Ένα από τα πιο φημισμένα χωριά της Σμύρνης με έντονη ελληνική παρουσία ήταν το Σεβντίκιοϊ. Ήδη από τα τέλη του 16ου αιώνα, το φυσικό κάλλος του χωριού αποτελούσε πόλο έλξης Ευρωπαίων περιηγητών. Από τον 18ο αιώνα, ο ελληνισμός της περιοχής αναπτύχθηκε ραγδαία, με εποίκους κυρίως από τη Σάμο, τη Ρούμελη, το Μοριά και τις Κυκλάδες.
Το 1921, το χωριό μετρούσε περίπου 8.000 Έλληνες κατοίκους, 20 Τούρκους, 20 Αρμένιους και 5 Ολλανδούς. Ανάμεσα στις εξέχουσες προσωπικότητες του χωριού ήταν και η οικογένεια Φωτιάδη. Ο Δημήτρης και Αναστάσης Φωτιάδης μεγάλωσαν στο Σεβντίκιοϊ, αλλά αναζήτησαν την τύχη τους στην Αίγυπτο. Εκεί, εργάστηκαν στο παλάτι του Αντιβασιλέα της Αιγύπτου. Χάρη στην τεράστια περιουσία που απέκτησαν, έγιναν οι ευεργέτες του χωριού.
Αναστάσης Φωτιάδης. Από καφετζής στο βασιλικό παλάτι της Αιγύπτου
Το 1854, ο Αναστάσης Φωτιάδης αποφάσισε να αναζητήσει αλλού την τύχη του. Άνοιξε ένα καφενείο πάνω σε πλοίο της ναυτικής εταιρείας Κεντιβιέ, το οποίο εκτελούσε τη διαδρομή Κωνσταντινούπολη – Σμύρνη – Αλεξάνδρεια και αντίστροφα.
Κάποτε, λοιπόν, έτυχε να ταξιδέψει μαζί του και ο αντιβασιλέας Σαΐντ της Αιγύπτου, ο τέταρτος γιος του Μοχάμεντ Αλή Πασά. Μόλις το πλοίο ανοίχτηκε στο Αιγαίο, οι δυνατοί αέρηδες το ταρακούνησαν τόσο, ώστε όλες οι αποσκευές του Αιγύπτιου Αντιβασιλέα χάθηκαν στη θάλασσα. Πανικόβλητος και αναστατωμένος, το μόνο που ζητούσε ήταν μια λεμονάδα.
Ο Αναστάσης Φωτιάδης θυμήθηκε ότι στο καλάθι που του είχε δώσει η μητέρα του πριν φύγει είχε και λεμόνια. Μέσα σε λίγα λεπτά η παραγγελία του Αιγύπτιου ήταν έτοιμη. Ο Σαΐντ ευχαριστημένος και πιο ήρεμος, άρχισε να κουβεντιάζει με τον νεαρό καφετζή. Η ώρα πέρασε κι αφού ανακάλυψαν ότι και στους δύο αρέσει το τάβλι, έπαιξαν μια παρτίδα. Ήρθαν πάτσι.
Διαβάστε ακόμα: Σεβντίκιοϊ. Το ηρωικό χωριό της Σμύρνης, που άρπαξε τα όπλα από τον υποχωρούντα ελληνικό στρατό για να αντισταθεί στους τούρκους
Το πλοίο έφτασε στον προορισμό του και ο Αναστάσης του είπε: “Εύχομαι να γίνεις Κεντίβης”. “Αν ποτέ γίνω, έλα να με βρεις”, του αποκρίθηκε ο Σαΐντ. (Με τον όρο “Κεντίβη” αποκαλούσαν τους Μεγάλους Βεζίρηδες στην Αίγυπτο). Πράγματι. Τον Οκτώβριο του 1954, ο Αμπάς Χιλμή πέθανε και τα καθήκοντα του Κεντίβη ανέλαβε ο Σαΐντ. Μόλις το έμαθε ο Αναστάσης, έτρεξε για το σεράγι και ο Σαΐντ τον διόρισε τροφοδότη του παλατιού του.
Η διώρυγα του Σουέζ πλουτίζει την οικογένεια
Μόλις ο Αναστάσης ανέλαβε τα καθήκοντα του τροφοδότη, κάλεσε κοντά του τον αδερφό του, Δημήτρη. Ο Αντιβασιλέας της Αιγύπτου ήταν ευχαριστημένος με την απόδοση των δύο αδερφών. Εκείνη την περίοδο, ο Σαΐντ προσκάλεσε στο παλάτι τον Γάλλο διπλωμάτη Φερντινάν ντε Λεσσέψ, προκειμένου να συζητήσουν το έργο της Διώρυγας του Σουέζ. Ο Λεσσέψ δέχτηκε να αναλάβει την εκπόνηση του έργου και στις 30 Νοεμβρίου 1854 υπογράφηκε η σχετική σύμβαση.
Το 1863 και ενώ οι εργασίες βρίσκονταν ακόμα σε εξέλιξη, ο Σαΐντ πέθανε και τη θέση του πήρε ο Ισμαήλ Πασάς, γιος του Ιμπραήμ Πασά. Την ίδια χρονιά, απεβίωσε και ο Αναστάσης Φωτιάδης. Ο Δημήτρης Φωτιάδης έμεινε μόνος. Ο νέος Κεντίβης έδειχνε να τον εμπιστευόταν σε όλα. Άλλωστε τόσα χρόνια στο παλάτι, μόνο καλό είχαν προσφέρει τα αδέρφια απ’ το Σεβντίκιοϊ.
Στις 25 Απριλίου 1869, το έργο της διάνοιξης του Σουέζ ολοκληρώθηκε. Η Μεσόγειος και η Ερυθρά Θάλασσα ήταν πλέον ενωμένες, σχηματίζοντας μία βαρυσήμαντη εμπορική αρτηρία. Προς τιμήν του Αντιβασιλέα Σαΐντ, που αδειοδότησε τις εργασίες για τη Διώρυγα, η είσοδος από την πλευρά της Μεσογείου ονομάστηκε “Πορτ Σαΐντ“.
Στις 17 Νοεμβρίου 1869 πραγματοποιήθηκαν τα επίσημα εγκαίνια της Διώρυγας. Ο Ισμαήλ Πασάς κάλεσε στην Αίγυπτο τους Ευρωπαίους ηγέτες και ο Δημήτρης Φωτιάδης ανέλαβε τη φιλοξενία τους. Όχι όμως σε υπάρχοντα κτήρια. Με εντολή και χρηματοδότηση του Ισμαήλ, οικοδομήθηκαν παλάτια για τη φιλοξενία των ηγετών.
Ο Φωτιάδης ήταν υπεύθυνος για την επίπλωσή τους. Ταξίδεψε στο Παρίσι προκειμένου να προμηθευτεί τα κατάλληλα έπιπλα. Εκεί, δωροδόκησε τους υπηρέτες της Αυτοκράτειρας Ευγενίας, συζύγου του Ναπολέοντα Γ’, για να του επιτρέψουν να αντιγράψει τα ιδιαίτερα διαμερίσματά της. Έτσι κι έγινε. Μάλιστα, όταν η Αυτοκράτειρα κατέφτασε στην Αίγυπτο και εισήλθε στο παλάτι της λέγεται πως αναρωτήθηκε αν έφυγε ποτέ από τη Γαλλία.
Η αμύθητη περιουσία των αδερφών Φωτιάδη επέστρεψε στο Σεβντίκιοϊ
Το 1872, ο Δημήτρης Φωτιάδης επέστρεψε στην ιδιαίτερη πατρίδα του με τη γυναίκα του και το δίχρονο αγοράκι τους, τον Αλέκο. Μαζί τους έφεραν και 200.000 χρυσές λίρες. Αμύθητο χρηματικό ποσό για την εποχή. Αλλά και ο Αναστάσης Φωτιάδης, όσο δούλευε στο παλάτι του Αντιβασιλέα Σαΐντ έστελνε στο χωριό λίρες, κρυμμένες σε βαρελάκια με θειάφι.
Με την επιστροφή του στο Σεβντίκιοϊ, ο Δημήτρης Φωτιάδης ξεκίνησε τις ευεργεσίες. Το 1880 χρηματοδότησε την δημιουργία Σιδηροδρομικού Σταθμού στο χωριό. Το τρένο λέγεται πως σταματούσε μπροστά από το σπίτι του. Αμέσως μετά έχτισε τη μία από τις τρεις γέφυρες του χωριού και ανακαίνισε την Εκκλησία του Αγίου Ιωάννου. Τόσο στην γέφυρα όσο και στην Εκκλησία υπάρχουν μέχρι σήμερα οι τιμητικές πλάκες στο όνομα της οικογένειας.
Στη Σμύρνη και τα γύρω χωριά έχτισε τουλάχιστον δέκα σπίτια, αλλά το εντυπωσιακότερο όλων ήταν η έπαυλη στο ίδιο το Σεβντίκιοϊ. Ήταν ένα αριστοκρατικό μέγαρο με σαράντα δωμάτια και έναν απέραντο κήπο, στον οποίο υπήρχαν 12 αγάλματα που παρίσταναν τους δώδεκα μήνες του χρόνου και 4 μεγαλύτερα, τα οποία συμβόλιζαν τις τέσσερις εποχές.
Ο εγγονός του Δημήτρη Φωτιάδη, έγραψε στα ενθυμήματά του για την έπαυλη:
“Αχ εκείνο το σπίτι! Τα ντουβάρια του είχανε πιότερο από ένα μέτρο πάχος και οι κάμαρες πάνω από 5 μέτρα ύψος. Στο κάτω πάτωμα βρίσκονταν, η τραπεζαρία και οι σάλες: η κόκκινη, η κίτρινη, η πράσινη, ανάλογα με την ταπετσαρία. Η σάλα του μπιλιάρδου και το γραφείο με τη μεγάλη βιβλιοθήκη. Το φαρδύ μαρμάρινο χαγιάτι του το στόλιζαν 24 πολυθρόνες. Η επίπλωσή του ήταν όμοια μ’ εκείνη που είχε προμηθευτεί ο παππούς μου στο Παρίσι για το παλάτι του Κεντίβη Ισμαήλ”.
Το Πάσχα, όλο το χωριό γιόρταζε την Ανάσταση στο μεγαλοπρεπές ανάκτορο. Το 1919, με την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, η οικογένεια προσέφερε το σπίτι για να εγκατασταθεί εκεί το στρατηγείο του Α’ Σώματος Στρατού Μ. Ασίας.
Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, μεγάλο μέρος του χωριού κάηκε. Βίλλες και σπίτια λεηλατήθηκαν, εκκλησίες και σχολεία κατεδαφίστηκαν, ενώ από την περίφημη έπαυλη έμειναν μόνο οι στάχτες.
Σήμερα το Σεβντίκιοϊ ονομάζεται Γκαζιεμίρ και εξακολουθεί να αποτελεί ένα ανεπτυγμένο προάστιο της Σμύρνης. Οι εύπορες πεδιάδες έχουν δώσει τη θέση τους σε τσιμεντένιους δρόμους και πανύψηλα κτίρια. Το άλλοτε εύπορο σμυρναίικο χωριό πλέον έχει μετατραπεί σε μία βιομηχανική μεγαλούπολη με περισσότερους από 180.000 κατοίκους.
Ευχαριστούμε την συγγραφέα του βιβλίου “Σεβντίκιοϊ Πατρίδα μου, Σεβντά μου”, Μαρίτσα Σαριντζιώτου – Σπύρου, για την παροχή υλικού
Αντλήθηκαν πληροφορίες από: Ενθυμήματα Δημήτρη Φωτιάδη
Διαβάστε ακόμα στη “ΜτΧ”: Σμύρνη 1908. Η πολυεθνική πόλη που οι Ευρωπαίοι αποκαλούσαν «το Παρίσι του Λεβάντε» και οι Τούρκοι «Γκιαούρ Ιζμίρ». Οι Έλληνες ήταν πρώτοι σε πληθυσμό, εμπόριο και γράμματα
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr