“Το μυαλό μου απορρίπτει τις κοινωνικές συμβάσεις και τον Χριστιανισμό, το σπίτι, τις αποδεκτές αρετές, τις κοινωνικές τάξεις και τα θρησκευτικά δόγματα.
Πώς γίνεται να μου αρέσει η ιδέα της οικογένειας; Η δική μου οικογένεια ήταν απλά ένα μεσοαστό συνοθύλευμα που καταστράφηκε απ’ τις σπατάλες του πατέρα μου, τις οποίες και κληρονόμησα.
Η μητέρα μου αργοπέθαινε, νομίζω, από την κακομεταχείριση του πατέρα μου, από ταλαιπωρίες χρόνων και από τη δική μου κυνική ειλικρίνεια.
Καταράστηκα το σύστημα που τη μετέτρεψε σε θύμα. Μόνο ως αλήτης μπορώ να γίνω μέρος του κοινωνικού κατεστημένου”.
Αυτό ήταν το γράμμα που έστειλε ο νεαρός συγγραφέας Τζέιμς Τζόις στην αγαπημένη του, Νόρα Μπάρνακλ, όταν της ανακοίνωσε ότι θα έφευγε από την Ιρλανδία για τη Γενεύη, όπου είχε βρει δουλειά.
Η Νόρα ήθελε να τον παντρευτεί, αλλά στο γράμμα του, ο Τζόις ξεκαθάρισε ότι υπήρχαν λίγες πιθανότητες για γάμο. Είτε θα έμενε μόνη της στην Ιρλανδία ως μία ηθική, ανύπαντρη γυναίκα είτε θα πήγαινε μαζί του στην Ευρώπη ως παράνομη ερωμένη του.
Τελικά, τον χειμώνα του 1904 έφυγαν μαζί για τη Ζυρίχη. Θα αποκτούσαν δύο παιδιά και θα έμεναν μαζί για την υπόλοιπη ζωή τους. Δεν παντρεύτηκαν μέχρι και το 1931.
“Εσύ ήσουν, πονηρό, ξεδιάντροπο κορίτσι, που με οδήγησες σε αυτόν τον δρόμο”
Στις 10 Ιουνίου του 1904, ο 22χρονος Τζέιμς Τζόις συνάντησε τον έρωτα της ζωής του, στην οδό Nassau στο Δουβλίνο.
Ήταν η 20χρονη καμαριέρα Νόρα Μπάρνακλ, ψηλή, κοκκινομάλλα και με περήφανο, καμαρωτό περπάτημα.
Τη σταμάτησε στον δρόμο, της συστήθηκε και της ζήτησε να βγουν ραντεβού.
Η νεαρή δέχτηκε, καθώς της φάνηκε ότι ο λεπτός, καλοντυμένος και ευγενικός Τζόις ήταν μια ασφαλής επιλογή.
Κανόνισαν να συναντηθούν πέντε μέρες αργότερα στις 8.30 το απόγευμα, αλλά η Νόρα δεν εμφανίστηκε ποτέ.
Ο Τζόις, απογοητευμένος της έστειλε το παρακάτω σημείωμα:
“Μπορεί να είμαι τυφλός. Κοιτούσα πολύ ώρα μια γυναίκα με καστανοκόκκινα μαλλιά, αλλά στο τέλος κατάλαβα ότι δεν ήσουν εσύ. Επέστρεψα στο σπίτι αποθαρρυμένος. Θα ήθελα να σε ξαναδώ, αν θέλεις και εσύ”.
Τελικά αποδείχτηκε ότι η Νόρα δούλευε και δεν είχε καταφέρει να τον ειδοποιήσει, αλλά ήθελε πολύ να τον δει.
Βγήκαν στις 16 Ιουνίου και η βόλτα τους έμεινε αξέχαστη στον Τζόις.
Αργότερα, σε μια ερωτική επιστολή του, της υπενθύμισε την πρώτη τους συνάντηση:
“Εσύ ήσουν, πονηρό, ξεδιάντροπο κορίτσι, που με οδήγησες σε αυτό τον δρόμο. Δεν ήμουν εγώ που σε ακούμπησα, χρόνια πριν, στο Ρίνγκσεντ. Το δικό σου χέρι γλίστρησε μέσα στο παντελόνι μου, τράβηξε στην άκρη το πουκάμισό μου και με ακούμπησε με τα μακριά, γαργαλιστικά δαχτυλά σου. Και όλη την ώρα με κοιτούσες με τα ήρεμα μάτια σου σαν Αγία”.
Ο Τζόις, αν και είχε πια απορρίψει τη θρησκεία, είχε μεγαλώσει με αυστηρές καθολικές αρχές και σοκαρίστηκε από τη συμπεριφορά της Νόρα.
Την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα και η Νόρα το ίδιο. Περνούσαν κάθε στιγμή της ημέρας που δεν δούλευαν, μαζί.
Οι φίλοι του Τζόις τον κατηγορούσαν ότι τους ξέχασε και είχε μυαλό μόνο για εκείνη.
Όταν ο Τζόις αποφάσισε να αφήσει την ασφυχτική Ιρλανδία για την πιο απελευθερωμένη Ευρώπη, η Νόρα αποφάσισε να φύγει μαζί του, αν και γνώριζε ότι θα τους αντιμετώπιζαν υποτιμητικά, επειδή δεν ήταν παντρεμένοι.
Ο Τζόις αρνήθηκε να εκπληρώσει την τελευταία επιθυμία της μητέρας του
Η οικογένεια του Τζόις ήταν πολυμελής, πλούσια και πολύ αυστηρών, καθολικών αρχών.
Ο ίδιος, επειδή από νωρίς επέδειξε ταλέντο στη γραφή, ξεχώρισε στην πολύ αυστηρή ακαδημία που φοιτούσε.
Όμως αναγκάστηκε να αφήσει την ακαδημία, όταν ο πατέρας του έχασε όλα τα χρήματα σε κακές επενδύσεις και ανεξέλεγκτες σπατάλες. Έπινε και μεθούσε κάθε νύχτα, χωρίς να τον απασχολεί πώς θα μεγαλώσει 10 παιδιά.
Η μητέρα του Τζόις, που πάσχιζε να κρατήσει την κατάσταση υπό έλεγχο, πέθανε το 1903 και τελευταία της επιθυμία ήταν να λάβει ο Τζέιμς τη Θεία Κοινωνία. Ο Τζέιμς αρνήθηκε.
Ζούσε πια στο Δουβλίνο και είχε στραφεί ενάντια σε οποιαδήποτε μορφή θρησκείας. Σπούδαζε και σπαταλούσε τα λιγοστά του χρήματα σε πόρνες και αλκοόλ με τους φίλους του.
Παράλληλα, προσπαθούσε να γράψει τα εξαιρετικά κείμενα που έγραφε στην εφηβεία του, αλλά κάτι τον σταματούσε.
“Οι Νεκροί” της Νόρα Μπάρνακλ
Η παιδική ηλικία της Νόρα ήταν τελείως διαφορετική.
Η οικογένειά της ήταν εργατική, μεγάλωσε στην μικρή πόλη Γκόλγουεϊ και ποτέ δεν ήταν άριστη μαθήτρια.
Στα 12 ερωτεύτηκε ένα αγόρι, τον Μάικλ Φίνι, ο οποίος πέθανε από πνευμονία. Τέσσερα χρόνια αργότερα, πέθανε και το άλλο αγόρι που αγάπησε.
Οι φίλοι της την αποκαλούσαν “αντρο-σκοτώστρα” και ο Τζόις εμπνεύστηκε από την ιστορία της το διήγημα “Οι Νεκροί” που συμπεριλήφθηκε στο βιβλίο του, “Δουβλινέζοι”.
Πριν από τον Τζόις, είχε σχέση με έναν άλλο άντρα, τον Γουίλι Μούλβα. Ο Τζόις ήταν σίγουρος ότι η Νόρα ήταν παρθένα όταν τη γνώρισε, αλλά πάντα ζήλευε φοβερά επειδή δεν ήταν ο πρώτος της έρωτας.
Η ζήλεια του Τζόις εκφραζόταν με πολύ περίεργο τρόπο. Αν και εξοργιζόταν, τον ερέθιζε να φαντάζεται τη Νόρα με διάφορους εραστές.
Η Νόρα έμεινε πιστή μέχρι το τέλος, αλλά ο Τζόις την κατηγορούσε ότι διατηρούσε σχέση με τον αδελφό του και διάφορους φίλους του, όταν αυτός έλειπε σε ταξίδια.
Τα ερωτικά γράμματα του Τζέιμς Τζόις
Τον Δεκέμβριο του 1909, ο Τζόις βρισκόταν στο Δουβλίνο, όπου προσπαθούσε να ανοίξει έναν κινηματογράφο.
Η Νόρα και τα δύο τους παιδιά, τον περίμεναν στην Τεργέστη, όπου είχαν εγκατασταθεί τα τελευταία χρόνια.
Ήταν μία απ’ τις πρώτες φορές που έμεναν χωριστά και επικοινωνούσαν με σχεδόν καθημερινές επιστολές, που περιείχαν από οδηγίες για τη διακόσμηση του σπιτιού μέχρι ερωτικές φαντασιώσεις.
Το έργο του Τζόις χαρακτηρίστηκε ως πορνογραφικό από την ιρλανδέζικη κοινωνία, αλλά σε σύγκριση με τις ερωτικές επιστολές του Δεκέμβρη του 1909, τα βιβλία του ήταν αθώα.
Έγραφε: “Μαζί με αυτή την πνευματική αγάπη που αισθάνομαι για εσένα, υπάρχει και μία άγρια, ζωώδης λαχτάρα για κάθε εκατοστό του κορμιού σου. Για κάθε μυστικό και επαίσχυντο κομμάτι του. Για κάθε μυρωδιά και κίνησή του.
Η αγάπη μου για εσένα μου επιτρέπει να προσευχηθώ για την αιώνια ομορφιά και τρυφερότητα που βλέπω στα μάτια σου, αλλά και να σε βάλω κάτω και να σε γαμ*** από πίσω, όπως ένας χοίρος τη γουρούνα του, ενώ απολαμβάνω την προστυχιά του σηκωμένου φορέματος και των άσπρων, κοριτσίστικων εσωρούχων σου και την ταραχή στα κόκκινα μάγουλα σου και τα ανακατεμένα μαλλιά σου.”
Η Νόρα ήθελε να τον κρατήσει μακριά απ’ τις πόρνες, τις οποίες συνήθιζε να επισκέπτεται όταν ταξίδευε.
Ο τρόπος γραφής της στις επιστολές, ήταν ιδιαίτερος. Με μεγάλες προτάσεις, χωρίς σημεία στίξης ή κεφαλαία γράμματα. Έγραφε όπως σκεφτόταν, μία ασταμάτητη, ανεξέλεγκτη ροή.
Όταν περιέγραφε τις ερωτικές φαντασιώσεις της, μιλούσε ξεκάθαρα, χωρίς ίχνος ντροπής ή ενδοιασμού. Αυτές τις επιστολές χρησιμοποίησε ο Τζόις για να δημιουργήσει τον χαρακτήρα της Μόλι Μπλουμ, της συζύγου του πρωταγωνιστή στο διασημότερο βιβλίο του, “Οδυσσέας”.
Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου είναι ο μονόλογος της Μόλι, που αποτελείται από οχτώ τεράστιες προτάσεις. Μία από αυτές περιείχε 4.391 λέξεις και μέχρι το 2001 ήταν η μεγαλύτερη πρόταση που είχε γραφτεί ποτέ στα αγγλικά.
Ο γάμος, η σχιζοφρένεια της Λουτσία και ο θάνατος
Παντρεύτηκαν το 1931, ύστερα από 27 χρόνια συμβίωσης.
Ο γάμος τους αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα. Ο Τζόις απατούσε συχνά τη Νόρα, σπαταλούσε τεράστια ποσά σε νυχτερινές εξόδους και πολυτέλειες και όσο μεγάλωνε, η συμπεριφορά του γινόταν πιο εγωκεντρική και χαοτική.
Η Νόρα όμως έμεινε στο πλευρό του, πιστή μέχρι το τέλος.
Η κόρη τους, Λουτσία, ερωτεύτηκε τον διάσημο θεατρικό συγγραφέα, Σάμιουελ Μπέκετ, που τότε ήταν γραμματέας και βοηθός του πατέρα της.
Μετά από μια σύντομη σχέση, ο Μπέκετ τη χώρισε και η Λουτσία έχασε τα λογικά της.
Την εξέτασε ο ψυχαναλυτής Καρλ Γιουνγκ, ο οποίος κατέληξε ότι η κόρη του Τζόις υπέφερε από τα ίδια ψυχολογικά προβλήματα με τον πατέρα της.
Είπε χαρακτηριστικά ότι η Λουτσία και ο Τζόις “ήταν σαν δύο άνθρωποι που βυθίζονται σε ένα ποτάμι. Ο ένας έπεσε μέσα, ενώ άλλος βούτηξε”.
Το 1936 η Λουτσία διαγνώστηκε με σχιζοφρένεια και κλείστηκε σε ψυχιατρικό ίδρυμα. όπου πέθανε το 1982. Ο Τζόις την επισκέφτηκε αρκετές φορές, αλλά η μητέρα της ποτέ.
Ο Τζέιμς Τζόις πέθανε στις 13 Ιανουαρίου του 1941.
Η Νόρα ζήτησε να ταφεί στην Ιρλανδία, αλλά η ιρλανδική κυβέρνηση αρνήθηκε.
Το έργο του Τζόις θεωρούνταν ακόμα υπερβολικά ανατρεπτικό για τα συντηρητικά ήθη των Ιρλανδών.
Η Νόρα πέθανε μία δεκαετία αργότερα, στις 10 Απριλίου του 1951.
Διαβάστε ακόμα από τη ΜτΧ: Ήταν από τους πρώτους διανοούμενους που γενναία αποκάλυψε την ομοφυλοφιλία του. Μαρσέλ Προυστ, ο συγγραφέας του θρυλικού βιβλίου, «Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο». Πώς δημιουργήθηκε το περίφημο «ερωτηματολόγιο του Προυστ»…
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr