Η “Συνθήκη των Βερσαλλιών” πρόκειται για τη συνθήκη ειρήνης που τερμάτισε επίσημα τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ανάμεσα στην γαλλική Αντάντ (Entente) και τη Γερμανική Αυτοκρατορία.
Αυτή η συνθήκη σύμφωνα με πολλούς ιστορικούς δημιούργησε τις προϋποθέσεις, ώστε να ακολουθήσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, εξαιτίας των πολύ μεγάλων οικονομικών αποζημιώσεων που έπρεπε να καταβάλουν οι ηττημένοι Γερμανοί.
Ο «δυσχερής συμβιβασμός», όπως χαρακτηρίστηκε, οδήγησε την Γερμανία σε αδιέξοδο καθώς αδυνατούσε να καταβάλει τις υπέρογκες αποζημιώσεις.
Οι πολίτες της μπροστά στην οικονομική εξαθλίωση και την ταπείνωση παγιδεύτηκαν στον εθνικοσοσιαλισμό του Χίτλερ, που ανήλθε στην εξουσία με σύνθημα την ακύρωση της συνθήκης και την εθνική ανόρθωση της χώρας.
Οι διαπραγματεύσεις, οι όροι και η “Κοινωνία των Εθνών”
Χρειάστηκαν έξι μήνες διαπραγματεύσεων στο Παρίσι, για να υπογραφεί το 1919 η συνθήκη ως συνέχεια της ανακωχής που έγινε την 11η Νοεμβρίου του 1918.
Η πιο σημαντική διάταξη της συνθήκης, σύμφωνα με το άρθρο 231 (το επονομαζόμενο «άρθρο της πολεμικής ενοχής») όριζε ότι η Γερμανία ήταν αποκλειστικά υπεύθυνη για όλες τις «απώλειες και ζημίες» που είχαν υποστεί οι Σύμμαχοι στη διάρκεια του πολέμου και έθετε τη βάση των αποζημιώσεων.
Στις 29 Απριλίου η Γερμανική αντιπροσωπεία υπό την ηγεσία του Υπουργού Εξωτερικών, Ούλριχ φον Μπρόκντορφ-Ράντζαου, έμαθε τους όρους της ειρήνης. Αφού αποχώρησε και η Ιταλία, οι τελικοί όροι καθορίστηκαν από τους «Τρεις Μεγάλους»: ΗΠΑ, Γαλλία και Μεγάλη Βρετανία.
Η συνθήκη όριζε την ίδρυση της Κοινωνίας των Εθνών, γεγονός μείζονος σημασίας για τον Αμερικανό Πρόεδρο Γούντροου Ουίλσον. Η Κοινωνία των Εθνών επρόκειτο να εξομαλύνει τις διεθνείς διαφορές για την αποφυγή μελλοντικών πολέμων.
Οι «Τρεις Μεγάλοι» που διαπραγματεύθηκαν τη συνθήκη ήταν ο Βρετανός Υπουργός Εξωτερικών Λόυντ Τζωρτζ , ο Γάλλος Πρωθυπουργός Ζωρζ Κλεμανσώ και ο Aμερικανός Πρόεδρος Γούντροου Γουίλσον.
Ο Ιταλός Πρωθυπουργός Βιτόριο Ορλάντο διαδραμάτισε δευτερεύοντα ρόλο στις διαπραγματεύσεις.
– Απώλεια εδαφών
– Απώλεια όλων των αποικιών
– Περιορισμό των στρατιωτικών δυνάμεων
– Αποζημιώσεις
Ο αμερικανός Πρόεδρος αναγκάστηκε να συμβιβαστεί με τον Κλεμανσώ, τον Λόυντ Τζωρτζ και τον Ορλάντο σε μερικά σημεία για να επιτύχει την έγκρισή τους, προκειμένου να ιδρυθεί η Κοινωνία των Εθνών.
Επικράτησε η άποψη ότι ο Κλεμανσώ ήταν αυτός που επιζητούσε εκδίκηση σε βάρος της Γερμανίας, καθώς μεγάλο μέρος του πολέμου διαδραματίστηκε στη βορειοανατολική Γαλλία με καταστροφικές συνέπειες για τη χώρα.
Η Γερμανία είχε αποκλειστεί από τις διαπραγματεύσεις
Η Γερμανική κυβέρνηση δημοσίευσε έγγραφη διαμαρτυρία και χαρακτήρισε άδικους τους όρους. Σύντομα αποχώρησε από τις διεργασίες του συνεδρίου.
Στις 20 Ιουνίου, δημιουργήθηκε νέα κυβέρνηση υπό τον Καγκελάριο Γκούσταφ Μπάουερ.
Η Γερμανία τελικά συμφώνησε με τους όρους με 237 ψήφους υπέρ και 138 κατά στις 23 Ιουνίου.
Στις 28 Ιουνίου 1919 ο Χέρμαν Μύλλερ, ο νέος Γερμανός Υπουργός Εξωτερικών, και ο Υπουργός Μεταφορών, Γιοχάνες Μπελλ, συμφώνησαν να υπογράψουν τη Συνθήκη, που επικυρώθηκε από την Κοινωνία των Εθνών στις 10 Ιανουαρίου 1920.
Στη Γερμανία η Συνθήκη προκάλεσε σοκ και αισθήματα ταπείνωσης, καθώς πολλοί Γερμανοί θεωρούσαν άδικο να επωμιστεί μόνον η χώρα τους και οι σύμμαχοί της την ευθύνη για την έναρξη του πολέμου.
Η αποζημίωση που κατέβαλε η Γερμανία
Τον Ιανουάριο του 1921 το συνολικό ποσό που αποφασίστηκε από τη Διασυμμαχική Επιτροπή Αποζημιώσεων ορίστηκε στα 269 εκατομμύρια χρυσά μάρκα (2.970 χρυσά μάρκα αντιστοιχούσαν σε ένα γραμμάριο καθαρού χρυσού), περίπου 32 δισεκατομμύρια δολλάρια. Η Γερμανία θα έπρεπε να πληρώνει μέχρι το 1984. Αργότερα τον ίδιο χρόνο, το ποσό περιορίστηκε στα 132 δισεκατομμύρια μάρκα.
Ο ρόλος του Κέυνς
Ο Βρετανός Τζων Κέυνς βρέθηκε στην Συνδιάσκεψη Ειρήνης ως αναπληρωτής του Υπουργού Οικονομικών στο Ανώτατο Οικονομικό Συμβούλιο και μολονότι κατείχε επίσημη θέση, δεν είχε την εξουσία να παρέμβει άμεσα στα τεκταινόμενα.
Ο Κέυνς θεωρούσε τη Συνδιάσκεψη ως “απερίσκεπτη διευθέτηση πολιτικών μνησικακιών με πλήρη αδιαφορία για το πιεστικό πρόβλημα των καιρών”, κοινώς την αναγέννηση της Ευρώπης σ΄ένα ενιαίο και λειτουργικό σύνολο.
Τι είχε πει κατά της συνθήκης:
“Το Συμβούλιο των Τεσσάρων δεν έδωσε καμία σημασία σ’ αυτά τα ζητήματα, καθώς άλλα είχαν στο νου τους: Ο Κλεμανσώ πώς να συντρίψει την οικονομική ζωή του εχθρού του, ο Λόυντ Τζορτζ πώς να κλείσει μια συμφωνία για να επιστρέψει με κάτι που θα γινόταν αποδεκτό για μια εβδομάδα, ο Πρόεδρος πώς να μη κάνει τίποτε που δεν θα ήταν δίκαιο.
Είναι εκπληκτικό το γεγονός, ότι τα θεμελιώδη προβλήματα μιας Ευρώπης που λιμοκτονούσε και διαλυόταν μπρος στα μάτια τους, ήταν το μόνο ζήτημα που δεν ήταν ικανό να διεγείρει το ενδιαφέρον των Τεσσάρων.
Οι αποζημιώσεις ήταν η μόνη τους παρέκκλιση προς το χώρο της οικονομίας και τις προσέγγισαν σαν να ήταν πρόβλημα θεολογικό, πολιτικό, ψηφοθηρικό και, εν πάση περιπτώσει, από κάθε άλλη άποψη εκτός απ’ αυτή που αφορούσε το οικονομικό μέλλον των Κρατών, των οποίων το μέλλον διαχειρίζονταν.
Οι άνθρωποι δεν είναι πάντοτε διατεθειμένοι να πεθάνουν ήσυχα. Διότι η λιμοκτονία, που σε ορισμένους φέρνει λήθαργο και την ανημπόρια της απόγνωσης, σε άτομα διαφορετικού ταμπεραμέντου προξενεί τη νευρική αστάθεια της υστερίας και τρελή απόγνωση. Κι αυτοί στην απελπισία τους μπορεί να ανατρέψουν τα υπολείμματα οργάνωσης και να καταποντίσουν τον ίδιο τον πολτισμό στη προσπάθειά τους να ικανοποιήσουν όπως μπορούν τις κυρίαρχες ανάγκες του ατόμου.
“Πρέπει να έχουν περάσει εβδομάδες χωρίς να έχω γράψει σε κανένα”, έγραφε στη μητέρα του το 1919, “αλλά ήμουν εντελώς εξαντλημένος, εν μέρει από τη δουλειά και εν μέρει από την κατάθλιψη για τη μοχθηρία που με περιβάλλει. Ποτέ δεν έχω νιώσει τόσο δυστυχισμένος όσο τις περασμένες δύο-τρεις εβδομάδες. Η Συνθήκη ειρήνης είναι παράλογη και ανεφάρμοστη και δεν θα φέρει παρά δυστυχία”.
Πως η Συνθήκη έγινε σταδιακά … κουρελόχαρτο
Η κριτική που δέχθηκε η Συνθήκη των Βερσαλλιών έχει να κάνει με την καταστρατήγηση των διατάξεων και των όρων από τους νικητές. Καμία άλλη συνθήκη ή και απλό διπλωματικό έγγραφο στον κόσμο δεν υπέστη σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα τόσες μεταβολές, αναθεωρήσεις αλλά και αλλοιώσεις
Συγκεκριμένα το πρώτο μέρος αυτής μετεβλήθη λίγο αργότερα από τους Συμμάχους (της Αντάντ), προκειμένου να καταστεί δυνατή η εισδοχή της Γερμανίας στην Κοινωνία των Εθνών.
Ακολούθως το τέταρτο μέρος καταργήθηκε μονομερώς από την Γερμανία όταν ως κράτος – μέλος της ΚτΕ (Κοινωνία των Εθνών) άρχισε τον επανεξοπλισμό της.
Το έκτο μέρος ουδέποτε εφαρμόσθηκε σε όλη του την έκταση, όπως συνέβη και στη περίπτωση του Κάιζερ Γουλιέμου Β΄ όπου δεν καταδικάστηκε. Το δε έβδομο μέρος περί επανορθώσεων εγκαταλείφθηκε από τους ίδιους τους συμμάχους.
Το ένατο και δέκατο μέρος της εν λόγω συνθήκης που αφορούσε οικονομικούς όρους και αεροπλοΐα μετά από αρκετές αναθεωρήσεις – μεταβολές τελικά καταργήθηκαν από κοινού με τους συμμάχους στη μεγαλύτερη έκτασή τους.
Το ενδέκατο μέρος καταγγέλθηκε από την Γερμανία, μέλος της Κοινωνίας των Εθνών, χωρίς καμία αντίδραση.
Διαβάστε στη ΜτΧ: Ο ναύαρχος που εκτελέστηκε επειδή αρνήθηκε να θυσιάσει τους άντρες του σε μια χαμένη ναυμαχία. Το απόσπασμα τον πυροβόλησε με δικό του νεύμα!
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr