να πάω σ’ αυτόν τον μαυραγορίτη για να πάρω ένα καρβέλι μαύρο ψωμί· το να έχεις τότε ένα ολόκληρο καρβέλι μαύρο ψωμί ήταν πολύ σπουδαίο…
Σκεφτόμουν, λοιπόν, πώς έπρεπε να αντιμετωπίσω την κατάσταση. Ήμουν αποφασισμένος ν’ απωθήσω το σμήνος των παιδιών με μπουνιές και με κλοτσιές. Αλλά, μόλις πέρασα από την Ομόνοια, τα παιδιά έπεσαν επάνω μου και η φραντζόλα διαλύθηκε, μέσα σε δύο λεπτά, χωρίς να προλάβω να
αμυνθώ. Έπαιρναν κομμάτι κομμάτι και το έβαζαν στο στόμα τους, ώσπου το εξαφάνισαν. Έμοιαζαν με μυρμήγκια, ήταν κάτι το αδιανόητο».
Η “διασκέδαση”
Ο ίδιος αφηγείται επίσης και την καθημερινότητα της Κατοχής: Ο κινηματογράφος, τα θέατρα, η Ερμού, και το ραδιόφωνο ως κυρίαρχο μέσο πληροφόρησης στην Κατοχή:
«Αρχικά, η ξαφνική εισβολή των Γερμανών προκάλεσε γενικό μούδιασμα· όλες οι δευτερεύουσες δραστηριότητες της πόλης σταμάτησαν. Μετά οι κινηματογράφοι επαναλειτούργησαν προβάλλοντας ιταλικές και γερμανικές ταινίες που έφεραν μαζί τους οι Γερμανοί. Αυτό μας δημιούργησε έντονη
νοσταλγία για τον αμερικανικό κινηματογράφο.
Οι μεγάλες κινηματογραφικές αίθουσες της Αθήνας ήταν: ο Ορφέας, το Τιτάνια, το Αττικόν, το Παλλάς και το Σινεάκ. Την εποχή εκείνη, το Ρεξ λειτουργούσε ως πολυχώρος, τόσο για θεατρικές παραστάσεις όσο και για κινηματογραφικές προβολές.
Σε ό,τι αφορά τα αθηναϊκά θέατρα, νομίζω πως κέρδισαν σε δημοφιλία μετά την ιταλική επίθεση, όταν άκμασε το είδος της επιθεώρησης. Οι θεατρικοί συγγραφείς της εποχής ήταν εξαιρετικά επινοητικοί, ιδιαίτερα στη γελοιοποίηση του Μουσολίνι: μέσα σε τρεις ημέρες ανέβαζαν καινούρια επιθεώρηση, άκρως επίκαιρη και σπαρταριστή σε χιούμορ. Για παράδειγμα, δύο ημέρες μετά την κατάληψη της Κορυτσάς, ανέβηκαν έργα που αναφέρονταν σε αυτό το γεγονός. Ήταν ένα θέαμα συναρπαστικό. Θέλαμε να δούμε όλες τις επιθεωρήσεις.
Νιώθαμε εθνικά υπερήφανοι. Αναρωτιόμασταν: “Ποια πόληέχει σειρά;” Αλλ’ όταν εισέβαλαν οι Γερμανοί, όλα σταμάτησαν – δεν μπορούσε να γίνει η ίδια ανελέητη σάτιρα όπως για τους Ιταλούς. Ανέβαιναν βέβαια πολύ ωραίες επιθεωρήσεις με σημαντικούς ηθοποιούς της εποχής. Χαρακτηριστικό είναι πως ανάμεσα στα νούμερα της κάθε επιθεώρησης, όπου εμφανιζόταν επί σκηνής κάποιος μεθυσμένος ή ένας γιατρός, οι ηθοποιοί έκαναν κάποιο δηκτικό σχόλιο εναντίον των Γερμανών.
Πολύ σύντομα, ωστόσο, οι γερμανικές υπηρεσίες όπως η Kommandantur πληροφορήθηκαν το γεγονός. Έτσι ήταν συχνό φαινόμενο οι παραστάσεις να διακόπτονται στη μέση, εάν το περιεχόμενό τους δεν άρεσε στους Γερμανούς. Ιδιαίτερα την περίοδο 1943-1944, τα θέατρα απέκτησαν τεράστια απήχηση: ήταν το μοναδικό μέσον εκτόνωσης του κοινού, που αποζητούσε το γέλιο μ’ ένα οικείο θέαμα.
Το σίγουρο είναι ότι οι γυναίκες πήγαιναν πάντοτε να ψωνίσουν στην οδό Ερμού. Ό,τι μπορούσαν να βρουν το έπαιρναν. Πάντως, η ποιότητα των προϊόντων ήταν πολύ χαμηλή: στα υφάσματα, ας πούμε, ντρίλινα ή τσίτια. Τα καλά υφάσματα που είχαν μείνει στα μαγαζιά από την προπολεμική Αθήνα δεν μπορούσαν να τα αγοράσουν, κι αν τα αγόραζαν δεν είχαν πού να τα φορέσουν.
Η πρώτη κίνησή μας κάθε πρωί ήταν ν’ ακούμε τα νέα από το ραδιόφωνο. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι πιστεύαμε όλα όσα ακούγαμε· ειδικά μετά τη γερμανική εισβολή, το ραδιόφωνο έχασε την αξιοπιστία του: πολλά από αυτά που μεταδίδονταν ήταν λογοκριμένα, από την προπαγάνδα των Γερμανών. Προσπαθούσαμε να συντονιστούμε με το BBC του Λονδίνου, από το οποίο ακούγαμε διάφορα. Αποτελούσε για εμάς την κύρια πηγή πληροφοριών, τις οποίες ανταλλάσσαμε ο ένας με τον άλλον. Φυσικά, ήταν αδύνατον να ακούς ραδιόφωνο είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο».
Ο αθλητισμός
Ως νεαρός αθλητής με τα χρώματα του Εθνικού, ο ίδιος μίλησε ακόμα για τον αθλητισμό στην Κατοχή: Υπήρχε πείνα κι ένδεια αλλά και πάθος:
«Παρόλο που δεν είχαμε να φάμε, η διάθεση ν’ αθληθώ υπήρχε πάντοτε! Χαρακτηριστικό της ένδειας αθλητικού εξοπλισμού της εποχής ήταν ότι η γνωστή ηθοποιός, χορεύτρια και μετέπειτα σύζυγος του Μάνου Κατράκη, Λίντα Άλμα, με την οποία ήμασταν φίλοι, μου έφερε από τις ΗΠΑ –όπου βρέθηκε για σπουδές– ένα από τα πρώτα αθλητικά παπούτσια sneakers που φόρεσε Έλληνας αθλητής.
Ωστόσο, δεν φανταζόμασταν ποτέ ότι μέσω του αθλητισμού θα εξασφαλίζαμε τα προς το ζην. Θεωρούσαμε απλά ότι με αυτόν τον τρόπο μπορούσαμε να προσφέρουμε στην κοινωνία, να γίνουμε το ίνδαλμά της. Ο κλασικός αθλητισμός ήταν το μεράκι μας. Δεν διανοούμασταν πως οι αθλητές θα μπορούσαν να πληρώνονται, όπως στη σύγχρονη εποχή. Ούτε υπήρχε η έννοια των οδοιπορικών – όλα αυτά ήταν άγνωστα για εμάς.
Η μόνη οικονομική υποστήριξη που είχαμε ήταν το δίφραγκο που μας έδιναν οι γονείς μας. Το 1946, στο πανελλήνιο πρωτάθλημα στίβου, το πρώτο που διοργανώθηκε μεταπολεμικά, δεν διεξήχθησαν τα αγωνίσματα του μαραθωνίου και του δεκάθλου για ευνόητους λόγους. Έτσι αναδείχθηκα πρωταθλητής Ελλάδος το 1946 στο πένταθλο· το ίδιο και στο άλμα εις μήκος».
Ως φυσικό επακόλουθο της αθλητικής σταδιοδρομίας του Χάρη Λυμπερόπουλου ήρθε η ενασχόλησή του με την αθλητική δημοσιογραφία. Αποκορύφωμα της οποίας ήταν η καθιέρωση του πρώτου αθλητικού τετρασέλιδου σε πολιτική εφημερίδα, την Απογευματινή, μια αλλαγή που εδραιώθηκε το 1968 με εκδότη τον Νάσο Μπότση και τον Χάρη Λυμπερόπουλο στο τιμόνι ενός team – φυτώριου μερικών από τους σημαντικότερους Έλληνες αθλητικογράφους.
Ένας απ’ αυτούς, ο Νίκος Κατσαρός, κλείνει το βιβλίο γράφοντας στο Επίμετρο κι ενθυμούμενος το παγκόσμιο κύπελλο του 1966 στην Αγγλία και τον θρυλικό Πελέ που είχε παρακολουθήσει απεσταλμένος του διευθυντή του, Χάρη Λυμπερόπουλου.
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr