Μετανάστευσε από την Κορινθία στις ΗΠΑ αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον, αλλά βρέθηκε να πολεμά στο Βιετνάμ, σε έναν από τους πιο αμφιλεγόμενους και αιματηρούς πολέμους στην ιστορία.
Ο λόγος για τον Λεωνίδα Παπουτσόπουλο, ένας από τους λιγοστούς Έλληνες βετεράνους του Πολέμου του Βιετνάμ που ακόμα και σήμερα αναρωτιέται γιατί βρέθηκε εκεί.
Η θητεία του συνέπεσε με τη χειρότερη περίοδο του πολέμου. Υπηρέτησε σε ίλη αρμάτων και είδε αμάχους να σκοτώνονται, Βιετκόνγκ να ανακρίνονται βάναυσα και μικρά παιδιά να κυκλοφορούν μόνα τους ή ορφανά σε χωριά.
Η μονάδα του, η 11η Μεραρχία Πεζικού, ήταν υπεύθυνη για τη Σφαγή του Μι Λάι, ένα από τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα πολέμου στην ιστορία του Αμερικανικού Στρατού.
Για πολλά χρόνια, δεν ήθελε να θυμάται όσα άσχημα έζησε στη μακρινή ασιατική χώρα, ούτε είχε σκεφτεί να καταγράψει τις επώδυνες αναμνήσεις του.
Ωστόσο, με αφορμή τη δημοσίευση της ιστορίας του στην εφημερίδα της ομογένειας «Εθνικός Κήρυξ» και ύστερα από προτροπή του γιου του, Γιάννη και γνωστών του, αποφάσισε στα 80 του χρόνια να γράψει ένα βιβλίο και να το μοιράσει σε συγγενείς και φίλους.
Ο τίτλος του βιβλίου είναι «Παναρίτι – Duc Pho. Από τα βουνά στους ρυζόβαλτους. Μια παλιά προσωπική ιστορία για τον πόλεμο του Βιετνάμ».
Αν και μικρό, είναι πλούσιο, γλαφυρό και αποκαλυπτικό. Ο κ. Παπουτσόπουλος το μοιράστηκε με τη «Μηχανή του Χρόνου» και μας μίλησε για το πώς βρέθηκε να «πολεμά λάθος ανθρώπους, σε έναν πόλεμο που δεν πίστευε».
Από το Παναρίτι στη Νέα Υόρκη με 100 δολάρια
Ο Λεωνίδας Παπουτσόπουλος γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1943, στο χωριό Παναρίτι στην Κόρινθο. Ο πατέρας του, Βλάσης Παπουτσόπουλος μετανάστευσε στις ΗΠΑ το 1912, με σκοπό να βοηθήσει οικονομικά την οικογένειά του.
Το 1939, επέστρεψε στην Ελλάδα και, λόγω της Κατοχής, δεν μπόρεσε να επιστρέψει στην Αμερική, με αποτέλεσμα το 1946 να χάσει τα δικαιώματα της αμερικανικής υπηκοότητας.
Το καλοκαίρι του 1962, ο Βλάσης Παπουτσόπουλος συναντήθηκε τυχαία με κάποιον από την Αμερική, ο οποίος του είπε ότι ο γιος του μπορούσε να διατηρήσει τα δικαιώματα της αμερικανικής υπηκοότητας εφόσον δεν είχε καταταγεί στον ελληνικό στρατό. Έτσι αποφάσισε να μεταναστεύσει στις ΗΠΑ.
Έτσι, το Δεκέμβριο του 1962, ο Λεωνίδας Παπουτσόπουλος ταξίδεψε για τις ΗΠΑ με το υπερωκεάνιο «ΟΛΥΜΠΙΑ». Τελικός προορισμός του ήταν η Νέα Υόρκη, όπου ζούσε ένας εργένης θείος του, αδερφός του πατέρα του.
«Το ταξίδι διήρκεσε 11 ημέρες και ταλαιπωρήθηκα πολύ, διότι ήμουν άμαθος από θάλασσα. Έφυγα με 100 δολάρια στην τσέπη και χωρίς καθόλου γνώση αγγλικών», είπε ο κ. Παπουτσόπουλος στη «Μηχανή του Χρόνου».
Προσπάθησε να ενταχθεί στον αμερικανικό στρατό, για να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες εύρεσης εργασίας, αλλά τα ανεπαρκή αγγλικά του αποτέλεσαν εμπόδιο.
Κατάφερε να μάθει τη γλώσσα δουλεύοντας και πηγαίνοντας σε νυχτερινό σχολείο. Διάβαζε, επίσης, άρθρα στον Τύπο και εργάστηκε σε ελληνικά εστιατόρια και μπακάλικα της Νέας Υόρκης.
Η ένταξη στον Αμερικανικό Στρατό
Στα τέλη του 1966, ο Λεωνίδας Παπουτσόπουλος αποφοίτησε από τη σχολή RCA Institute’s, η οποία, όπως μας λέει, θα μπορούσε να παρομοιαστεί με την ελληνική Σιβιτανίδειο.
Ξεκίνησε να δουλεύει για την εταιρεία Grumman Aerospace, υπεύθυνη για την κατασκευή πολεμικών αεροσκαφών και της σεληνακάτου του Apollo 11, η οποία προσεδαφίστηκε στη Σελήνη, τον Ιούλιο του 1969.
Το Φεβρουάριο του 1967, ξεκίνησε σπουδέςστο Polytechnic Institute of Brooklyn. Ωστόσο, τον Ιανουάριο κλήθηκε για κατάταξη στον Αμερικανικό Στρατό.
«Ο πόλεμος στο Βιετνάμ είχε φουντώσει και οι Αμερικανοί μάζευαν τον κόσμο από τους δρόμους. Με δύο τρόπους θα μπορούσα να αποφύγω τη στράτευση: αν είχα την οικονομική δυνατότητα να μεταναστεύσω στον Καναδά ή αν ήμουν φοιτητής», είπε στη “Μηχανή του Χρόνου” ο κ. Παπουτσόπουλος.
Η πρωτοβάθμια εκπαίδευση κράτησε τρεις μήνες, στο Fort Gordon της πολιτείας Τζόρτζια, και ήταν πολύ σκληρή. Οι ασκήσεις δεν αφορούσαν μόνο τη φυσική κατάσταση αλλά και την ψυχολογική προετοιμασία. Η προπαγάνδα δεν έλειπε, με τα σεμινάρια για τους «κινδύνους» του κομμουνισμού να αποτελούν συνηθισμένη πρακτική.
«Έπρεπε να φωνάζουμε με άγρια διάθεση συνθήματα όπως “What is the spirit of the bayonet? To kill” («Ποιο είναι το πνεύμα της ξιφολόγχης; Να σκοτώνει!»).
Τραγουδάγαμε επίσης τραγούδια όπως “I want to go to Vietnam το kill the Vietcong” (Θέλω να πάω στο Βιετνάμ να σκοτώσω Βιετκόνγκ)».
«Αν σκοτωθείτε, είστε τυχεροί»
Τον Απρίλιο του 1967, ο Λεωνίδας Παπουτσόπουλος έλαβε το φύλλο πορείας για τη Χαβάη, όπου για δύο μήνες θα πραγματοποιείτο το δεύτερο στάδιο της στρατιωτικής εκπαίδευσης.
Εντάχθηκε σε ίλη αρμάτων και απέκτησε την ειδικότητα του ιχνηλάτη. Όπως περιγράφει, υπήρχαν περίοδοι που τα τρόφιμα λιγόστευαν και οι στρατιώτες αναγκάζονταν να ψάχνουν για καβούρια και ανανάδες.
Στο πρόγραμμα της εκπαίδευσης περιλαμβανόταν και η εκμάθηση αποφυγής ενέδρας, η οποία ήταν η κύρια τακτική των Βιετκόνγκ, δηλαδή των ανταρτών που δρούσαν στο Νότιο Βιετνάμ με σκοπό την επανένωσή του με το Βόρειο.
«Κάναμε πορείες στη ζούγκλα και ξαφνικά πέφταμε σε ενέδρες χωρίς ειδοποίηση. Με το τέλος της ενέδρας παρακολουθούσαμε διάλεξη για το πώς να τις αποφεύγουμε.
Αφού θα γλιτώναμε από τις σφαίρες, μας έλεγαν ότι έπρεπε να πέσουμε στα πλάγια του δρόμου όπου μας περίμεναν οι νάρκες που θα είχαν βάλει εκ των προτέρων.
Το ερώτημά μας ήταν απλό: «Τι κάνουμε τότε;». Και μας απαντούσαν: «Τίποτα! Αν σκοτωθείτε, είστε τυχεροί, γιατί τους τραυματίες τούς περιμένουν βασανιστήρια».
Πολλές φορές μας έλεγαν ότι οι Βιετκόνγκ σε άφηναν τραυματισμένο να σε φάνε τα μυρμήγκια και τα έντομα. Άντε μετά να κοιμηθείς το βράδυ», θυμάται ο κ. Παπουτσόπουλος.
Με το τέλος της εκπαίδευσης, πήρε την πρώτη θέση στη μονάδα του και του απονεμήθηκε πλακέτα. Τέσσερα χρόνια μετά, σε μία αντιπολεμική συγκέντρωση διαμαρτυρίας, πέταξε το βραβείο στον Λευκό Οίκο:
«Υπήρχαν κι άλλοι που ήταν κατά του πολέμου και πετούσαν μετάλλια ή άλλα παράσημα. Η πλακέτα αυτή δεν μου έλεγε τίποτα, δεν είχε καμία αξία και γι’ αυτό την πέταξα».
«Οι Αμερικανοί δεν έμαθαν ποτέ ποιο ήταν το νόημα του πολέμου. Έλεγαν ότι έπρεπε να κυνηγήσουμε τους κομμουνιστές και πως, αν δεν τους σταματήσουμε εδώ, θα φτάσουν μέχρι και την Καλιφόρνια.
Δεν καταλάβαιναν ότι οι Βιετναμέζοι έκαναν αγώνα για την ανεξαρτησία τους», προσθέτει ο κ. Παπουτσόπουλος και μάς υπενθυμίζει τον αντιαποικιακό αγώνα τους εναντίον των Γάλλων.
Το ταξίδι για το Βιετνάμ και η συμβουλή του Έλληνα συμπολεμιστή
Στα μέσα Δεκεμβρίου 1967, η 11η Μεραρχία Πεζικού επιβιβάστηκε σε μεταγωγικό με προορισμό το Βιετνάμ.
«Κανείς δεν μας είχε πει ότι θα πηγαίναμε στο Βιετνάμ και εμείς είχαμε την ελπίδα ότι θα μας στείλουν στην Κορέα ή την Ταϊλάνδη», αναφέρει ο κ. Παπουτσόπουλος.
Η απάντηση ήρθε, όταν κάποιος άκουσε από το ραδιόφωνο του Ανόι τη φράση:
«Καλώς ορίσατε, 11η Μεραρχία, αλλά λυπούμαστε που δεν θα υπάρχετε μέχρι τα Χριστούγεννα»
Το ταξίδι διήρκεσε περίπου 10 ημέρες και ο κ. Παπουτσόπουλος συνάντησε στο πλοίο έναν Έλληνα ναύτη, ο οποίος είχε υπηρετήσει ως πεζικάριος στο Βιετνάμ το 1966.
Εκείνος του έδωσε τις παρακάτω συμβουλές, οι οποίες, όπως λέει ο κ. Παπουτσόπουλος, δεν αποδείχθηκαν ιδιαίτερα χρήσιμες:
«Μακριά από μονοπάτια, μακριά από κορυφές λόφων γιατί τα ναρκοθετούν. Όχι πρωτοβουλίες, κάνε τον χαζό, ακολουθώντας τους άλλους. Εμείς οι Έλληνες είμαστε πονηροί και προσέχουμε, αντίθετα από τους Αμερικάνους που πέφτουν θύματα».
Η 11η Μεραρχία Πεζικού στρατοπέδευσε στην κωμόπολη Ντακ Φο (Đức Phổ), της επαρχίας Quang Ngai, που θεωρείτο προπύργιο των ανταρτών.
«Στο άρμα βρισκόμασταν πέντε άτομα και οι ρόλοι μας ήταν εναλλασσόμενοι: ο λοχίας που χειριζόταν το βαρύ πολυβόλο, δύο πολυβολητές με πολυβόλα M60, ο οδηγός και ένας τροφοδότης πυρομαχικών με χειρισμό εκτοξευτή χειροβομβίδων.
Είχαμε προμήθειες κονσερβών, ένα δοχείο για νερά και αναψυκτικά, δύο αιώρες για ύπνο, δύο πάγκους για ύπνο και πάντα εναλλαγή φρουράς κατά την διάρκεια της νύχτας».
“Search and destroy” – Το κυνήγι των Βιετκόνγκ
«Γενικά, η αποστολή μας ήταν να συνοδεύουμε το πεζικό στις εκκαθαριστικές εξόδους, να προστατεύουμε τμήματα δρόμου και γέφυρες τη νύχτα, και να εκτελούμε και εμείς ανεξάρτητες εκκαθαριστικές αποστολές, τις λεγόμενες επιχειρήσεις “search and destroy”», αναφέρει.
«Χωρίς να μας γνωστοποιούν το ημερήσιο πρόγραμμα και τον προορισμό, ξεκινούσαμε πρωί πρωί για κάποια συγκεκριμένη περιοχή ή χωριό σε συνεργασία με το πεζικό.
Το τελευταίο κύκλωνε το χωριό κατά 270 μοίρες περίπου και άφηνε ένα άνοιγμα που περιμέναμε εμείς με τα πολυβόλα να αποτελειώσουμε τους κυνηγημένους αντάρτες. Πάνω από την περιοχή, γινόταν χαμός με τις χειροβομβίδες και τα ελικόπτερα να περιφέρονται.
Πολλές φορές, με εντολή του αξιωματικού, ρίχναμε με τα πολυβόλα πάνω από τα κεφάλια εργαζόμενων χωρικών και, όταν αυτοί το έβαζαν στα πόδια, κατεβάζαμε τις ριπές επάνω τους.
Για τους Αμερικανούς κάθε Βιετναμέζος θεωρείτο ύποπτος Βιετκόνγκ. Το να μπαίνεις μέσα σε χωριό και να υποθέτεις ότι όλοι είναι εχθροί καίγοντας τις καλύβες τους και να πυροβολείς όποιον έτρεχε να σωθεί, ήταν για μένα κόλαση.
Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, όμως, το αποτέλεσμα ήταν μηδέν. Κάποιοι άτυχοι χωρικοί πλήρωσαν με τη ζωή τους την ανικανότητα να βρούμε τους αντάρτες.
Αντάρτες υπήρχαν στο χωριό, είχαν όμως κρυφές στοές, πολύ καλά καλυμμένες, που δεν βλέπαμε ποτέ. Ήταν οι καλύτεροι στην τέχνη του καμουφλάζ», περιγράφει ο κ. Παπουτσόπουλος.
Οι υπόγειες σήραγγες των Βιετκόνγκ, που ονομάστηκαν «Κου Τσι» (“Củ Chi”), περιελάμβαναν νοσοκομεία, σύστημα ύδρευσης, αποθήκες πυρομαχικών και τροφίμων. Η μυστικότητα διαδραμάτισε καίριο ρόλο στην επιτυχία του έργου.
Οι κακουχίες και οι φορές που κινδύνεψε η ζωή του
Όπως λέει ο Λεωνίδας Παπουτσόπουλος, «η μέρα ήταν ατελείωτη» και οι κακουχίες μεγάλες.
«Η ζέστη ήταν αφόρητη, το νερό απαίσιο, περασμένο με χλώριο, και ο ιδρώτας «έτρεχε» ποτάμι. Κάθε μέρα βάζαμε πούδρα στα σκέλη και μασχάλες να αντιμετωπίσουμε τα εξανθήματα.
Όσο νερό και να πίναμε, δεν ξεδιψούσαμε ποτέ. Κάθε μέρα παίρναμε κάψουλα αλατιού και κάθε εβδομάδα κάψουλα για προστασία από ελονοσία. Μπάνιο κάναμε στα όρθια με 2-3 λίτρα νερού».
Η ζωή του κ. Παπουτσόπουλου κινδύνεψε αρκετές φορές, όπως μας διηγείται. «Μία φορά, κρατούσαμε ένα φυλάκιο στην περίμετρο της βάσης για πιθανές επιθέσεις. Από την περίμετρο αργά το βράδυ και κάπου πιο μακριά άναβε ένα φωτάκι.
Ρίχναμε με τα πολυβόλα, το σβήναμε αλλά σε λίγο άναβε και πάλι. Εντολή μες στη νύχτα να πάμε με το άρμα να ερευνήσουμε χωρίς φωτισμό. Σε λίγο το άρμα έπεσε μέσα σε τάφρο κάποιων μέτρων και εγώ χτύπησα άσχημα στο κεφάλι.
Ήμουν 1-2 μέρες σε αφασία, ξύπνησα σε νοσοκομείο εκστρατείας με πόνους στο σαγόνι. Μου είπαν ότι ήμουν τυχερός στο σημείο που χτύπησα, γιατί λίγο πιο αριστερά ή δεξιά και θα γινόταν το μοιραίο».
Σε μία άλλη περίπτωση, έγινε κάποιο λάθος στη ρύθμιση ενός πολυβόλου. «Όταν ανοίξαμε πυρ, η σφαίρα αντί να φύγει μπροστά έσκασε και τραυμάτισε άσχημα τον λοχία και εμένα στην κοιλιά και στα πόδια. Αμέσως το ελικόπτερο μάς μετέφερε σε νοσοκομείο εκστρατείας.
Αυτό που θυμάμαι ήταν ότι σε χρόνο ρεκόρ οι νοσοκόμοι μας έβαλαν σε χειρουργικό τραπέζι, άνοιξαν τα ρούχα μας με ψαλίδι και, αφού διαπίστωσαν ότι δεν ήταν κάτι πολύ σοβαρό, μας έβαλαν αλοιφές και μας άφησαν να φύγουμε».
Η παγίδα θανάτου
Ο κ. Παπουτσόπουλος επέζησε από σύμπτωση σε μια εκκαθαριστική επιχείρηση, όταν ζήτησε το άρμα του να σταματήσει να είναι προπορευόμενο λόγω κούρασης. Το συγκλονιστικό περιστατικό συνέβη στις 14 Απριλίου 1968.
«Έπρεπε μία φορά να πάμε σε κάποιο χωριό που είχε βομβαρδίσει το πυροβολικό, για να δούμε τα αποτελέσματα. Το ένα άρμα πήγαινε μπροστά και τα άλλα ακολουθούσαν πιστά πίσω για αποφυγή ναρκών.
Στις δύο ώρες γινόταν η αλλαγή. Αφού περάσαμε ένα μονοπάτι, που εγώ πίστευα ότι ήταν ναρκοθετημένο και ήμουν ο πρώτος οδηγός, είπα στο λοχία, με ιδρωμένες τις παλάμες μου από την αγωνία, ότι οδηγώ πάνω από τρεις ώρες και πρέπει να περάσει το άλλο όχημα μπροστά.
Έτσι και έγινε. Ξεκινήσαμε και λίγο μετά ήρθε το «τέλος του κόσμου». Πέσαμε σε νάρκη. Μέχρι να κατακαθίσει η σκόνη και η στάχτη, το μπροστινό άρμα Ε-12 είχε εξαφανιστεί. Εγώ ήμουν το Ε-11.
Ο προπορευόμενος οδηγός, Ντόναλντ Σμιθ σκοτώθηκε. Τρία μέλη του οχήματος βγήκαν ζωντανοί αλλά βαριά τραυματισμένοι.
Πολλά χρόνια αργότερα αναζήτησε το όνομα του Σμιθ στο Μνημείο Πεσόντων στην Ουάσινγκτον. Ήταν μια οφειλόμενη τιμή στον συμπολεμιστή του που σκοτώθηκε στη θέση του.
Η ανάσυρση της νεκρής Βιετναμέζας
Μία από τις πιο τραυματικές εμπειρίες του Λεωνίδα Παπουτσόπουλου στο Βιετνάμ αφορούσε την ανάσυρση του πτώματος μίας γυναίκας, η οποία κρυβόταν σε μία κρυψώνα.
Έλαβε εντολή να μπει στο εσωτερικό με φακό και πιστόλι, αλλά αρνήθηκε να την εκτελέσει. «Ο αξιωματικός με απείλησε με κατηγορία ανυπακοής, ότι θα περάσω στρατοδικείο, αλλά δεν συνέβη κάτι τέτοιο», αναφέρει ο ίδιος.
Στη συνέχεια ένας άλλος στρατιώτης προσφέρθηκε να μπει στην κρυψώνα και την εκτέλεσε. Στην συνέχεια του ζήτησαν να την τραβήξουν έξω.
“Ο χώρος ήταν πολύ στενός και, τραβώντας από μαλλιά και ρούχα, τη βγάλαμε μετά από ώρα. Το στομάχι μου έγινε κόμπος, προσπαθώντας να δείχνω σκληρό και ψυχρό πρόσωπο μπροστά στους άλλους. Ο άλλος, κομπλεξικά μικροκαμωμένος, φούσκωσε από υπερηφάνεια“.
Από το 1969 και μετά, υπήρξαν όχι απλώς μεμονωμένοι στρατιώτες, αλλά και ολόκληρες μονάδες που αρνήθηκαν να εκτελέσουν εντολές, δείγμα του γεγονότος ότι «ο πόλεμος έπαιρνε την κατιούσα», είπε στη «Μηχανή του Χρόνου» ο κ. Παπουτσόπουλος.
«Αυτός που θα σκοτώσεις πολεμάει για την πατρίδα του»
Ο Λεωνίδας Παπουτσόπουλος υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας και σε μία βασανιστική ανάκριση ενός Βιετκόνγκ από αξιωματικό του στρατού του Νοτίου Βιετνάμ.
«Ο Βιετκόνγκ ήταν δεμένος πισθάγκωνα σε μία κολώνα και περνούσε Ιερά Εξέταση. Το άρμα μας ήταν γύρω στα 15-20 μέτρα πιο πέρα. Δεν καταλάβαινα τι έλεγαν, αλλά διαισθανόμουν ότι ο αξιωματικός ζητούσε πληροφορίες ουρλιάζοντας και φοβερίζοντας.
Ο αντάρτης παρέμενε σιωπηλός και κάθε τόσο ο αξιωματικός σήκωνε το όπλο και πυροβολούσε εικονικά. Τον χτυπούσε επίσης με το κοντάκι και εκείνος έπεφτε λιπόθυμος.
Σε κάποιο διάλειμμα της ανάκρισης, το βλέμμα μου διασταυρώθηκε με του αντάρτη. Δεν διέκρινα μίσος, ίσως διαισθάνθηκε τα αισθήματά μου, δεν είμαι σίγουρος.
Ούτε είχα κουράγιο για χαμόγελο. Ήθελα μόνο να φωνάξω δυνατά στον αξιωματικό να του πω ότι αυτός που θα σκοτώσεις πολεμάει για την πατρίδα του, για τη ζωή του και όλο το Βιετνάμ».
Όσο για τη συμπεριφορά των Αμερικανών στους συμμάχους Βιετναμέζους, αυτή ήταν υπεροπτική και απαξιωτική. «Τους φώναζαν gooks, δηλαδή κιτρινιάρηδες».
«Οι Αμερικανοί έλεγαν ότι “καλύτερα να είχαμε έναν Βιετκόνγκ σύμμαχο παρά είκοσι Νοτιοβιετναμέζους στρατιώτες”. Ο πρώτος είχε ψυχή, ενώ οι δεύτεροι ήταν απλώς μισθοφόροι», καταλήγει.
Η σφαγή του Μι Λάι: Η πιο ντροπιαστική σελίδα στον πόλεμο του Βιετνάμ
Στις 16 Μαρτίου 1968, άνδρες του λόχου Charlie του 1ου τάγματος, το οποίο ανήκε στο 20ό Σύνταγμα Πεζικού της 11ης Μεραρχίας, διατάχθηκαν να εκκαθαρίσουν το χωριό Μι Λάι του Νοτίου Βιετνάμ από τους Βιετκόνγκ που, σύμφωνα με πληροφορίες, κρύβονταν εκεί.
Η πληροφορία αποδείχθηκε εσφαλμένη. Στο χωριό βρίσκονταν μόνο γυναικόπαιδα και ανήμποροι ηλικιωμένοι. Το αποτέλεσμα της επιχείρησης ήταν να κατασφαγούν με πρωτοφανή αγριότητα 504 άμαχοι.
Όταν έφυγαν οι Αμερικανοί στρατιώτες, δεν υπήρχε τίποτα που να κινείται. Πολλοί λίγοι επέζησαν και οι καλύβες των κατοίκων του Μι Λάι είχαν καεί ολοσχερώς.
Το περιστατικό έμεινε κρυφό από το Πεντάγωνο για σχεδόν ένα χρόνο, έως ότου ήρθε στο φως από τα δημοσιεύματα του Αμερικανού δημοσιογράφου, Σέιμουρ Χερς.
Ο υπολοχαγός Γουίλιαμ Κάλεϊ ήταν ο μόνος που καταδικάστηκε για τη σφαγή, παρότι υποστήριξε ότι εκτελούσε διαταγές του λοχαγού, Έρνεστ Μεντίνα.
Του επιβλήθηκε ποινή ισόβιας κάθειρξης από το στρατοδικείο, αλλά παρέμεινε σε κατ’ οίκον περιορισμό για τριάμισι χρόνια και έλαβε χάρη από τον πρόεδρο Νίξον. Οι υπόλοιποι στρατιώτες της 11ης Μεραρχίας δεν γνώριζαν για τη σφαγή.
Ωστόσο, ο Λεωνίδας Παπουτσόπουλος είχε διαισθανθεί ότι κάτι είχε συμβεί, όταν άκουσε τη συνομιλία δύο πεζικάριων:
«Λίγους μήνες μετά, ένα βράδυ που βρισκόμασταν σε ένα ύψωμa, δύο πεζικάριοι εξιστορούσαν ο ένας στον άλλο κάποια φρικτά πράγματα.
Εγώ κρυφάκουγα και θεώρησα ότι ο ένας προσπαθεί να εντυπωσιάσει τον άλλον. Έλεγα πως δεν είναι δυνατόν να σκότωσαν έγκυες και παιδιά.
Ένα χρόνο μετά, βγήκαν οι πρώτες αφισοκολλήσεις στους δρόμους της Αμερικής με τη χαρακτηριστική φράση: “And babies? Yes, and babies”».
Η αποκάλυψη σόκαρε την αμερικανική κοινή γνώμη και, σε συνδυασμό με την επίθεση του Τετ, τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο του 1968, ο Πόλεμος του Βιετνάμ έχασε κάθε ηθικό έρεισμα.
«Τι κάνουμε εμείς εδώ;»
Στην ερώτηση για το ποια ήταν η στάση των Αμερικανών στρατιωτών απέναντι στον πόλεμο, ο Λεωνίδας Παπουτσόπουλος μάς απάντησε ότι υπήρχαν δύο κατηγορίες: αυτοί που αναρωτιόνταν «τι κάνουμε εμείς εδώ;» και εκείνοι στους οποίους «πέρασε η προπαγάνδα για την εξάπλωση του κομμουνισμού».
«Όσοι είχαν τελειώσει κάποια σχολή ή γενικά διέθεταν κάποια μόρφωση, είχαν πάρει χαμπάρι ότι αυτός ο πόλεμος ήταν ένα λάθος.
Εμείς δεν τολμούσαμε να εξωτερικεύσουμε τις σκέψεις και τα συναισθήματά μας μπροστά στους αξιωματικούς και μεταξύ μας ανταλλάσσαμε κρυφά μηνύματα. Αυτό ήταν το ευτυχές μέρος της όλης εμπειρίας.
Από την άλλη, υπήρχαν πάρα πολλοί στρατιώτες που πίστευαν ότι έσωζαν την ανθρωπότητα από τον κομμουνισμό. Ήταν κυρίως νεαροί που δεν ήταν τόσο μορφωμένοι και ασπάζονταν άκριτα ό,τι τους προπαγάνδιζαν».
Η αποστράτευση και τα συναισθήματα
Η θητεία στον Πόλεμο του Βιετνάμ ήταν υποχρεωτικά ένας χρόνος και η μηνιαία αμοιβή γύρω στα 460 δολάρια.
Τον Οκτώβριο του 1968, ενάμιση μήνα πριν τη λήξη της θητείας του, ο Λεωνίδας Παπουτσόπουλος πληροφορήθηκε ότι ο θείος του στη Νέα Υόρκη σκοτώθηκε σε τροχαίο.
«Ο λοχίας μου είπε ότι δεν θα προκάνω να πάω στην κηδεία, αλλά εγώ του είπα ότι θα πάω. Με ρώτησαν αν επιθυμούσα να γυρίσω και απάντησα «όχι». Η χρονική συγκυρία έπαιξε ρόλο και, επειδή σκέφτηκαν πως ό,τι είχα να δώσω το έδωσα, αποστρατεύτηκα».
Για τους απόστρατους του Βιετνάμ προβλεπόταν οικονομική βοήθεια για σπουδές και για κάποιο χρονικό διάστημα ιατρική και οδοντιατρική περίθαλψη.
Ο κ. Παπουτσόπουλος έζησε και εργάστηκε στις ΗΠΑ μέχρι το 1974, όταν και επέστρεψε μόνιμα στην Ελλάδα. Ήθελε να αφήσει πίσω του την εμπλοκή του στον πόλεμο του Βιετνάμ.
«Ο σκοτωμός αμάχων ήταν το χειρότερο απ’ όλα, δεν ήθελα να το θυμάμαι. Δεν θα είχα καμία αντίρρηση να πολεμήσω π.χ. εναντίον των Ιταλών το ’40 ή εναντίον των Τούρκων, αλλά στο Βιετνάμ πολεμούσα εναντίον κάτι απροσδιόριστου».
Όπως ανέφερε ο κ. Παπουτσόπουλος στη «ΜτΧ», η μητέρα του δεν τον ρώτησε ποτέ για όλα όσα πέρασε, πιθανότατα για να μην τον στενοχωρήσει.
Ο πατέρας του ήταν πολύ άρρωστος και, λίγους μήνες μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, πέθανε. «Έμαθα αργότερα ότι η μάνα μου γυρνούσε σε μοναστήρια κάνοντας τάματα στους αγίους. Η ίδια δεν μου το είπε ποτέ. Ίσως και ο πατέρας μου αισθανόταν άσχημα που με έστειλε στην Αμερική».
«Αγάπησα αυτόν τον λαό πάρα πολύ και η καρδιά μου ματώθηκε από αυτά που πέρασαν. Ευτυχώς, δεν ήμουν ο μόνος με συναισθήματα εναντίον της εκεί παρουσίας μας, αλλά δεν μπορούσαμε να κάνουμε και τίποτα.
Τα χαμογελαστά προσωπάκια των παιδιών στις επισκέψεις τους στις γέφυρες που φρουρούσαμε, ήταν μία αχτίδα φωτός και ελπίδας στο μαύρο φόντο της εκεί παρουσίας μας.
Από διαίσθηση καταλάβαιναν τα συναισθήματά μου και μού το ανταπέδιδαν με το γλυκό χαμόγελό τους. Πολλές φορές, η σκέψη μου ταξιδεύει εκεί και αναλογίζομαι το υπόλοιπο μέρος της ζωής τους».
Στις 30 Απριλίου 1975, η Σαϊγκόν έπεσε στα χέρια των Βιετκόνγκ και το τελευταίο αμερικανικό αεροσκάφος απογειώθηκε από την οροφή της αμερικανικής πρεσβείας.
Η οικονομική και στρατιωτική εμπλοκή των ΗΠΑ στην Ινδοκίνα τερματίστηκε. Οι απώλειες ήταν μεγάλες και το «σύνδρομο του Βιετνάμ» κυριάρχησε για πολλά χρόνια.
Χρόνια αργότερα, ο τότε Υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Ρόμπερτ Μακναμάρα θα παραδεχόταν ότι η μακροχρόνια εμπλοκή της Αμερικής στο Βιετνάμ ήταν ένα μεγάλο λάθος.
Οι φωτογραφίες του άρθρου, συμπεριλαμβανομένης της κεντρικής, προέρχονται από το προσωπικό αρχείο του Λεωνίδα Παπουτσόπουλου.
Ρεπορτάζ: Δημήτρης Παπακυριακού
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr