Τα φροντιστήρια ως οργανωμένοι θεσμοί στην Ελλάδα υπάρχουν από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Οι ρίζες τους ανάγονται στα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα και η εξειδίκευσή τους υφίστατο από πάντα, όπως αναφέρει ο Γιώργος Κωνσταντάρας, διαχειριστής του Ιστορικού Αρχείου Φροντιστών (ΙΑΦ).
Στο πέρασμα των ετών τα φροντιστήρια προσαρμόστηκαν στις ιστορικές συγκυρίες. Εξελίχθηκαν σε αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής εκπαίδευσης και συνεισέφεραν στην εκπαίδευση των μαθητών.
Οι φροντιστές θεωρούν ότι η ιστορία των φροντιστηρίων στην Ελλάδα αποτελεί μία από τις λιγότερο μελετημένες πτυχές της εκπαιδευτικής διαδρομής στη χώρα.
Στον εμπλουτισμό της γνώσης αυτής συμβάλλει ο κ. Κωνσταντάρας, μαθηματικός και 42 χρόνια φροντιστής στη Θεσσαλονίκη, καθώς επίσης και ιδρυτής του Ιστορικού Αρχείου Φροντιστών (Ι.Α.Φ.) της Ομοσπονδίας Εκπαιδευτικών Φροντιστών Ελλάδος (Ο.Ε.Φ.Ε.).
Όπως ανέφερε στη «Μηχανή του Χρόνου», η ενασχόλησή του με την ιστορία των φροντιστηρίων, μέσα από τη συλλογή αρχειακού υλικού και μαρτυριών, ξεκίνησε «επειδή είχαν γραφτεί ελάχιστα έως τίποτα για αυτό το κομμάτι της εκπαιδευτικής ιστορίας της χώρας».
Οι προγυμναστές, οι «πρόγονοι» των φροντιστηρίων
Όπως μας εξήγησε ο κ. Κωνσταντάρας, όταν ιδρύθηκε το ελληνικό κράτος, εμφανίστηκαν οι λεγόμενοι «προγυμναστές» ή «οικοδιδάσκαλοι».
Έκαναν ιδιαίτερα μαθήματα σε παιδιά απομακρυσμένων χωριών ή σε κορίτσια που δεν τους επέτρεπαν να πάνε στο σχολείο. Τα παιδιά αυτά είχαν το δικαίωμα να συμμετέχουν στις εξετάσεις, για να πάρουν απολυτήριο, εφόσον οι γονείς τους προσκόμιζαν μία βεβαίωση ότι είχαν διδαχθεί τα απαιτούμενα μαθήματα.
Αγγελία του 1893 στην εφημερίδα «Καιροί» αναφέρει σχετικά: «Προγυμναστής πεπειραμένος αναλαμβάνει να προγυμνάση μαθητάς να εισαχθώσιν εις το γυμνάσιον, εγγυώμενος περί της ασφαλούς αυτών επιτυχίας. Η αμοιβή ορίζεται αναλόγως των παρατηρηθησομένων ελλείψεων. Πληροφορίαι παρά τω χαρτοπωλείω Γερασίου (οικία Μελά)».
Προγυμναστής υπήρξε και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, στην προσπάθειά του να εξοικονομήσει πόρους για την διαβίωσή του στην Αθήνα και τις σπουδές του. Είχε γραφτεί στη Φιλοσοφική Σχολή, αλλά δεν κατάφερε να πάρει το πτυχίο.
“Έχω τώρα δύω προγυμνάσεις, αίτινες μοι δίδουσιν εν συνόλω τεσσαράκοντα δραχμάς κατά μήνα“, είχε γράψει ο Παπαδιαμάντης στον πατέρα του, τον Οκτώβριο του 1874.
Οι προγυμναστές είχαν επίσης τη δυνατότητα να δημιουργούν διδακτήρια, με βάση το άρθρο 60 του Οθωνικού Διατάγματος της 6/18 Φεβρουαρίου 1834 για την «Οργάνωση Δημοτικών σχολείων».
«Το γεγονός ότι δόθηκε άδεια σε ιδιώτες να ιδρύουν διδακτήρια οφειλόταν αφενός στη μεγάλη ανάγκη για μόρφωση και αφετέρου στα πενιχρά οικονομικά του κράτους και την αδυναμία ίδρυσης σχολείων σε όλη την ύπαιθρο», συμπληρώνει ο κ. Κωνσταντάρας και παραθέτει απόσπασμα από το διάταγμα:
«Και ιδιώται έχουν δικαίωμα να συνιστώσιν, είτε μόνοι είτε και μετ΄άλλων, δι’ ιδίων εξόδων σχολείον, ή παιδοτροφείον, ή άλλο τι διδακτήριον. Προς τούτο όμως θέλουν ζητεί την άδειαν της επί των Εκκλησιαστικών κτλ. Γραμματείας της Επικρατείας [σ.σ. έτσι ονομαζόταν τότε το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων]»
Τα Νομικά και τα Στρατιωτικά Φροντιστήρια
Σύμφωνα με τον κ. Κωνσταντάρα, δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί ποιο ήταν το πρώτο φροντιστήριο στην ιστορία της Ελλάδας. Το μόνο βέβαιο είναι πως, στα μέσα με τέλη του 19ου αιώνα, εμφανίστηκαν με οργανωμένη μορφή τα λεγόμενα Νομικά Φροντιστήρια στην Αθήνα.
Βοηθούσαν τους φοιτητές της Νομικής Σχολής Αθηνών να αντεπεξέλθουν στις προφορικές εξετάσεις και να τελειώσουν τις σπουδές τους το συντομότερο δυνατόν.
Οι τελειόφοιτοι ονομάζονταν «προλύτες», ήταν υποχρεωμένοι να εκπονήσουν διδακτορική διατριβή και επιθυμούσαν να πάρουν γρήγορα το πτυχίο τους για οικονομικούς λόγους.
Τα πανεπιστήμια είχαν δίδακτρα, οι γονείς δεν είχαν χρήματα για να στηρίξουν παρατεταμένες σπουδές και η αγορά εργασίας είχε άμεσες ανάγκες.
Ακολούθως, έκαναν την εμφάνισή τους τα Στρατιωτικά Φροντιστήρια, τα οποία δημιούργησαν εν ενεργεία στρατιωτικοί και άλλοι ιδιώτες και στα οποία πραγματοποιούνταν επαναληπτικά μαθήματα στο σχολείο για όλους όσοι επιθυμούσαν να περάσουν στη Σχολή Ευελπίδων μέσω εισαγωγικών εξετάσεων.
Η Ευελπίδων είχε προαπαιτούμενα και τα μαθηματικά, που ήταν αρκετά δύσκολα και ο κλάδος εξασφάλιζε επαγγελματική σιγουριά και κοινωνική καταξίωση.
Τόσο τα Νομικά όσο και τα Στρατιωτικά Φροντιστήρια συνέχισαν να έχουν ενεργό παρουσία στο πέρασμα των δεκαετιών και “έχτισαν” τη φήμη τους.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν το Νομικό Φροντιστήριο του Αντώνη Μαγκάκη, πατέρα του υπουργού Γιώργου Μαγκάκη και το Στρατιωτικό Φροντιστήριο του αξιωματικού Διονύσιου Βερέττα.
Τα φροντιστήρια ξένων γλωσσών και τα «πρακτικά φροντιστήρια»
Μαθήματα φροντιστηριακού τύπου γίνονταν και για ξένες γλώσσες, που δεν διδάσκονταν στο σχολείο, με αποτέλεσμα να «μπει μπροστά» η ιδιωτική πρωτοβουλία. Έτσι, εμφανίστηκαν αρκετές αγγελίες και καταχωρήσεις στον Τύπο, όπως η παρακάτω:
Μαθήματα της αγγλικής γλώσσης εύωνα τρις της εβδομάδας προς δραχμήν το μάθημα. Ο Αναστ. Κουλουριώτης θέλει σχηματίσει τάξει προς παράδοσιν αγγλικών μαθημάτων υπό τους ανωτέρω όρους. Όσοι των νέων βούλωνται να εκμαθώσι την χρήσιμον και εμπορικήν ταύτην γλώσσαν, δύνανται να ανταμώσωσιν αυτόν εν οδού Ερμού αρ. 97 (εφημερίδα «Παλιγγενεσία», Δεκέμβριος 1871).
Όπως και σήμερα, έτσι και τότε η ελληνική οικογένεια θεωρούσε τη μόρφωση το παν και το πτυχίο ως το «σκαλοπάτι» για την κοινωνική ανέλιξη. Ήταν διατεθειμένη να κάνει οικονομικές θυσίες, για να έχουν τα παιδιά της ένα καλύτερο μέλλον.
«Οι μαθητές που πήγαιναν στα πρώτα φροντιστήρια προέρχονταν από όλες τις κοινωνικές τάξεις. Με μεγάλες στερήσεις έρχονταν μαθητές από την επαρχία στην Αθήνα γι’ αυτό το λόγο.
Το απολυτήριο του Γυμνασίου και ακόμη περισσότερο το πτυχίο του Πανεπιστημίου ήταν το «χρυσό βραχιόλι», ένα μεγάλο εφόδιο ώστε τα παιδιά να φύγουν από τα χωράφια και να γίνουν υπάλληλοι κ.λπ..», επισημαίνει ο κ. Κωνσταντάρας, για μια εποχή που το δημόσιο εξασφάλιζε έναν σταθερό, ικανοποιητικό μισθό και ήταν όνειρο για χιλιάδες νέους.
Επιπλέον, δημιουργήθηκαν και φροντιστήρια που σχετίζονταν άμεσα με την τεχνική εκπαίδευση, μέσα από τα οποία οι μαθητές μάθαιναν πώς να γίνουν μελισσοκόμοι, μαιευτήρες, ασυρματιστές, κ.ά. επαγγέλματα.
Η «χρυσή εποχή» των φροντιστηρίων
Από το 1837, που ιδρύθηκε το πρώτο πανεπιστήμιο της χώρας στην Αθήνα, μέχρι το 1924 η εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση γινόταν μόνο με το απολυτήριο του εξατάξιου Γυμνασίου. Όμως η αποφοίτηση δεν ήταν δεδομένη.
Με το νόμο 2905/1922 θεσπίστηκαν για πρώτη φορά οι εισαγωγικές εξετάσεις στα πανεπιστήμια. Εφαρμόστηκαν το 1924 στη Φυσικομαθηματική Σχολή και, δύο χρόνια αργότερα, στις υπόλοιπες σχολές του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Όπως αναφέρει ο φυσικός και φροντιστής, Λευτέρης Τσίλογλου, η περίοδος του Μεσοπολέμου και ιδιαίτερα η πενταετία 1926-1931 ήταν «η χρυσή εποχή» των φροντιστηρίων.
Η ίδρυση περισσότερων ΑΕΙ, η άφιξη και ενσωμάτωση εκατοντάδων χιλιάδων Μικρασιατών προσφύγων στην ελληνική κοινωνία και οι αυξημένες ανάγκες για μορφωμένα και επαρκώς καταρτισμένα άτομα είχαν ως αποτέλεσμα την ενίσχυση του υπάρχοντος ανταγωνισμού και την πρωτοφανή ανάπτυξη των φροντιστηριακών δομών.
Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960, οι εισαγωγικές εξετάσεις δεν διοργανώνονταν κεντρικά από το Υπουργείο Παιδείας, αλλά από το κάθε εκπαιδευτικό ίδρυμα ξεχωριστά.
«Τα θέματα τα επέλεγαν οι καθηγητές του Τμήματος και τα διόρθωναν οι ίδιοι. Οι υποψήφιοι πλήρωναν εξέταστρα», προσθέτει ο κ. Κωνσταντάρας.
Οι Πανελλαδικές Εξετάσεις καθιερώθηκαν το 1964, επί κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέου, με την ονομασία «Εισιτήριες Εξετάσεις», όταν το κράτος μπορούσε να διοργανώσει με αδιάβλητο τρόπο τις εισαγωγικές.
Τότε σταμάτησε και κάθε καταγγελία για την αξιοπιστία των εξετάσεων, καθώς η διόρθωση ήταν “τυφλή”. Δηλαδή οι καθηγητές δεν γνώριζαν το όνομα που αντιστοιχούσε σε κάθε γραπτό.
Μέχρι τότε ήταν συνηθισμένο οι γονείς να ζητάνε από τον βουλευτή να βάλει το παιδί τους στο Πανεπιστήμιο με ρουσφέτι, αφού πίστευαν ότι η αναξιοκρατία είναι κανόνας και όχι εξαίρεση.
Η θεσμοθέτηση των εξετάσεων ως τρόπος επιλογής των εισακτέων ενέτεινε τον ανταγωνισμό και την ανάγκη για ενισχυτική διδασκαλία. Η αύξηση των εξεταστικών κέντρων έφερε και αύξηση στα φροντιστήρια και στις “ρεκλάμες” τους.
Οι πιάτσες των φροντιστηρίων, ο Χαρίλαος Φλωράκης και οι γονείς του εκλογολόγου Νικολακόπουλου
Η Πλατεία Κάνιγγος έγινε η πιο διάσημη πιάτσα φροντιστηρίων στην Αθήνα, διότι αποτελούσε συγκοινωνιακό κόμβο, βρισκόταν κοντά στην Ομόνοια και υπήρχαν τα κατάλληλα κτήρια. «Ξεκίνησε ένας και ακολούθησαν κι οι υπόλοιποι», συμπληρώνει ο Γιώργος Κωνσταντάρας.
Πολλά φροντιστήρια αναπτύχθηκαν και λειτούργησαν σε δημοφιλείς οδούς του κέντρου της Αθήνας, όπως στην Ακαδημίας, στην Ιπποκράτους, στη Στουρνάρη και τη Θεμιστοκλέους.
Ιδιοκτήτες φροντιστηρίων, όπως ο Διονύσιος Γιατράς, ο Δημήτριος Τσίκας, ο Δημήτριος Κλαδάκης και ο Αριστείδης Πάλλας άφησαν το δικό τους αποτύπωμα στην παιδεία.
Στο φροντιστήριο του Πάλλα, επί της οδού Χαριλάου Τρικούπη στην Αθήνα, υπήρξε μαθητής ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ, Χαρίλαος Φλωράκης. Κατάφερε έτσι να περάσει στη Σχολή ΤΤΤ (Ταχυδρομείων, Τηλεγραφίας και Τηλεφωνίας), όπως φαίνεται στην παρακάτω διαφήμιση του 1934:
Ιδιοκτήτες φροντιστηρίου για υποψήφιους και σπουδαστές των σχολών του Πολυτεχνείου ήταν οι γονείς του καθηγητή και εκλογολόγου, Ηλία Νικολακόπουλου, όπως φαίνεται στην παρακάτω διαφήμιση.
Η «μάχη» της διαφήμισης με σκοπό την αύξηση της πελατείας έγινε όλο και πιο έντονη. Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1920, τα δίδακτρα στα φροντιστήρια κυμαίνονταν από 250 έως και 500 δραχμές το μήνα, σύμφωνα με τον Λευτέρη Τσίλογλου.
Αντίστοιχη άνθιση γνώρισαν τα φροντιστήρια και στη συμπρωτεύουσα. Ο Γεώργιος Σταυριανίδης ήταν ο πρώτος αριστούχος του Τμήματος Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Το 1936, ένα χρόνο μετά την απόκτηση του πτυχίου του, άνοιξε φροντιστήριο συνεταιρικά με τον Νικόλαο Μπαγανά, επίσης αριστούχο του ίδιου Τμήματος. Το Φροντιστήριο αυτό έγινε η «μήτρα» πολλών άλλων σημαντικών φροντιστηρίων της Θεσσαλονίκης.
Το φροντιστήριο ως αποκούμπι και ο φόβος της δίωξης
Όπως αναφέρει ο Λευτέρης Τσίλογλου στο έργο του «Τα Φροντιστήρια στην Ελλάδα – Η ιστορία και οι άνθρωποι», τα φροντιστήρια βοηθούσαν καθηγητές πανεπιστημίων και γυμνασίων να συμπληρώσουν το γλίσχρο κρατικό μισθό τους ή αποτελούσαν το αναγκαίο οικονομικό έρεισμα για οποιονδήποτε απολυόταν.
Στις παλιές έντυπες διαφημίσεις των φροντιστηρίων, πολλές φορές δεν αναφέρονταν τα ονόματα των καθηγητών, λόγω του φόβου της πειθαρχικής δίωξης.
Ένα πλέγμα νόμων, διαταγμάτων και εγκυκλίων απαγόρευε την ετεροαπασχόληση των εκπαιδευτικών του δημοσίου, αν και ο έλεγχος των αρμόδιων μηχανισμών ήταν περιορισμένος.
Οι νόμοι του Μεταξά
Ο όρος «φροντιστήριο» δεν χρησιμοποιείτο τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας τους, αλλά προτιμούσαν λέξεις όπως «Ακαδημία», η οποία παρέπεμπε στην περίφημη Ακαδημία του Πλάτωνα.
Ο Ιωάννης Μεταξάς ήταν αυτός που πέρασε τους πρώτους νόμους για την ίδρυση και λειτουργία φροντιστηρίων στην Ελλάδα: τον Α.Ν. 818/37, τον Α.Ν. 1216/38 και τον Α.Ν.2545/40.
Οι συγκεκριμένοι νόμοι όριζαν ότι κανένας δεν μπορούσε να ιδρύσει φροντιστήριο «άνευ ειδικής αδείας παρεχομένης υπό του Υπουργού Θρησκ. Και Εθν. Παιδείας» και οι παραβάτες τιμωρούνταν με πρόστιμο ή ακόμη και με εξάμηνη φυλάκιση.
Επετράπη «εις τους εν δημοσία υπηρεσία […] όπως διδάσκουσιν επί εννέα ώρας καθ’ εβδομάδαν ιδιαίτερα μαθήματα» και αναγνωρίστηκε δικαίωμα διδασκαλίας στους αποφοίτους της Σχολής Ευελπίδων και Δοκίμων, στους φαρμακοποιούς και στους αποφοίτους των Χημικών Τμημάτων. Προφανώς οι ανάγκες και των φροντιστηρίων και των καθηγητών ήταν αυξημένες και τα μαθήματα συμπλήρωναν το μισθό τους.
Για χορήγηση αδείας διδασκαλίας απαιτείτο πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, ενώ παράλληλα απαγορεύτηκε η χρήση των όρων «Ακαδημία», «Ακαδημαϊκόν» και «Εθνικόν». Οριζόταν επίσης ότι τα φροντιστήρια δεν έδιναν πτυχία και τίτλους, παρά μόνο βεβαιώσεις παρακολούθησης των μαθημάτων.
Ο κ. Κωνσταντάρας μάς παραθέτει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της εφαρμογής του μεταξικού νόμου μέσα από τις ακόλουθες φωτογραφίες.
Το 1931-32, το φροντιστήριο του Δημήτρη Τσίκα, με έδρα την Πλατεία Κάνιγγος, προσδιοριζόταν ως «Ακαδημία», ενώ σε έντυπο του 1938 παρουσιάζεται με τον όρο «Φροντιστήριο» και την ένδειξη «ΕΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ ΔΙΑ ΤΗΣ ΥΠ.ΑΡ 13233/38 ΑΠΟΦΑΣΗΣ».
Ο Μεταξάς, απόφοιτος της Σχολής Ευελπίδων και μαθηματική διάνοια, είχε γράψει για το ζήτημα των φροντιστηρίων πριν το πέρασμα των Αναγκαστικών Νόμων του καθεστώτος του:
«Άλλοτε ο καθείς χωρίς να ερωτά, χωρίς να ζητή την άδειαν κανενός, ήτο ελεύθερος ή να συγκεντρώσει μαθητάς και να κάμνη μαθήματα ομαδικά ή να πηγαίνει ελεύθερος εις τας οικογενείας και ασύδοτος και ανεξέλεγκτος δια την ταυτότητά του, την προέλευσίν του, το παρελθόν του και τους επιδιωκόμενους σκοπούς, ανελάμβανε να διδάσκει μαθητάς υπό την εμπιστοσύνην της οικογενείας και εγίνετο ούτως ειπείν ο πνευματικός και ηθικός ιατρός των νεαρών βλαστών της οικογενείας».
«Μέχρι το 1937 δεν υπήρχε σχετική νομοθεσία για ίδρυση και λειτουργία φροντιστηρίου. Αυτό δεν σήμαινε, όμως, ότι λειτουργούσαν παράνομα, μια και από τα χρόνια του Όθωνα όφειλαν οι ιδιώτες δάσκαλοι να λαμβάνουν κάποιου είδους άδεια. Σήμαινε ότι τέθηκε για πρώτη φορά ένα συνολικό ρυθμιστικό πλαίσιο λειτουργίας», τονίζει ο Γιώργος Κωνσταντάρας.
Τα φροντιστήρια στην Κατοχή και τη Χούντα
Ακόμη και στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, τα φροντιστήρια και τα ιδιαίτερα μαθήματα συνέχισαν να υφίστανται και να συμπληρώνουν την επίσημη εκπαίδευση.
Η ζωή έπρεπε να συνεχιστεί, τα παιδιά να μορφωθούν και έτσι τα φροντιστήρια έγιναν απαραίτητα, δεδομένου ότι πολλά σχολικά κτήρια είχαν επιταχθεί.
Μάλιστα, ο κ. Κωνσταντάρας εντόπισε ένα διαφημιστικό φυλλάδιο του φροντιστηρίου Αγαθονικόπουλου στη Θεσσαλονίκη, το οποίο αναγράφει ως έτος ίδρυσης το 1941!
Ανέφερε ακόμη στη «ΜτΧ» ένα παράδειγμα που τον συγκινεί: την ύπαρξη φροντιστηρίου στη Θεσσαλονίκη με πρόνοια για μαθητές των βουλγαροκατεχόμενων περιοχών, στις οποίες καθετί ελληνικό εξοβελίστηκε.
Πολλοί γονείς και μαθητές, ιδιαίτερα της υπαίθρου, πλήρωναν τους φροντιστές σε είδος, όπως τσιγάρα, τενεκέδες με τυρί, κ.ά.. Όπως και στα σχολεία, έτσι και στα φροντιστήρια οι Γερμανοί και οι Ιταλοί επέβαλαν τη διδασκαλία των γερμανικών και των ιταλικών.
Οι εξάρσεις λοιμωδών ασθενειών όπως ο τύφος, δεν άφησαν ανεπηρέαστα τα φροντιστήρια, όπως μαρτυρεί η ακόλουθη φωτογραφία από το αρχείο του κ. Κωνσταντάρα.
Την περίοδο της Χούντας, το απριλιανό καθεστώς καταδίωκε τους κομμουνιστές, με αποτέλεσμα ορισμένοι επιτυχημένοι φροντιστές, όπως ο Κώστας Μανωλκίδης, να χάσουν το δικαίωμα λειτουργίας των φροντιστηρίων τους. Κάποια συνέχισαν να λειτουργούν αλλά με διαφορετικούς ιδιοκτήτες, προσθέτει ο Γιώργος Κωνσταντάρας.
Παράλληλα αρκετοί καθηγητές που έχασαν τη δουλειά τους στο δημόσιο λόγω κοινωνικών φρονημάτων, βρήκαν επαγγελματικό καταφύγιο στα φροντιστήρια.
Ωστόσο, παρά τη ραγδαία άνοδο, ακόμη και τη δεκαετία του ’90, υπήρχαν περιοχές στην Ελλάδα χωρίς κανένα ομαδικό φροντιστήριο όπως, για παράδειγμα, η Κάρπαθος.
Η προέλευση της λέξης «παραπαιδεία»
Εδώ και πολλά χρόνια, τα φροντιστήρια κατηγορούνται ως κλάδος της παραπαιδείας. Ο Γιώργος Κωνσταντάρας θεωρεί το συγκεκριμένο χαρακτηρισμό ως απαξιωτικό για τα φροντιστήρια και την προσφορά τους και ερεύνησε εις βάθος το πώς ξεκίνησε και διαδόθηκε η έννοια:
«Η πρώτη φορά που χρησιμοποιήθηκε η λέξη «παραπαιδεία» ήταν από τη δασκάλα Ρόζα Ιμβριώτη, σε ένα άρθρο της στον Τύπο, και αναφερόταν στις τεχνικές σχολές που ιδρύονταν δίπλα στα σχολεία.
Όμως, η έννοια έγινε δημοφιλής στα χρόνια της Χούντας. Οι Συνταγματάρχες ήθελαν να «χτυπήσουν» το θεσμό των φροντιστηρίων, διότι θεωρούσαν την ύπαρξή τους ως απόδειξη ότι η παιδεία «νοσούσε».
Επίσης ήξεραν ότι στα φροντιστήρια βρήκαν «στέγη» όσοι είχαν απολυθεί από το δημόσιο λόγω πολιτικών φρονημάτων. Μάλιστα, υπήρχαν στελέχη της δικτατορίας του Παπαδόπουλου που έκαναν αγορεύσεις και απαιτούσαν να καταργηθούν τα φροντιστήρια».
Μεταπολιτευτικά, τα φροντιστήρια στην Ελλάδα, αυξήθηκαν και για πρώτη φορά εμφανίστηκαν και στις γειτονιές. Ειδικά όταν ο βαθμός του απολυτηρίου συνυπολογιζόταν για την εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο. Αυτό οδήγησε σε μια αλόγιστη βαθμοθηρία και σε καθολική εγγραφή των μαθητών στα φροντιστήρια από τη Β’ Λυκείου.
Ωστόσο, τα φροντιστήρια δεν αποτελούν ελληνική ιδιαιτερότητα. «Αντίστοιχοι θεσμοί υπάρχουν με ποικίλες μορφές σε όλες σχεδόν τις χώρες», αναφέρει ο Λευτέρης Τσίλογλου και παραθέτει ως παραδείγματα την Ιαπωνία, την Τουρκία και το Μεξικό.
Την ίδια άποψη συμμερίζεται και ο κ. Κωνσταντάρας και συμπληρώνει: «Ασφαλώς, σε έναν ιδανικό κόσμο, όλη η δουλειά θα έπρεπε να γίνεται στη σχολική τάξη. Σαφώς και οι μαθητές κουράζονται που πηγαίνουν το πρωί στο σχολείο και το απόγευμα στο φροντιστήριο.
Όμως κανένας δεν πηγαίνει χωρίς να το θέλει στο φροντιστήριο. Όλα τα χρόνια που ήμουν στο φροντιστήριο, εισέπραξα την ανάγκη και την αγάπη των μαθητών μου για τα γράμματα.
Τίποτε δεν γίνεται ακριβώς εκεί που το θέλουμε. Όσο υπάρχουν ανάγκες για παραπάνω και καλύτερη μόρφωση από αυτήν που παρέχει το κράτος και είναι περιορισμένος ο αριθμός των εισακτέων, θα υπάρχουν και τα φροντιστήρια».
Η κεντρική φωτογραφία απεικονίζει μαθητές σε φροντιστήριο των Γρεβενών το 1972 και προέρχεται από το αρχείο του Γιώργου Κωνσταντάρα
Ρεπορτάζ: Δημήτρης Παπακυριακού
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr