Η Σύλβια Ιωαννίδου, μια από τις πολλές γυναίκες της Αντίστασης την κατοχή. Έδρασε ως σοφερίνα, με το ψευδώνυμο Πατ και έσωσε πολλούς αγωνιστές με το Austin Morris που οδηγούσε. Η ίδια γλύτωσε από το εκτελεστικό απόσπασμα την τελευταία στιγμή.
Κόρη γιατρού, γέννημα θρέμμα Αθηναία, από τα 16 της χρόνια, και παρά το γεγονός ότι φοιτούσε στο Αρσάκειο, ήταν πολύ μακριά από το στερεότυπο της «αρσακειάδας».
Η Σύλβια Ιωαννίδου στο τέλος της μαθητικής της ζωής μπήκε στην Αντίσταση.
Πώς εντάχθηκε στην Αντίσταση
«Αγαπούσα πολύ τον τόπο μου και ήθελα πάντοτε να προσφέρω. Όταν μπήκαν οι Γερμανοί επιτάξανε το Αρσάκειο και το έκαναν νοσοκομείο. Ανέβαινα και κατέβαινα από το σπίτι με τα πόδια. Ήμουν στην τελευταία τάξη, έκτη γυμνασίου. Είχα αποφασίσει να πάω στο βουνό. Οι γονείς μου δεν το ευχαριστήθηκαν και πολύ. Μια μέρα ήρθε από την Αίγυπτο κάποιος να μας φέρει νέα της αδελφής μου – που στο μεταξύ είχε φύγει – και του είπα: θέλω να βγω στο βουνό.
Μου λέει: Δεν είναι για σένα το βουνό, έλα μαζί μας. Έτσι μπήκα στην Force 133, που ήταν μια υπηρεσία των Άγγλων για να φυγαδεύει κόσμο από τα εδάφη που είχαν καταλάβει οι Γερμανοί.
Έτσι άρχισε η δράση μου».
Οι Αθηναϊκές αποστολές
Δουλειά μου ήταν να κρύβω Εγγλέζους αξιωματικούς ή στρατιώτες, αλλά και Έλληνες μέχρι να μπορέσει η οργάνωση να τους φυγαδεύσει στην Αίγυπτο.
Είχαμε νοικιάσει διάφορα διαμερίσματα στο κέντρο της Αθήνας με ψεύτικα ονόματα.
Μου έδωσαν το κωδικό όνομα Πατ. Ήμουν η Πατ, αν και ποτέ δεν το παραδέχτηκα όταν με συνέλαβαν τελικά.
Οδηγούσα ένα «μορισάκι» που μας είχε παραχωρήσει ο τότε πρωθυπουργός Ράλλης. Μας είχε δώσει γερμανικά έγγραφα, ότι τάχα ανήκει σε κάποια γερμανική εταιρεία κι έτσι κυκλοφορούσαμε και περνάγαμε τους ελέγχους.
Εκτός από τα διαμερίσματα που κρύβαμε όσους ήταν κυνηγημένοι, είχαμε και μια δύο σπηλιές κάπου στα Κιούρκα που έφταναν και κρύβονταν κάποιοι πριν έρθουν στην Αθήνα και ένα διαμέρισμα στα Πετράλωνα που ήταν κάτι σαν πυριτιδαποθήκη.
Μάλιστα είχαμε για φύλακα τον Καρπόζηλο που κάπνιζε πολύ και όλο του έλεγα: Πρόσεχε γιατί θα γίνει κάνα μπαμ και θα γίνουν Άνω-Κάτω τα Πετράλωνα.
Μάλιστα με το αυτοκίνητο πολλές φορές χρειάστηκε να μεταφέρω εκρηκτικά που προορίζονταν για κάποια επιχείρηση».
Ο φόβος και οι προδότες της «διπλανής πόρτας»
«Να πω ότι δε φοβόμουν; Θα ήμουν ανόητη. Βεβαίως και φοβόμουν. Πιο πολύ φοβόμουν τους δικούς μας ανθρώπους. Οι προδότες κυκλοφορούσαν παντού.
Είχα μια συμμαθήτρια, η μάνα της ήταν Ρωσίδα και μένανε στο Ψυχικό. Το σχολείο μας ήταν πίσω από το σπίτι τους και κάθε πρωί πήγαινα, έπαιρνα τη φίλη μου και πηγαίναμε στο μάθημα.
Μια μέρα μου λέει: μπες μέσα να φάμε κάτι. Εκείνη την εποχή το να φας κάτι δεν ήταν αυτονόητο. Μπήκα, είχε κάνει μπισκότα. Φάγαμε τα μπισκότα, ήπιαμε ζεστό τσάι και φύγαμε για το σχολείο. Πολλοί μου λέγανε: Πρόσεχέ την, είναι άνθρωπος των Γερμανών. Δεν μπορούσα όμως να το πιστέψω.
Όταν με πιάσανε οι Γερμανοί και με πήγανε στη Γκεχέραλντ Φελτ Πολιτσάι και ανεβήκαμε τις σκάλες για να πάω στο τρίτο πάτωμα ήταν ανοιχτή η πόρτα ενός γραφείου και την βλέπω, τη μάνα της φίλης μου, καθισμένη εκεί με ένα τσιγάρο να καπνίζει. Και λέω να τα. Αυτή ήτανε και είχανε δίκιο οι άνθρωποι που μου το λέγανε».
Η σύλληψη, η κότα που έσωσε σημαντικά έγγραφα και πώς γλύτωσε την εκτέλεση
«Επειδή πάντα φοβόμουν ότι μπορεί να με συλλάβουν ό,τι χάρτες και σχεδιαγράμματα κατείχα για τις διάφορες αποστολές μου, τα είχα σε ένα πάκο κρυμμένο. Το πακέτο αυτό το έδινα στην Πόπη, τη βοηθό του πατέρα μου που κοιμόταν στρωματσάδα στο ιατρείο του. Εγώ κοιμόμουν στο διπλανό διαμέρισμα, Ακαδημίας 4, που ήταν το ιατρείο του αδελφού μου. Της είχα πει: Αν κανα βράδυ ακούσεις θόρυβο, πέτα το πάκο στο φωταγωγό που είναι οι κότες, του Νίκου, του θυρωρού.
Κι ήρθε εκείνο το ξημέρωμα: πεντέμισι το πρωί. Χτυπάει το κουδούνι. Εγώ νόμιζα ότι ήταν από τη την οργάνωση για να μου πουν να φύγουν και τρέχω και ανοίγω και βρίσκομαι μπροστά στα όπλα των Γερμανών. Τρέχω από εκεί μέσα στο δωμάτιο του πατέρα μου και της μάνας μου και τους λέω ήρθανε οι Γερμανοί. Και μπουκάρανε οι Γερμανοί μέσα και με τσακώσανε φυσικά.
Άκουσε η Πόπη και παίρνει το πάκο με τα σχεδιαγράμματα και τους χάρτες και τους πετάει στο φωταγωγό. Οι Γερμανοί μπήκαν στο διαμέρισμα και την ώρα που ένας στρατιώτης ανοίγει το παράθυρο του φωταγωγού μια κότα πέταξε και πήγε και κάθισε πάνω στα χαρτιά. Λες κι ήταν η θεία δύναμη. Τι να πω. Ο Γερμανός είδε τις κότες και δεν έδωσε άλλη σημασία.
Με συνέλαβαν εκείνη την ώρα και με πήγανε στη Γκεχέραλντ Φελτ Πολιτσάι. Αυτή ήταν η αντικατασκοπεία των Γερμανών. Και αρχίζουν πλέον εκεί οι ανακρίσεις. Είσαι η Πατ; Όχι. Είσαι αυτό; Όχι. Και τι κάνεις με τους Εγγλέζους; Ε, τι να κάνω; Φίλοι μου ήτανε. Ένας φίλος μου ήτανε. Από πριν να μπείτε εσείς μέσα, όταν ήταν οι Εγγλέζοι εδώ κάναμε παρέα. Φυσικά και προσπάθησα να τους βοηθήσω, φίλοι μου ήταν.
Αυτοί επέμεναν: Είσαι η Πατ, κάνεις αυτό το άλλο αλλά εγώ αρνιόμουν τα πάντα. Έφαγα μόνο πολλά χαστούκια. Από αυτά που τρως ένα και γεμίζεις αίματα αλλά μόνο χαστούκια.
Το βράδυ της μέρας που με συνέλαβαν με πήγαν στην απομόνωση των αντρικών φυλακών Αβέρωφ.
Ξανά ανάκριση: Βρε είσαι η Πατ; Δεν είμαι η Πατ. Να ψάξτε αλλού να τη βρείτε. Αφού ξέρουμε ότι είσαι. Δεν είμαι εγώ. Τέλος πάντων, δεν ομολόγησα ποτέ ότι ήμουνα η Πατ και ούτε ομολόγησα τίποτα απ’ όλα αυτά που με ρωτούσανε.
Νομίζω δεν με πείραξαν πιο πολύ, πέρα από τα χαστούκια γιατί ενδιαφέρθηκε για μένα ο Ράλλης. Μάλλον το ζύγισαν αυτό οι Γερμανοί.
Μία Κυριακή απόγευμα ήτανε, βράδυ, ξέρω ‘γω τι ήτανε; Ήρθαν και μου είπανε ετοίμασε τα πράγματα σου, φεύγεις.
Με βάλανε σε ένα καμιόνι που ήτανε η Λέλα η Καραγιάννη, κάτι άλλες κοπέλες και ένα, δύο άντρες. Πηγαίνανε όλοι για τουφέκι και σ’ αυτούς πήγα κι εγώ μαζί. Ξεκινήσαμε για το σκοπευτήριο. Κάποια στιγμή σταμάτησε το καμιόνι και ακούω το όνομά μου. Σηκώθηκα να κατέβω.
Μου λέει τότε η Καραγιάννη: «Είσαι Ελληνίδα. Πρόσεξε το ύφος σου. Το ύφος που έχεις τώρα δεν αρμόζει σε Ελληνίδα». Λέω με πάνε για τουφέκι και να είμαι χαρούμενη; Ναι μου λέει. Να είσαι χαρούμενη. Της λέω θα προσπαθήσω. Τι να πω κι εγώ εκείνη την ώρα; Καταλαβαίνεις τη ψυχοσύνθεση μου. Τελικά, κατεβαίνω από το φορτηγό και ήτανε μία κούρσα και με περίμενε κάτω. Με βάζουνε μέσα και με παίρνουνε. Και έφυγα από τον τόπο των εκτελέσεων. Με ξαναγύρισαν στις φυλακές. Στις γυναικείες αυτή τη φορά.
Με γλύτωσε ο Ράλλης. Ο πατέρας μου, ο πατριός μου δηλαδή, ήταν οδοντίατρος και φίλος του Ράλλη. Και φαίνεται ότι ειδοποιήθηκαν. Τι έγινε, δεν ξέρω…
Γιατί επέστρεψε το μετάλλιο στους Βρετανούς
Μετά τον πόλεμο η κυρία Σύλβια Ιωαννίδου τιμήθηκε με το George Medal για τη δράση της όμως διατηρώντας την πατριωτική της στάση επέστρεψε στον Έλληνα πρέσβη τη διάκριση όταν οι Βρετανοί απαγχόνισαν τους Κύπριους αγωνιστές Καραολή και Δημητρίου.
«Ο πρέσβης ο Άγγλος έμεινε άναυδος και με παίρνει τηλέφωνο. Ξέρεις, λέει, αυτό ήταν της στιγμής. Εγώ το κρατάω. Θα το μετανιώσεις κάποτε. Έλα να το πάρεις.
Του λέω εγώ είμαι Ελληνίδα. Όταν κάνω κάτι, το κάνω. Ότι κρεμάσατε δύο παιδιά, Καραολή και Δημητρίου, στο άνθος της νιότης τους, αυτό για μένα ήτανε έγκλημα. Κι εγώ με εγκληματίες δεν κάνω δουλειά. Δεν είπε τίποτα βέβαια».
Η κυρία Σύλβια Ιωαννίδου έχει τιμηθεί για τη δράση της και από το Ελληνικό κράτος με τον Χρυσό σταυρό του Τάγματος της Τιμής.
Έφυγε από τη ζωή στις 20 Σεπτεμβρίου 2021, σε ηλικία 97 ετών.
Διαβάστε στη “ΜτΧ”: Ποιά ήταν η «Σιωπηλή Στρατιά» της θρυλικής Λέλας Καραγιάννη. Πώς στρατολόγησε ακόμα και τον καπνοβιομήχανο Παπαστράτο στην αντίσταση κατά των Γερμανών
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr