Στην αρχική φωτογραφία, χρονολογίας 1923, απεικονίζονται Έλληνες στρατιώτες στο λοιμοκαθαρτήριο του Αγίου Γεωργίου, της μικρής νησίδας της Σαλαμίνας που έμεινε στην ιστορία ως η “Σπιναλόγκα του Πειραιά“.
Η κατάσταση στην οποία βρίσκονται είναι άθλια. Κι αυτό, διότι, όπως χιλιάδες ακόμη Έλληνες στρατιώτες και αξιωματικοί, κρατήθηκαν αιχμάλωτοι από τους Τούρκους αφότου η εκστρατεία Σαγγαρίου-Άγκυρας απέτυχε και το μικρασιατικό μέτωπο κατέρρευσε.
Αν για τους χιλιάδες Μικρασιάτες πρόσφυγες η Μικρασιατική Καταστροφή σήμαινε την οριστική εγκατάλειψη βωμών και εστιών, για τους χιλιάδες αιχμαλώτους σήμαινε μέρες, εβδομάδες, μήνες ή και χρόνια σε ένα καθεστώς τρόμου και εξευτελισμού που απώτερο στόχο είχε την εξόντωση.
Οι συνθήκες, κάτω από τις οποίες αναγκάστηκαν να ζήσουν, θύμιζαν περισσότερο στρατόπεδα συγκέντρωσης και καταναγκαστικής εργασίας γκουλάγκ παρά αιχμαλωσία.
Η οδύσσεια της επιστροφής των επιζώντων ήταν απερίγραπτη. Ακόμη και δώδεκα χρόνια μετά την τραγωδία του ελληνισμού της Μικράς Ασίας, Έλληνες αιχμάλωτοι πολέμου επέστρεφαν στην πατρίδα τους.
Υπήρξαν και Τούρκοι αιχμάλωτοι πολέμου, αλλά όσα έπαθαν ωχριούσαν μπροστά στα πάνδεινα που υπέστησαν οι Έλληνες.
Το εφιαλτικό στρατόπεδο του Κίρσκεχιρ
Όπως αναφέρει στην Μηχανή του Χρόνου ο αρχαιολόγος και ερευνητής της περιόδου Πέτρος Μεχτίδης, “στην Άγκυρα, όπου συγκεντρώθηκε μεγάλος αριθμός αιχμαλώτων, οι στρατιωτικοί υπέστησαν εξευτελισμούς που θυμίζουν εκείνους που υπέστησαν οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης από τους Γερμανούς“.
Η αρπαγή πολύτιμων αντικειμένων, η απογύμνωση, η στέρηση της τροφής, η κακή στέγαση και οι μακρές πορείες ήταν τα κυριότερα μέσα που μετήλθαν οι Τούρκοι, με στόχο να ταπεινώσουν και να εξοντώσουν τους Έλληνες.
Κάποιοι οδηγούνταν σε στρατόπεδα, όπως αυτό του Κίρσεχιρ. Σε χώρους για 200 άτομα στοιβάζονταν 1.000 άτομα. Ασθένειες όπως ο εξανθηματικός τύφος θέριζαν. Οι φύλακες όχι μόνο παρακρατούσαν τα χρήματα που έστελναν οι συγγενείς των αιχμαλώτων, αλλά και τα μετέτρεπαν σε αντικείμενο πλειοδοσίας.
Στο στρατόπεδο του Κίρσκεχιρ διοικητής ήταν ο λοχαγός Εμίν Αγάς, ο οποίος είχε αιχμαλωτιστεί από τους Έλληνες στους Βαλκανικούς Πολέμους. Σε επιστολή αιχμάλωτου λοχία της 11ης Μεραρχίας αναφέρεται χαρακτηριστικά:
“Την οικτράν θέσιν μας αδυνατεί και ο ισχυρότερος χειριστής του καλάμου να περιγράψη… Απογυμνωθέντες τελείως των χρημάτων και ενδυμάτων τυραννούμενοι βαναυσότατα και ενδιαιτώμενοι εστερημένως, αποθνήσκομεν κατά καιρούς. Ασθενούντες δεν περιθαλπώμεθα, δερόμεθα ανηλεώς και εις τας επικλήσεις μας και οιμωγάς η απάντησις των τυράννων μας είναι σους Γκιαούρ“.
Ο Έλληνας αξιωματικός και αιχμάλωτος της Μικρασίας, Πολύμερος Μοσχοβίτης, περιγράφει με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο το μαρτύριο της δίψας. Η μαρτυρία του δεν απέχει πολύ από εκείνες των Ελληνοεβραίων στο Άουσβιτς:
“Την έκτην ημέραν η αλλοφροσύνη είχε φθάσει εις σημείον ώστε τα τραγικά θύματα του φρικτοτάτου αυτού μαρτυρίου να πίνουν τα ούρα των. Πολλοί, παράφρονες από το μαρτύριον, έσκαβαν το πυρωμένο χώμα με τα νύχια για να βρουν νερό!“.
Από την άλλη πλευρά, οι συνθήκες διαβίωσης των Τούρκων αιχμαλώτων ασφαλώς δεν ήταν καλές. Σε ορισμένα στρατόπεδα, όπως στη Μήλο, ήταν ιδιαίτερα άσχημες, ενώ, παράλληλα, η Ελλάδα καθυστέρησε να παραδώσει στο Διεθνή Ερυθρό Σταυρό ονομαστικούς καταλόγους των αιχμαλώτων και δεν έκανε διάκριση ανάμεσα σε πολίτες και στρατιώτες.
“Μπορεί η συμπεριφορά της Ελλάδας απέναντι στους Τούρκους αιχμαλώτους να μην ακολουθούσε κατά γράμμα τα όσα όριζε το σχετικό διεθνές δίκαιο, αλλά απείχε παρασάγγας από τις τακτικές εξόντωσης των Ελλήνων αιχμαλώτων που ακολουθούσε η Άγκυρα“, αναφέρει ο διδάκτωρ ιστορίας, Γιάννης Γκλαβίνας.
Ο Τρικούπης και ο Κλαδάς, ο Βενέζης και ο πατέρας του Ξυλούρη
Η περίπτωση του στρατηγού Νικόλαου Τρικούπη αποτελεί ίσως το πιο γνωστό και συγχρόνως αμφιλεγόμενο παράδειγμα αιχμαλωτισθέντα Έλληνα αξιωματικού. Άλλες περιπτώσεις υψηλόβαθμων αξιωματικών που “έπεσαν” στα χέρια των ανδρών του Κεμάλ Ατατούρκ ήταν ο Κίμων Διγενής, o Νικόλαος Κλαδάς και ο Δημήτριος Δημαράς.
Υπήρχαν, όμως, και διανοούμενοι που “έπεσαν στα χέρια” των Τούρκων και βίωσαν τη φρίκη των αμελέ ταμπουρού, όπως ο λογοτέχνης Ηλίας Βενέζης, που έγραψε το συγκλονιστικό αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα “Το νούμερο 31328“.
Στην παρακάτω φωτογραφία, την οποία έδωσε στη δημοσιότητα ο Σύλλογος Μικρασιατών Σκάλας Λουτρών Λέσβου “Το Δελφίνι“, με αφορμή τη συμπλήρωση της εκατονταετηρίδας από τη Μικρασιατική Καταστροφή, απεικονίζεται ο Βενέζης μαζί με άλλους 18 αιχμαλώτους από το Αϊβαλί, το Νοέμβριο του 1923.
Μια λιγότερο γνωστή περίπτωση αιχμαλώτου του Μικρασιατικού Πολέμου αποτελεί ο Γιώργος Ξυλούρης, πατέρας του σπουδαίου Κρητικού τραγουδιστή, Νίκου Ξυλούρη
Όπως αποκάλυψε η έρευνα της εκπομπής “ΠΡΟΣΩΠΑ” με τον Χρίστο Βασιλόπουλο, ο “Ψαρογιώργης” από τα Ανώγεια βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της Μικρασιατικής Εκστρατείας και αιχμαλωτίστηκε το 1922.
Οι δικοί του δεν είχαν νέα του για πολύ καιρό. Πίστεψαν ότι ήταν νεκρός και του έκαναν μνημόσυνο. Όταν ο Γιώργος Ξυλούρης απελευθερώθηκε, τρία χρόνια αργότερα, επέστρεψε στην Κρήτη και τα μέλη της οικογένειάς του δεν πίστευαν στα μάτια τους.
Ήταν ταλαιπωρημένος και “ζωσμένος” με εμπειρίες που τον είχαν στιγματίσει. Εκτός, όμως, από τα τραύματά του, “κουβάλησε” μαζί του και ανατολίτικες μουσικές και τουρκικά τραγούδια που είχε μάθει κατά τη μακρόχρονη παραμονή του στην Ανατολή.
Ο αριθμός των αιχμαλώτων
Λόγω του αιφνιδιαστικού τρόπου με τον οποίο εκδηλώθηκε η τουρκική αντεπίθεση, δεν κατέστη δυνατός ο ακριβής αριθμητικός προσδιορισμός των Ελλήνων αιχμαλώτων.
Σύμφωνα με τον Γιάννη Γκλαβίνα, “κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων του 1921, από τη δύναμη της Ελληνικής Στρατιάς Μικράς Ασίας αγνοείτο η τύχη 1.389 οπλιτών και 10 αξιωματικών“. Οι ελληνικές αρχές δεν γνώριζαν ποιοι από αυτούς ήταν ζωντανοί ή νεκροί.
Οι πρώτες πληροφορίες για τον αριθμό των αιχμαλώτων και τις συνθήκες κράτησής τους έγιναν γνωστές τον Οκτώβριο του 1921. Τότε ήταν που έφταναν λαθραία επιστολές αιχμαλώτων μέσω Άγγλων και Γάλλων στρατιωτικών που κρατούνταν στο ίδιο στρατόπεδο με τους Έλληνες και ανταλλάχθηκαν στο πλαίσιο συμφωνιών της Άγκυρας με το Λονδίνο και το Παρίσι.
Τον Νοέμβριο του 1921, η ελληνική Ύπατη Αρμοστεία στην Κωνσταντινούπολη έλαβε μέσω της Τουρκικής Ερυθράς Ημισελήνου ονομαστικούς καταλόγους 324 Ελλήνων αιχμαλώτων, οι περισσότεροι από τους οποίους κρατούνταν σε στρατόπεδο στο Ταλάς της Καισάρειας.
Ο γιατρός Ρέριχ επισκέφθηκε το στρατόπεδο ως απεσταλμένος του Ελβετικού Ερυθρού Σταυρού. Σημείωσε στην έκθεσή του ότι οι συνθήκες διαβίωσης των Ελλήνων αιχμαλώτων ήταν σχετικά καλές, προφανώς διότι οι Τούρκοι είχαν φροντίσει να προετοιμαστούν κατάλληλα.
Άλλη πληροφορία της ίδιας περιόδου κάνει λόγο για Έλληνες αιχμαλώτους τις φυλακές Σιβράν Χαλή, όπου “πολλάκις αι φρουραί ασελγούν επ’ αυτών, είτε δε τους φονεύουν δια να συγκαλύψουν τας πράξεις των“.
Τον Νοέμβριο του 1922 οι ελληνικές αρχές είχαν καταγράψει 10.461 στρατιωτικούς αιχμάλωτους και 4.170 αιχμάλωτους Τούρκους πολίτες, οι οποίοι κρατούνταν σε στρατόπεδα στα Λιόσια, στη Λάρισα, στη Λευκάδα, στην Κρήτη και στην Κέρκυρα, μεταξύ άλλων.
Φυλλάδιο του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, που εκδόθηκε τον Ιούνιο του 1923 και συντάχθηκε μετά από καταγραφή εξαμελούς διεθνούς ομάδας, σημείωνε ότι ο επίσημος αριθμός των αιχμαλώτων στην Τουρκία εκείνη την περίοδο ανερχόταν σε 4.277.
Ο αρχικός αριθμός πρέπει να υπερέβαινε τις 15.000. Σύμφωνα με τη διδάκτορα Νεότερης Ιστορίας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ, Ουρανία Φωτοπούλου, “η Τουρκία λογοδότησε ενώπιον της διεθνούς κοινότητας, ισχυριζόμενη ότι υπερέβαλε στις αρχικές εκτιμήσεις για 30.000 αιχμάλωτους και ότι στην πραγματικότητα αυτοί που αιχμαλωτίστηκαν δεν ξεπερνούσαν τις 17.000.
Η διαφορά είναι σαφώς τεράστια και σε συνδυασμό με τις μαρτυρίες περί μεγάλης έκτασης βιαιοπραγιών εκ μέρους των τουρκικών αρχών, οδηγεί στη βάσιμη υποψία ότι εξοντώθηκαν περίπου οι μισοί από τους Έλληνες που αιχμαλωτίστηκαν, ήδη από τις πρώτες μέρες μετά την κατάρρευση του ελληνικού μετώπου, πριν ακόμη αυτοί διαμοιραστούν και εγκατασταθούν σε στρατόπεδα αιχμαλώτων“.
Ενδεικτικά, μαρτυρία αιχμαλώτου κάνει λόγο για περίπου 6.000 άτομα, τα οποία μεταφέρθηκαν από τη Σμύρνη στη Μαγνησία και μειώθηκαν στο μισό. Από την άλλη, ο αριθμός των Τούρκων στρατιωτικών που βρίσκονταν αιχμάλωτοι στην Ελλάδα δεν φαίνεται πως ξεπερνούσε τους 10.000 άνδρες.
Η ανταλλαγή και η “κόλαση” των αιχμαλώτων μέσα από τον Τύπο
Στα τέλη του 1921 και στις αρχές του 1922, πληροφορίες για τις συνθήκες διαβίωσης των αιχμαλώτων άρχισαν να εμφανίζονται στις ελληνικές εφημερίδες, που συχνά ζητούσαν να ληφθούν αντίποινα εις βάρος των Τούρκων αιχμαλώτων που κρατούσε η Ελλάδα.
Κατά τις διαπραγματεύσεις ειρήνης στη Λωζάνη, που οδήγησαν στην υπογραφή της Σύμβασης περί Ανταλλαγής Πληθυσμών στις 30 Ιανουαρίου 1923, υπογράφηκε πρωτόκολλο περί ανταλλαγής υγιών και αρτιμελών αιχμαλώτων πολέμου, πολιτών και στρατιωτικών. Η υπογραφή της συμφωνίας έγινε υπό την αιγίδα της Διεθνούς Επιτροπής Ερυθρού Σταυρού και της Ερυθράς Ημισελήνου.
Βασικός άξονάς της ήταν η Ελλάδα να αποδώσει απευθείας το σύνολο των Τούρκων αιχμαλώτων πολέμου. Αμέσως μετά τον επαναπατρισμό τους, η Τουρκία όφειλε να αποδώσει ίσο αριθμό Ελλήνων αιχμαλώτων, με αναλογία στρατιώτη με στρατιώτη και αξιωματικού με αξιωματικό.
Για την εφαρμογή της Συμφωνίας συστάθηκε Μικτή Επιτροπή Ανταλλαγής Αιχμαλώτων, η οποία άρχισε τις εργασίες της στις 15 Φεβρουαρίου 1923. Το έργο της υπήρξε εκ των πραγμάτων δύσκολο, λόγω του εύρους και της διαφορετικότητας των προβλημάτων που καλείτο να αντιμετωπίσει.
Το Μάρτιο και τον Απρίλιο του 1923, τα ατμόπλοια “έβαλαν μπρος” και ξεκίνησαν εκατέρωθεν αποστολές αιχμαλώτων πολέμου. Οι εφημερίδες δημοσίευαν συχνά ειδήσεις για άφιξη ατμόπλοιων με Τούρκους αιχμαλώτους και επαναπατρισμό Ελλήνων αιχμαλώτων στον Άγιο Γεώργιο.
“Περί την 2 παρά τέταρτον κατέπλευσεν εκ Σμύρνης το ατμόπλοιον “Κεφαλληνία” με 600 περίπου Έλληνας οπλίτας και 25 αξιωματικούς. Το πλοίον διηυθύνθη εις το Λοιμοκαθαρτήριον του Αγίου Γεωργίου προς τέλεσιν καθάρσεως“, διαβάζουμε σε δημοσίευμα της εφημερίδας “Έθνος” με ημερομηνία 1 Απριλίου 1923.
Το πρωτοσέλιδο της 12ης Απριλίου 1923 της εφημερίδας “Εμπρός” ήταν αφιερωμένο στον επαναπατρισμό του Νικόλαου Κλαδά και άλλων 2.778 αιχμαλώτων. Με βάση τις πληροφορίες της εποχής, ο Κλαδάς ανταλλάχθηκε με τον Τούρκο στρατηγό, Τζαφέρ Ταγιάρ.
Παράλληλα, ο Τύπος δημοσίευε ονομαστικούς καταλόγους, κυρίως για να ειδοποιηθούν οι συγγενείς των αιχμαλώτων, αφού για πολλούς δεν υπήρχαν στοιχεία κατοικίας.
Ωστόσο, η ανταλλαγή των αιχμαλώτων δεν κύλησε δίχως προβλήματα και καταγγελίες. Σε δημοσίευμα της εφημερίδας “Εμπρός” (27-3-1923), αναφέρεται πως “οι Τούρκοι δεν παρέδωσαν ουδένα Έλληνα πολιτικόν αιχμάλωτον“, ενώ σε άλλο της εφημερίδας “Μακεδονίας” (28-3-1923), διαβάζουμε:
“Οι Τούρκοι δεν επέδωκαν πλήρη κατάλογον των Ελλήνων αιχμαλώτων, σκοπίμως δε μειώνουν τον αριθμόν αυτών δια να συγκαλύψουν τους εκ πείνης και των κακουχιών θανάτους“.
Καταγγελίες υπήρχαν και για τη φυσική κατάσταση και την εξωτερική εμφάνιση των Ελλήνων αιχμαλώτων, η οποία ήταν χειρότερη από εκείνη των Τούρκων.
“Διαμαρτυρία της κυβερνήσεως δια την οικτράν κατάστασιν εις ην παρέδωκαν οι Τούρκοι τους αιχμαλώτους μας“, αναφέρει δημοσίευμα της εποχής, ενώ σε άλλο γίνεται λόγος ακόμη και για ακρωτηριασμένους παλιννοστούντες.
Σύμφωνα, επίσης, με δημοσίευμα του “Έθνους” (5-4-1923), Τούρκος αντιπρόσωπος εξέφρασε την ικανοποίησή του “δια την καλήν υγιεινήν κατάστασιν και τον ιματισμόν των Τούρκων αιχμαλώτων“. “Δεν δύναται όμως να λεχθή το αυτό και δια τους ιδικούς μας αιχμαλώτους“, δήλωσε ο τότε πρωθυπουργός Στυλιανός Γονατάς.
Τέλος, οι εφημερίδες στηλίτευσαν την τακτική των Τούρκων, οι οποίοι συνέχιζαν να κρατούν αιχμάλωτους όσους Έλληνες διέθεταν εξειδικευμένες τεχνικές γνώσεις προς ίδιον όφελος.
“Οι Τούρκοι κρατούν τους τεχνίτας αιχμαλώτους και δη τους υποδηματοποιούς και ράπτας, τους οποίους και θα αποδώσουν τελευταίους. Επίσης κρατούν πάντας τους ανήκοντας εις το πυροβολικόν, τους οποίους και δέρουν τακτικά εκάστην πρωίαν και εσπέραν, απαιτούντες να αποκαλύψουν τα μέρη όπου έχουν κρύψει τα κλείστρα των απολεσθέντων πυροβόλων μας“, δήλωσαν αιχμάλωτοι του λοιμοκαθαρτηρίου του Αγίου Γεωργίου σε δημοσιογράφο του “Έθνους“.
Το δράμα που σημάδεψε οικογένειες για χρόνια
Οι αιχμάλωτοι της Μικρασίας αποτελoύν ένα ακόμη οδυνηρό κομμάτι στο παζλ της Μικρασιατικής Καταστροφής. Χιλιάδες οικογένειες περίμεναν χρόνια για να μάθουν την τύχη των ανδρών τους που πολεμούσαν στα βάθη μιας αφιλόξενης γης ή δεν έμαθαν ποτέ τι απέγιναν.
“Χιλιάδες αιχμαλώτων, πολιτικών και στρατιωτικών που είχαν σφαγιαστεί ήταν σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Η τουρκική πλευρά δεν τους χρεώθηκε ως αποθανόντες εν αιχμαλωσία, αντιθέτως συμπεριλήφθηκαν στην κατηγορία των αγνοουμένων, η ύπαρξη της οποίας στοίχειωνε για πολλά χρόνια τις οικογένειες όσων είχαν την ατυχία να συμπεριληφθούν σε αυτή“, συμπεραίνει η ιστορικός Ουρανία Φωτοπούλου.
Οι πληροφορίες του κειμένου βασίστηκαν στις ακόλουθες πηγές:
- Τύπος της εποχής
- “Η Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή“, Πέτρος Μεχτίδης, Εκδόσεις Μαλλιάρης Παιδεία
- Άρθρο του διδάκτορος Ιστορίας και αρχειονόμου στην Κεντρική Υπηρεσία των Γ.Α.Κ., Γιάννη Γκλαβίνα στην εφημερίδα “Καθημερινή”
- Άρθρο της διδάκτορος Νεότερης Ιστορίας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ, Ουρανίας Φωτοπούλου στην ιστοσελίδα Clioturbata
Πηγή κεντρικής φωτογραφίας: Ζόζεφ Χεπ/Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ)
Ειδήσεις σήμερα:
- Κατά 42% αυξημένες οι φωτιές το 2024. Τι κατέγραψε η ετήσια έκθεση των ΜΕΤΕΟ και WWF Ελλάς
- Δύο ορφανές τίγρεις της Σιβηρίας επανενώθηκαν μετά από ταξίδι 200 χλμ. στα ρωσικά δάση. Η ιστορία του Μπόρις και της Σβετλάγια
- Μαθητής Γυμνασίου στη Λάρισα πήγε στο σχολείο με πιστόλι. Συνελήφθη μαζί με τον πατέρα του στον οποίο ανήκει
- Πρόστιμα συνολικού ύψους 5,5 εκατ. ευρώ σε 8 πολυεθνικές στο πλαίσιο ελέγχου. Πάνω από 190 παραβάσεις
Ακολουθήστε τη mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ