Σμύρνη. 13 Σεπτεμβρίου μέχρι 17 Σεπτεμβρίου 1922 η πόλη καίγεται απ΄ άκρη σε άκρη. Κτίρια καταρρέουν. Οι δρόμοι γεμίζουν πτώματα. Κραυγές απελπισίας, πυροβολισμοί και εκρήξεις. Ο πυκνός μαύρος καλύπτει τα πάντα.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των επιζώντων οι πρώτες φωτιές ξέσπασαν κατά τις 12 το μεσημέρι της Τετάρτης 13 Σεπτεμβρίου (31 Αυγούστου με το παλαιό ημερολόγιο). Η αρχή έγινε από την αρμένικη συνοικία. Ένας Αρμένιος κατέθεσε ότι μια ομάδα Τούρκων στρατιωτικών άρχισε να ραντίζει με κάποιο περίεργο υγρό τα σπίτια της συνοικίας. Όταν έφυγαν, βγήκε, το μύρισε και κατάλαβε ότι ήταν βενζίνη.
Το επιχείρημα της τουρκικής προπαγάνδας ότι οι Έλληνες στρατιώτες υποχωρώντας έβαλαν φωτιά στα σπίτια δεν μπορεί να έχει καμία ιστορική αλήθεια και καταρρίπτεται από προφανή επιχειρήματα και πλήθος στοιχείων. Δείτε στο βίντεο της «Μηχανής του Χρόνου».
Το μεσημέρι, η Μίνι Μιλς, Διευθύντρια του ανώτερου αμερικανικού παρθεναγωγείου είδε μία στήλη καπνού να υψώνεται πάνω από την αρμένικη συνοικία. Αφηγήθηκε ότι λίγο νωρίτερα είδε ένα Τούρκο λοχία ή αξιωματικό του τουρκικού στρατού να μπαίνει μέσα στο κτίριο από το οποίο ξεπήδησαν οι πρώτες φλόγες και να κρατά μικρά σιδερένια δοχεία.
Δέκα λεπτά αργότερα, η κ. Μπερτζ, σύζυγος αμερικάνου ιεραπόστολου, είδε μια δεύτερη στήλη καπνού. Σε 20 λεπτά αυτές οι στήλες μαζί με πολλές ακόμα ενώθηκαν και ένα μαύρο σύννεφο καπνού κάλυψε την αρμενική συνοικία. Τα ξημερώματα άλλαξε και ο καιρός. Ο βορειοδυτικός άνεμος ενισχύθηκε και υποβοήθησε τη γρήγορη εξάπλωση της πυρκαγιάς προς την ελληνική και τις άλλες ευρωπαϊκές συνοικίες. Η τουρκική πλευρά της πόλης, που ήταν σκαρφαλωμένη στις βραχώδεις πλαγιές του όρους Πάγος, δεν κινδύνευσε.
Ο βομβαρδισμός όσων κτιρίων απέμειναν
Οι φλόγες υψώνονταν στα 70 μέτρα και καθώς καίγονταν οι ξύλινοι σκελετοί, οι τοίχοι των κτιρίων κατέρρεαν. Ισοπεδώθηκαν ολόκληρα τετράγωνα. Ανάμεσα στα πρώτα οικήματα που χάθηκαν από τη φωτιά ήταν ο πυροσβεστικός σταθμός της Σμύρνης, ενώ απομονώθηκαν με επιμέλεια οι υδαταγωγοί Χαλκά Βουνάρ, που χρησίμευαν για την ύδρευση της πόλης και την κατάσβεση των πυρκαγιών. Η φωτιά κατέκαψε όλη την πόλη, εκτός από τη μουσουλμανική και την εβραϊκή συνοικία, το Τελωνείο και την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, που μεταβλήθηκε σε τηλεγραφείο για τις ανάγκες της τουρκικής κατοχής.
“Ερχόταν η φωτιά κατά πάνω μας, κοιτάζαμε πως θα φύγουμε. Υπήρχε σπρώξιμο, υπήρχε τσαλαπάτημα. Ο καθένας αναζητούσε τρόπο να σωθεί”, περιγράφει ο Γιάννης Κορωναίος, πρόσφυγας από τα περίχωρα της Σμύρνης.
Το απόγευμα από το λιμάνι της Σμύρνης απέπλευσε αγγλικό φορτηγό, με 1740 χριστιανούς που διασώθησαν. Ανάμεσα τους ήταν και ο Μητροπολίτης Εφέσου, ο οποίος αφηγήθηκε με λεπτομέρειες την ημέρα της καταστροφής:
“Φύγαμε στις 4.50 το απόγευμα, αφήνοντας πίσω όλη την πόλη να καίγεται και τον θρήνο και τον πόνο χιλιάδων ανθρώπων να πλανιέται. Η Οδύσσεια του τρόπου διαφυγής μου είναι αδύνατον να περιγραφεί. Η φωτιά έφτανε μέχρι τον Άγιο Δημήτριο. Οι Τούρκοι κατέστρεφαν με χειροβομβίδες όσα κτίρια έμεναν άθικτα από τη φωτιά”. Με τον τρόπο αυτό καταρρίφθηκαν το Γαλλικό Προξενείο, το Θέατρο της Σμύρνης, το Ξενοδοχείο «Κραίμερ», η Ελληνική Λέσχη και άλλα κτίρια που στόλιζαν την παραλία της πόλης.
Τα πτώματα
Την ώρα που η φωτιά κατέστρεφε σπίτια και περιουσίες, οι Τούρκοι σκότωναν, κακοποιούσαν και εξευτέλιζαν με κάθε τρόπο τους Έλληνες.
“Είδα κάτι, που όσο ζω δε μπορώ να το ξεχάσω. Ένα πτώμα, ανάσκελα, αποκεφαλισμένο ντυμένο μόνο με ένα πουκάμισο και μαύρο παντελόνι. Το κεφάλι ήταν λίγο πιο πέρα από το σώμα, το τσιμπολογούσαν οι κότες που έβοσκαν αδέσποτες. Μια άλλη κότα ήταν ανεβασμένη στο στήθος του πτώματος και τσιμπολογούσε τον κομμένο λαιμό. Σε κάτι τραπέζια παρακάτω, ήταν πεταμένα δύο ή τρία πτώματα”, είχε αφηγηθεί ο Αλέξης Αλεξίου, κάτοικος Σμύρνης, που κατάφερε να διασωθεί.
Όσοι κατάφερναν να γλιτώσουν από τα χέρια των διωκτών, έτρεχαν στο λιμάνι κι εγκατέλειπαν την πόλη. Οι φλόγες είχαν φτάσει μέχρι την προκυμαία. Στη βόρεια και στη νότια πλευρά οι Τούρκοι είχαν στήσει πυροβόλα. Οι πρόσφυγες δεν είχαν τρόπο διαφυγής. Ήταν παγιδευμένοι στην προκυμαία. Η μόνη λύση ήταν να πηδήξουν στη θάλασσα. Κολυμπούσαν προς τα πολεμικά πλοία για να βρουν καταφύγιο. Πολλές εκατοντάδες πνίγηκαν.
“Νιώθω ντροπή που ανήκω στο ανθρώπινο γένος”
Χιλιάδες χριστιανοί είχαν στριμωχτεί στην άκρη της προκυμαίας, οι γυναίκες προσεύχονταν και ταυτόχρονα θρηνούσαν. Αναζητούσαν κάποιο πλεούμενο για να τους μεταφέρει σε κάποιο από τα ξένα πλοία που βρίσκονταν αγκυροβολημένα σε απόσταση από το λιμάνι. Η αναζήτησή τους όμως ήταν άκαρπη. Οι ψαρόβαρκες είχαν μετακινηθεί στα κοντινά ελληνικά νησιά και τα ξένα σκάφη είχαν αυστηρές εντολές να μην αφήσουν κανέναν πρόσφυγα να ανέβει.
Για να τους αποτρέψουν τους έριχναν ζεματιστό νερό.
Ο πρόξενος Τζορτζ Χόρτον είχε επιβιβαστεί εγκαίρως σε βρετανικό πλοίο. Από εκεί έβλεπε τον τουρκικό στρατό να καταστρέφει την πόλη και κατέγραψε την απελπισία του χριστιανικού πληθυσμού: “Η πιο έντονη εντύπωση μου από τη Σμύρνη είναι η ντροπή που ανήκω στο ανθρώπινο γένος”.
Η φωτιά διήρκεσε από τις 13 Σεπτεμβρίου μέχρι 17 Σεπτεμβρίου και σήμανε το οριστικό τέλος της μακραίωνης παρουσίας του ελληνισμού στη Μικρά Ασία.
Διαβάστε επίσης στη “ΜτΧ”: «Παντού γίνονταν λεηλασίες και βιασμοί. Υπήρχαν πτώματα στις εισόδους των σπιτιών». Η Σμύρνη βυθιζόταν στο χάος και τα συμμαχικά πλοία αρνούνταν να επιβιβάσουν τους απελπισμένους πρόσφυγες
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr