11 Απριλίου 1967, λίγες ημέρες πριν την επιβολή της Χούντας των Συνταγματαρχών. Οι εφημερίδες δημοσίευσαν τις λεπτομέρειες ενός αποτρόπαιου εγκλήματος που συγκλόνισε μια συνοικία των Σερρών.
Μία 32χρονη δολοφόνησε την 63χρονη σπιτονοικοκυρά της. Ο λόγος: γιατί, όπως υποστήριζε, το θύμα ήθελε να την απομακρύνει από τον εραστή της και της “έβαζε λόγια”.
Εμπλεκόμενη στην υπόθεση βρέθηκε και η 14χρονη κόρη της. Αυτή ήταν που πρώτη ομολόγησε όλα όσα διαδραματίστηκαν αργά το βράδυ της 10ης Απριλίου. Όπως κατέθεσε προανακριτικά, η μητέρα της καβγάδισε με την σπιτονοικοκυρά, διότι δεν της επέτρεπε να φέρνει τον εραστή της στο δωμάτιο που νοίκιαζε και της ζητούσε να καταβάλει τα ενοίκια που χρωστούσε.
Αφού άφησε αναίσθητη τη σπιτονοικοκυρά, η 32χρονη πρόσταξε την κόρη της να τη βοηθήσει να της αλλάξουν ρούχα και να τη μεταφέρουν με ένα τσουβάλι σε κοντινό ρυάκι. Ύποπτος θεωρήθηκε και ο φίλος της δολοφόνου, αλλά παρουσίασε άλλοθι και απαλλάχθηκε από οποιαδήποτε υποψία για το έγκλημα.
Το κατακρεουργημένο πτώμα και οι ισχυρισμοί της δολοφόνου
Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, το πτώμα της 63χρονης σπιτονοικοκυράς εντοπίστηκε σε χαντάκι από διερχόμενη τσιγγάνα.
Η ιατροδικαστική έκθεση έδειξε ότι η 32χρονη δολοφόνος επέφερε τρεις μαχαιριές στο λαιμό του θύματος, το οποίο μάλλον βρισκόταν σε λιπόθυμη κατάσταση, όταν δέχθηκε τα πλήγματα. “Με την τρίτη μαχαιριά διεχωρίσθη σχεδόν το κεφάλι της γυναίκας από το υπόλοιπο σώμα“, ήταν το εύρημα του ιατροδικαστή.
Ένα εσώρουχο του θύματος που βρέθηκε στα νερά πετάχτηκε σκόπιμα, για να δοθεί η εντύπωση ότι επρόκειτο για σεξουαλικό έγκλημα.
Η είδηση σόκαρε την κοινή γνώμη και απασχόλησε τον Τύπο. “Φρικωδώς παρεμόρφωσε η φόνισσα το θύμα της” και “Την κατέσφαξε σαν τραγί” ήταν μερικοί από τους πηχυαίους τίτλους.
Οι γείτονες της 63χρονης σπιτονοικοκυράς την περιέγραψαν ως μια ηλικιωμένη “με καλή καρδιά” που συχνά την καλούσαν στα σπίτια τους, για να γευματίσουν. Από την πλευρά της, η 32χρονη είχε αποκτήσει εμμονή με το θύμα.
Διατεινόταν ότι δεν επιθυμούσε παράνομο ζευγάρι στο νοικιαζόμενο δωμάτιο, καθώς ο εραστής της 32χρονης ήταν παντρεμένος με παιδιά και ενθάρρυνε τον άνδρα να την εγκαταλείψει.
“Και όταν ήμουν παντρεμένη με έναν επιλοχία, η σπιτονοικοκυρά μου τον ξελόγιασε και τον έστειλε στην αγκαλιά μιας άλλης. Ποιος ξέρει, μπορεί να ήθελε τον φίλο μου και για τον εαυτό της“, υποστήριξε η 32χρονη, την οποία οι δικαστικοί συντάκτες χαρακτήρισαν απαθή, κυνική και “χωρίς ίχνος από ευγενή αισθήματα“.
Ένα όχημα τη μετέφερε στον τόπο του εγκλήματος, ωστόσο η αναπαράσταση αναβλήθηκε. Το πλήθος ήταν τόσο μεγάλο που οι αστυνομικές δυνάμεις αδυνατούσαν να το διαλύσουν, ανέφεραν τα ρεπορτάζ.
“Της έκοψα το λαιμό, όχι όλον όμως. Ήμουν τέρας“
Στην 32χρονη ασκήθηκε ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση κατά τρόπο ιδιαζόντως ειδεχθή. Μέχρι να αρχίσει η δίκη, κρατείτο στο Δημόσιο Ψυχιατρείο Θεσσαλονίκης επειδή ήταν επιληπτική. Η υπόθεση εκδικάστηκε το Μάρτιο του 1968, στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Θεσσαλονίκης.
Η ανήλικη κόρη της δολοφόνου απολογήθηκε γεμάτη ταραχή και θλίψη. Όταν ο πρόεδρος του δικαστηρίου την ρώτησε “Δεν ρώτησες τη μητέρα σου γιατί τα έκανε όλα αυτά;“, η 14χρονη απάντησε με λυγμούς: “Φοβόμουνα και δεν μιλούσα. Ούτε εκείνη μιλούσε“.
Το “παρών” στη δίκη έδωσε και ο εραστής της 32χρονης. Παραδέχθηκε ότι η κατηγορούμενη ήταν ερωμένη του, την χαρακτήρισε “καλόψυχη” και είπε ότι “κάποιες φορές την έπιανε σεληνιασμός“. Δήλωσε παντελή άγνοια για τα κίνητρα που την ώθησαν στο έγκλημα και κατέληξε: “Θά’ ταν τρελή, για να το έκανε“.
Όσον αφορά την κατηγορούμενη, είχε αλλοπρόσαλλη στάση σε όλη την ακροαματική διαδικασία. Στην αρχή της απολογίας της, έπλεξε το εγκώμιο του θύματος και ισχυριζόταν ότι δεν το σκότωσε, αλλά προσπάθησε να τη συνεφέρει από μία κρίση που υπέστη. Ενώ έλεγε ότι είχε καλές σχέσεις μαζί της, προς το τέλος ομολόγησε:
“Της έκοψα το λαιμό, όχι όλον όμως. Ήμουν ένα τέρας απέναντί της. Το ξέρω ότι κι εγώ κάπως έτσι θα ψοφήσω, με τέτοιο θάνατο θα πάω“.
Στην αγόρευσή του, ο εισαγγελέας είπε πως η κατηγορούμενη “έχει ψυχή μαύρη και κακούργα” και ότι “όχι μόνο παλαβή δεν είναι, αλλά απεδείχθη και καλή ηθοποιός“. Πρότεινε την ποινή του θανάτου, αλλά οι ένορκοι αποφάσισαν να την καταδικάσουν σε ισόβια χωρίς ελαφρυντικά.
“Αν με ξανακλείσουν, θα φύγω πάλι” – Η απόδραση
Μετά την ανάγνωση της ετυμηγορίας, η 32χρονη μεταφέρθηκε στο Δημόσιο Ψυχιατρείο Θεσσαλονίκης, προκειμένου οι υπεύθυνοι να βεβαιώσουν ότι δεν ήταν ψυχοπαθής. Όμως, λίγες ημέρες μετά, κατάφερε να λύσει τις αλυσίδες και απέδρασε.
Οι αρχές πίστευαν ότι πήγε στη Χρυσούπολη Καβάλας, όπου διέμενε η κόρη της και κάποιοι συγγενείς της, αλλά η ίδια το διέψευσε. Παραδέχθηκε ότι πήγε σε διάφορα μέρη με τη μέθοδο του ωτοστόπ και κατέφυγε σε μοναστήρι της Ξάνθης, χρησιμοποιώντας ψεύτικο όνομα.
Όταν στένεψε ο κλοιός, η 32χρονη φέρεται να παραδόθηκε στη Χωροφυλακή Ξάνθης, μετά από τρεις ημέρες άκαρπων αναζητήσεων. Στους δημοσιογράφους υποστήριξε ότι την συνέλαβαν και παρουσιάστηκε με εμφάνιση καλόγριας, διάθεση για χιούμορ και ένα τσιγάρο στο στόμα.
Περιέγραψε αναλυτικά τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες το “έσκασε” από το ψυχιατρείο. Είπε ότι “θα ξαναφύγει, αν την κλείσουν πάλι” και επέμεινε ότι δεν σκότωσε τη σπιτονοικοκυρά. “Ήθελα να τους λαχταρήσω εκείνους που με κλείσανε στο ψυχιατρείο και τα κατάφερα. Θέλω να είμαι στη φυλακή, έστω και για όλη μου τη ζωή“, ήταν μερικά από τα τελευταία της λόγια πριν μεταφερθεί στις γυναικείες φυλακές Αβέρωφ.
Πηγή εικόνων κεντρικής φωτογραφίας: εφημερίδα “Μακεδονία“
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr