«Θα πιω το αίμα όλων των Μπαλαλαίων, θα πάρω πίσω το αίμα του πατέρα μου!» Ο θρυλικός λήσταρχος που σκόρπισε τον θάνατο στην Πελοπόννησο. Προσπάθησε να ανατινάξει το Παλαμήδι για να αποδράσει

«Θα πιω το αίμα όλων των Μπαλαλαίων, θα πάρω πίσω το αίμα του πατέρα μου!» Ο θρυλικός λήσταρχος που σκόρπισε τον θάνατο στην Πελοπόννησο. Προσπάθησε να ανατινάξει το Παλαμήδι για να αποδράσει

Πηγή: “Οι λήσταρχοι”, του Βασίλη Τζανακάρη

Ο λήσταρχος Σκαρτσώρας υπήρξε τρομερός. Για περισσότερα από δέκα χρόνια είχε τρομοκρατήσει όλη την πεδιάδα της Πάτρας μέχρι τον Πύργο και την ορεινή επαρχία των Καλαβρύτων.

Σύμφωνα με τις εφημερίδες, ο Σκαρτσώρας υπήρξε «ο αιμοχαρέστερος, αλλ’ εν ταυτώ ο περιεργότατος, ο πολυμαθέστατος και ο πλέον πολιτισμένος εκ των Ελλήνων ληστών».

Δεν ήταν ένας ακόμη Έλληνας ληστής κοντά σε τόσους άλλους που απασχολούσαν καθημερινά τις εφημερίδες και τα καταδιωκτικά αποσπάσματα, αλλά ένας ληστής με παγκόσμια εμβέλεια!

Σύμφωνα με τον «βιογράφο» του, ο λήσταρχος Σκαρτσώρας στην προσπάθεια να χαθούν τα ίχνη του και να γλιτώσει τη ζωή του φαίνεται πως έφτασε έως και την Αμερική ακολουθώντας τα κύματα μεταναστών που έφευγαν κάθε τόσο από την προβλήτα του Πειραιά και της Πάτρας.

Ο “παγκόσμιας φήμης” λοιπόν, Νικόλαος Σκαρτσώρας γεννήθηκε το 1885 στο χωριό Κώμη του Δήμου Βουπρασίων Ηλείας.

Η οικογένειά του, οικογένεια «γεωργοποιμένων», αποτελούνταν από τον πατέρα του Αθανάσιο και τέσσερα άλλα αδέρφια.

Γειτονική της οικογενείας Σκαρτσώρα ήταν η οικογένεια Μπαλαλά.

Ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας Μπαλαλά, ο Μιλτιάδης, είχε μεγαλώσει κοντά στην οικογένεια Σκαρτσώρα δουλεύοντας σαν φύλακας στα κτήματά της.

Από 15 ετών άρχισε να τους κλέβει, στην αρχή διάφορα πράγματα και αργότερα, στα 18, ένα άλογο. Ήταν τότε που οι Σκαρτσωραίοι τον έδιωξαν από το σπίτι τους.

Ένα χρόνο αργότερα, το 1901, όταν ο Αθανάσιος Σκαρτσώρας βρισκόταν φυλακή για χρέη στο δημόσιο, ο Μιλτιάδης Μπαλαλάς επωφεληθείς από την απουσία του εισέβαλε «κατά διαφόρους νύκτας εις το ποίμνιον αυτού» και του έκλεψε δεκαεφτά πρόβατα. Όταν ο γερο-Σκαρτσώρας αποφυλακίστηκε αντιλήφθηκε την κλοπή και ζήτησε από τον Μπαλαλά να του επιστρέψει τα πρόβατα και μάλιστα τον έδειρε κιόλας.

Ο Μπαλαλάς όχι μόνον δεν τα επέστρεψε, αλλά λίγες μέρες μετά έκλεψε άλλα επτά πρόβατα. Τότε ο Αθανάσιος Σκαρτσώρας τον κατήγγειλε για ζωοκλοπή για την οποία ο Μιλτιάδης καταδικάστηκε ερήμην σε 5 χρόνια φυλάκιση, την οποία όμως δεν «εξέτισεν φυγοδικήσας».

Το περιστατικό αυτό υπήρξε η πρώτη αφορμή ώστε να αναπτυχθεί ένα αβυσσαλέο μίσος ανάμεσα στους δύο γείτονες.

gra

Η περίφημη γκρα

 Το πρώτο αίμα

Το καλοκαίρι του 1901, ο Μιλτιάδης Μπαλαλάς συνάντησε τον γέρο Σκαρτσώρα στον σιδηροδρομικό σταθμό της Μανωλάδας και ζήτησε εξηγήσεις για τις κατηγορίες του.

Την αρχική συζήτηση ακολούθησε έντονη λογομαχία, στη διάρκεια της οποίας ο Σκαρτσώρας έβρισε σκαιότατα τον Μπαλαλά. Ο τελευταίος χωρίς να χάσει καιρό έτρεξε στο μέρος όπου κρυβόταν πήρε τον κρυμμένο γκρα του και επέστρεψε στο σταθμό της Μανωλάδος. Ο γερο-Σκαρτσώρας ήταν ακόμη εκεί. Ο Μπαλαλάς κρύφτηκε και όταν ο Σκαρτσώρας ξεκίνησε για το χωριό τον πυροβόλησε «δις εξ εγγυτάτης αποστάσεως» και τον σκότωσε.

 Η εκδίκηση

Οι γιοι του Σκαρτσώρα μεγάλωναν με τη σκέψη της εκδίκησης. Ο μεγαλύτερος μάλιστα από αυτούς, ο Νίκος, που ήταν τότε 16 χρόνων, από την πρώτη κιόλας στιγμή ακούστηκε να λέει: «Θα πιω το αίμα όλων των Μπαλαλαίων, θα πάρω πίσω το αίμα του πατέρα μου!»

Και η ευκαιρία να πραγματοποιήσει την τρομερή εκδίκησή του και να βγει στο κλαρί δεν άργησε να του δοθεί.

Μία νύκτα, κατά τον Οκτώβριο του 1902, η Ρεβέκκα Μπαλαλά, η μητέρα του φυγόδικου Μιλτιάδη, μπήκε στο στάβλο της οικίας Σκαρτσώρα και έκλεψε το ένα άλογο της οικογένειας και την άλλη νύχτα το άλλο…

Ο Νίκος Σκαρτσώρας θεωρούσε πάντα ως αιτία για όλα όσα ακολούθησαν τη μητέρα των Μπαλαλάδων: «Αυτή η γυναίκα με πήρε στο λαιμό της!» έλεγε και ξανάλεγε κάθε φορά που τον ρωτούσαν για τους λόγους που τον έκαναν ληστή.

Εν τω μεταξύ κι ενώ ο χρόνος περνούσε χωρίς το παραμικρό σημάδι μεταμέλειας από μέρους της οικογένειας Μπαλαλά, ο Σκαρτσώρας αποφάσισε να συναντηθεί με τη μητέρα τους και να εξηγηθεί μαζί της για όλα όσα συνέβαιναν ανάμεσα στις δύο οικογένειες.

Όταν τελικά κατάφερε να τη συναντήσει, η Ρεβέκκα Μπαλαλά όχι μόνο δεν μπήκε στον κόπο να τον ακούσει αλλά τον πήρε στο κατόπι με τις πέτρες. Έξω φρενών ο Σκαρτσώρας σήκωσε τον γκρα που κουβάλαγε μαζί του και την πυροβόλησε κατάστηθα σωριάζοντάς τη στο έδαφος. Στη συνέχεια, ξέροντας ότι έτσι κι αλλιώς τον περίμενε η γκιλοτίνα, πήρε την απόφαση να καθαρίσει και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας Μπαλαλά ή, τουλάχιστον όσους απ’ αυτούς μπορούσε.

Τα πολλαπλά φονικά

Ένα μήνα αργότερα ο Σκαρτσώρας προσχώρησε στη συμμορία του διαβόητου λήσταρχου της Ηλείας Μπουκουβάλα.

Μπουκουβάλας και Σκαρτσώρας ήταν τώρα ένα θανατηφόρο δίδυμο. Και σαν τέτοιο εισέβαλαν τη νύκτα της Πρωτοχρονιάς στο σπίτι του εύπορου χωρικού Μέρμηγκα στο Καγκάδι.

Οι δύο ληστές στην επίμονη άρνηση της γυναίκας του Μέρμηγκα Ελένης να τους ανοίξει έπεσαν με ορμή πάνω στην πόρτα, την έσπασαν και εισέβαλαν στο σπίτι απαιτώντας από την έντρομη και αγουροξυπνημένη οικογένεια, χρήματα.

Από τον θόρυβο ξύπνησε και ο Θανάσης, ο οποίος ακούγοντας τον πατέρα του να αρνείται με δυνατές φωνές να δώσει τα λεφτά της εκκλησίας στους δύο ληστές και διαπιστώνοντας ότι στο σπίτι τους γίνεται ληστεία ξεκρέμασε τον γκρα της οικογένειας από τον τοίχο και πυροβόλησε αφήνοντας στον τόπο τον ληστή Μπουκουβάλα.

Εκτός εαυτού από τον ξαφνικό θάνατο του συντρόφου του, ο Σκαρτσώρας, που δεν μπορούσε να δει καλά μέσα στο σκοτάδι, έριξε με το ντουφέκι του προς το μέρος από όπου ακούστηκε ο πυροβολισμός σκοτώνοντας, αντί για τον γιο, μία από τις θυγατέρες του Μέρμηγκα, και στη συνέχεια το έβαλε στα πόδια.

Ακολούθησε κρεσέντο φρίκης και αίματος από μέρους του Σκαρτσώρα. Από τα πλέον ειδεχθή εγκλήματά του ξεχωρίζουν οι δολοφονίες του Κωνσταντίνου Σαλαμαλίκη στις 11 Μαΐου 1903 και των αδερφών Πραγαλή στον Αλισσό, για τις οποίες και θα δικαζόταν στην Πάτρα.

Το φθινόπωρο του 1903 ο Σκαρτσώρας έκανε για πρώτη φορά την εμφάνισή του στην περιοχή των Καλαβρύτων και συγκεκριμένα στον Δήμο Λαπαθών, γύρω από τα χωριά Άνω και Κάτω Βλασία.

Σε μικρό χρονικό διάστημα στους ήδη τέσσερις δολοφονημένους από το χέρι του Σκαρτσώρα προστέθηκε και ένας πέμπτος, ο πάρεδρος Αντώνης Παπαδογιάννης, τον οποίο ο λήσταρχος δολοφόνησε το βράδυ της 24ης Νοεμβρίου 1903, ενώ αυτός επέστρεφε από το χωριό Μάνεσι στο δικό του.

Έπειτα και από αυτό, ο Σκαρτσώρας, διαπιστώνοντας ότι το κλίμα εναντίον του είχε βαρύνει υπερβολικά, πήρε την απόφαση να φύγει στην Αμερική.

Την εποχή εκείνη ο Σκαρτσώρας γνώρισε την Αγγλίδα δασκάλα Ίβαν Οντέτ ή Όττο, την οποία αργότερα εγκατέλειψε για να γυρίσει στην Ελλάδα, όπου συνελήφθη για όλα τα προηγούμενα εγχώρια εγκλήματά του και φυλακίστηκε στο Παλαμήδι.

2

Μετά την αποτυχημένη απόπειρά του να ανατινάξει το Παλαμήδι και να αποδράσει, ο λήσταρχος μεταφέρθηκε στις φυλακές του Ρίου

Μετά την αποτυχημένη απόπειρά του να ανατινάξει το Παλαμήδι και να αποδράσει, ο λήσταρχος μεταφέρθηκε στις φυλακές του Ρίου.

Οι τρεις εντεταλμένοι για τη μεταφορά του χωροφύλακες με επικεφαλής τον χωροφύλακα Α΄ τάξης Αθανάσιο Κοντογιάννη, παρέλαβαν τον σιδεροδέσμιο κατάδικο από την είσοδο των φυλακών και κατευθύνθηκαν προς τον παρακείμενο σιδηροδρομικό σταθμό.

Κατά την πεζή μετάβασή τους στο σταθμό και σχεδόν στη μέση της διαδρομής, όλως ξαφνικά οι χωροφύλακες που συνόδευαν τον Σκαρτσώρα δέχτηκαν επίθεση και πυρά από μια ομάδα ενόπλων.

Νεκρός έπεσε αμέσως ο επικεφαλής Αθανάσιος Κοντογιάννης, ενώ δύο από τους χωροφύλακες, οι Τσαούσης και Λαμπράκης, τραυματίστηκαν βαριά.

Ο Σκαρτσώρας βλέποντας τους χωροφύλακες να πέφτουν ο ένας μετά τον άλλο προχώρησε έρποντας προς το σημείο απ’ όπου είχαν ακουστεί οι πυροβολισμοί για να συναντήσει τους απελευθερωτές του, που ήταν συνολικά έξι.

Εκείνοι τον απάλλαξαν από τις χειροπέδες και όλοι μαζί κατευθύνθηκαν προς το χωριό Πλάτανος.

Πίσω τους ξεκινούσε μια ανελέητη καταδίωξη από τριάντα πέντε στρατιώτες χωρισμένους σε τρία αποσπάσματα.

Ένα απόσπασμα πρόφτασε τη συμμορία ανάμεσα στα χωριά Καστρίτσι και Πλατάνι και συγκρούστηκε μαζί της. Κατά την ανταλλαγή των πυροβολισμών ο λήσταρχος Σκαρτσώρας αποσπάστηκε από την υπόλοιπη ομάδα και κατάφερε να φτάσει σε ένα ύψωμα, όπου οχυρώθηκε και άρχισε να πυροβολεί κατά του αποσπάσματος. Από την πρώτη κιόλας στιγμή οι στρατιώτες είχαν στρέψει την προσοχή και όλες τις δυνάμεις τους εναντίον του λήσταρχου, τον οποίο τελικά κατάφεραν να εξοντώσουν.

giagoulasΔιαβάστε στη “ΜτΧ”: Λήσταρχος Γιαγκούλας προς αρχηγό χωροφυλακής: «Τι πιέζεις τους εργατικούς ανθρώπους βρε κωλογαλονάδες γαμώ τ’ αστέρια σας»

Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr