Του Ελευθέριου Σκιαδά, από τον Μικρό Ρωμιό
Η πρώτη απόπειρα ραδιοφωνικής εκπομπής στην Ελλάδα γεννήθηκε το 1923 στις εγκαταστάσεις του «Ναυτικού Οχυρού» στην περιοχή Ελαιώνας των Αθηνών και οι οποίες σώζονται μέχρι τις ημέρες μας. Τότε ονομαζόταν «Σταθμός Βοτανικού», όπου είχε την έδρα της η «Διοίκησις Ραδιοφωνίας Υπουργείου Ναυτικών».
Χρησιμοποιήθηκε ένας πομπός της εταιρείας Svenska Radioakiebolaget, δηλαδή της Σουηδικής Ραδιοφωνικής Εταιρείας, που είχε έδρα τη Στοκχόλμη και ήταν γνωστή με το αρκτικόλεξο SRA. Χρειάστηκε μια ολόκληρη 15ετία, διαγωνισμοί, ακυρώσεις, δικαστικές διενέξεις, διαιτησίες και απευθείας αναθέσεις μέχρι να καταστεί η εταιρεία Telefunken κυρίαρχος του ραδιοφωνικού σκηνικού της χώρας και να εγκαινιαστεί επισήμως, το 1938, από τον βασιλιά Γεώργιο Β’ ο Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών, ο οποίος εγκαταστάθηκε στο Ζάππειο. Παρέμεινε εκεί επί μία ολόκληρη 35ετία και γνώρισε τα πρώτα βήματα της τηλεόρασης, πριν μετακομίσει στο αποκαλούμενο Ραδιομέγαρο της Αγίας Παρασκευής.
Η δεκαπενταετία 1923-1938 κύλησε ανάμεσα σε εμπορικούς αντιπροσώπους διαφόρων οίκων που προσπαθούσαν να προωθήσουν τα προϊόντα των εταιριών τους, πανεπιστημιακούς και ιδιώτες εραστές της νέας τεχνολογίας, οι οποίοι κατόρθωναν με «ηρωικές» προσπάθειες να εκπέμψουν και κυβερνητικούς παράγοντες, οι οποίοι για τους δικούς τους λόγους εκπροσωπούσαν συμφέροντα μεγάλων εταιριών. Εν τω μεταξύ, το 1928, όταν στη Θεσσαλονίκη ο Χρ. Τσιγγιρίδης έθετε σε λειτουργία τον πρώτο ιδιωτικό ραδιοφωνικό σταθμό, στην Αθήνα υπήρχαν δηλωμένα 613 ραδιόφωνα. Ο προσεκτικός παρατηρητής έβλεπε στις στέγες αρκετών σπιτιών «αντένες» ασυρμάτου που μαρτυρούσαν την ύπαρξη ραδιοφώνου. Ήταν ωστόσο ακόμη είδος ύψιστης πολυτελείας, αφού το κόστος του ξεκινούσε από είκοσι και έφτανε μέχρι πενήντα χιλιάδες δραχμές!
Όμως, οι Αθηναίοι «ραδιοφωνούχοι», όπως τους αποκαλούσαν οι εφημερίδες, παραπονούνταν διαρκώς διότι η ακουστική απόλαυσή τους διακοπτόταν από παράσιτα. Οι περισσότεροι άκουγαν ιταλικά προγράμματα, μέσω του σταθμού του Μπάρι. Όλοι ζούσαν με το «όνειρο» της εγκατάστασης στην Αθήνα ραδιοφωνικού σταθμού. Αλλά γνώριζαν ότι δεν ήταν «πολύ μακράν η ημέρα κατά την οποίαν το ραδιόφωνον θα διαδοθή και εδώ, και τότε το γραμμόφωνον θα θεωρηθή πλέον ως κατάλληλον διά το αρχαιολογικόν μουσείον». Άλλοι στεναχωρούνταν γιατί το ραδιόφωνο θα έφερνε μοιραία και την κατάργηση της ρομαντικής ρομβίας, του μόνου μέσου που χάριζε απλόχερα μουσική στα λαϊκά στρώματα.
Τα χρόνια όμως περνούσαν και μόνον η Ελλάδα και η Αλβανία από την ευρωπαϊκή ήπειρο παρέμεναν χωρίς επίσημο ραδιόφωνο. Τον Απρίλιο 1936 η κατάσταση παρέμενε ίδια, αλλά μια είδηση περνούσε στα «ψιλά» των εφημερίδων: «Ο ραδιοφωνικός πομπός Τ.Τ.Τ. θα μεταδώση ψαλμωδίας και το πολυχρόνιον του βασιλέως τα οποία θα εκτελεσθούν υπό ειδικώς προς τούτο καταρτισθείσης χορωδίας». Πώς και από πού θα μεταδίδονταν, ήταν η απορία όσων πρόσεξαν την είδηση και διέθεταν ραδιόφωνο. Ελάχιστοι έμαθαν πως η μετάδοση έγινε από ένα πρόχειρο στούντιο που στήθηκε στο Υπουργείο Συγκοινωνίας, στο οποίο υπάγονταν τα τρία “Τ” (Ταχυδρομείο, Τηλεγραφείο, Τηλεφωνείο) και στεγαζόταν στην πλατεία Συντάγματος. Προσπαθώντας η κυβέρνηση Κων. Δεμερτζή να διασκεδάσει τις εντυπώσεις από τις πολύχρονες καθυστερήσεις –λόγω των διεθνών διαγωνισμών– αγωνιούσε να εκπέμψει από την Αθήνα.
Μετέβαλαν λοιπόν σε στούντιο δύο γραφεία –εντελώς ακατάλληλα από ακουστικής απόψεως–, μετακίνησαν τραπέζια, βιβλιοθήκες και χαρτιά, αλλά δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τους θορύβους από την κίνηση στην πλατεία Συντάγματος. Σκέπασαν τους τοίχους με 25 στρατιωτικές κουβέρτες, κρέμασαν ένα μικρόφωνο από το ταβάνι και για την εγκατάσταση των οργάνων εκκένωσαν το γραφείο του ιδιαίτερου γραμματέα του υπουργού Άγγελου Οικονόμου. Όσο για τις εγκαταστάσεις του ασυρμάτου για τη μετάδοση; Ήταν στα Σπάτα και τροφοδοτούνταν ηλεκτρικό ρεύμα από μπαταρίες!
Έτσι, στις 23 Απριλίου 1936 και ενώ πεθαίνει ο Δεμερτζής (13 Απριλίου) και Πρωθυπουργός αναλαμβάνει ο Ιωάννης Μεταξάς, ακουγόταν στον αέρα: «Εδώ Ραδιοφωνικός Πομπός Τ.Τ.Τ. Προσοχή! Προσοχή! Θα σας μεταδώσωμεν δοκιμαστικώς μουσικά τεμάχια από πλάκες». Τα χρέη εκφωνητή εκτέλεσε ο διευθυντής του ασυρμάτου Στέφανος Ελευθερίου. Εμβληματική προσωπικότητα του Ελληνικού Ραδιοφώνου, σπούδασε ηλεκτρολόγος μηχανικός στην Ελβετία και όταν επέστρεψε προσελήφθη στη Διοίκηση Ραδιοφωνίας του Πολεμικού Ναυτικού και το 1925 μετατάχθηκε και ανέλαβε τη Διεύθυνση Ασυρμάτου του Υπουργείου Συγκοινωνιών. Βέβαια, κατά την ιστορική εκείνη μετάδοση ακουγόταν και κανένας κωδωνισμός του τραμ ή το βήξιμο κάποιου κρυολογημένου υπαλλήλου.
Στο Ζάππειο
Ο επόμενος μεγάλος σταθμός ήταν οι ραδιοθάλαμοι του Ζαππείου. Ο Ιωάννης Μεταξάς, σε λιγότερο από ένα μήνα από τότε που εγκαθίδρυσε τη δικτατορία του, θα εκμεταλλευθεί το κενό ιδρύοντας –με Αναγκαστικό Νόμο– την «Υπηρεσία Ραδιοφωνικών Εκπομπών» την περίφημη Υ.Ρ.Ε., που είναι ο προπομπός της γνωστής μας ΕΡΤ. Φροντίζει για την οργάνωση αλλά και την άσκηση πλήρους ελέγχου του νέου Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου και σπεύδει να εξασφαλίσει τα απαραίτητα έσοδα. Όποιος ήθελε να ακούει ραδιόφωνο στο σπίτι του πλήρωνε 300 δραχμές ετήσια συνδρομή, τα καταστήματα και τα γραφεία 600 δραχμές, και τα ξενοδοχεία 780 δραχμές κ.ο.κ.
Σύντομα φρόντισε για την υπαγωγή της νέας υπηρεσίας στον πανίσχυρο Υφυπουργό Τύπου και Τουρισμού Θεολόγο Νικολούδη.
Λίγους μήνες αργότερα επιλέγεται το Ζάππειο για τη δημιουργία των ραδιοθαλάμων. Βρισκόταν στο κέντρο της πόλης αλλά μακριά από θορύβους. Οι αντιδράσεις της Επιτροπής Ολυμπίων και Κληροδοτημάτων κάμφθηκαν και οι εργασίες προχώρησαν με ταχύτατους ρυθμούς.
Στις 4 Φεβρουαρίου 1938 επέστρεφε από τη Γερμανία ο Ιωάννης Βουλπιώτης αντιπρόσωπος της εταιρείας «Telefunken Gesellschaft für Drahtlose Telegraphie m.b.H.» (κοινοπραξία των γερμανικών εταιριών Siemens & Halske και AEG). Κόμιζε τη «συγκατάθεση» της εταιρείας για την υπογραφή της σύμβασης με την οποία ιδρύονταν ραδιοφωνικοί σταθμοί σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Κέρκυρα.
Την ίδια μέρα ο υφυπουργός Συγκοινωνιών διόριζε το «Συμβούλιον Ραδιοφωνικών Εκπομπών», το οποίο τελούσε υπό την προεδρία του. Διευθυντής του Ραδιοφωνικού Σταθμού διορίστηκε ο Γεώργιος Κυριάκης, έμπιστος του Ι. Μεταξά, και μέλη του Συμβουλίου ο διευθυντής του Υπουργείου Παιδείας Κωστής Μπαστιάς, ο πλοίαρχος Κ. Πεζόπουλος, το στέλεχος του Υπουργείου Εξωτερικών Π. Ανδρουλής, ο μηχανικός Κ. Βλαστάρης και ως γραμματεύς ο Ηρ. Παντούλης.
Στις 25 Μαρτίου 1938 η φωνή του βασιλιά Γεωργίου Β’ εγκαινίαζε επίσημα τα ελληνικά ραδιοφωνικά κύματα. Από τότε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας 1970, όταν πλέον έγινε η μετεγκατάσταση του Ραδιοφώνου και της Τηλεόρασης στο Ραδιομέγαρο της Αγίας Παρασκευής, τα υπόγεια του Ζαππείου Μεγάρου γνώρισαν υπέρτατες στιγμές δόξας και πολιτισμού αλλά και ημέρες ντροπής και αντεθνικών παρασκηνίων.
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr