Η συνάντηση με μια γυναίκα που κόλλησε ένσημα στην Τρούμπα την εποχή της ακμής της, είναι σχεδόν αδύνατη. Οι περισσότερες δεν ζουν και οι υπόλοιπες, σε μεγάλη ηλικία πια, κρύβουν το παρελθόν τους. Ο Βασίλης Πισιμίσης είναι συγγραφέας του βιβλίου “Βούρλα- Τρούμπα. Μια περιήγηση στο χώρο του υποκόσμου και της πορνείας του Πειραιά’’.
Πρόσφατα, με τη μεσολάβηση ενός γνωστού του, ανακάλυψε την κυρία Γιούλα, που δέχθηκε να του μιλήσει. Παρακάτω θα διαβάσετε τη συνέντευξή της στο κ.Πισιμίση.
Η ιστορία της είναι χιλιοειπωμένη στα κινηματογραφικά σενάρια και στα θεατρικά έργα. Είναι, όμως, συγκλονιστικό, να την ακούς από τους αληθινούς πρωταγωνιστές.
Αυτούς που έζησαν στα μπορντέλα της Τρούμπας κι έγραψαν την ιστορία της πιο κακόφημης περιοχής στην Ελλάδα.
Τα πουτανόσημα
Με το όνομα Γιούλα δούλεψε περίπου είκοσι χρόνια στα καμπαρέ και στα πορνεία της Τρούμπας.
Ήταν το ψευδώνυμό της.
Σήμερα ζει σ ένα σπιτάκι στις συνοικίες του Πειραιά και τα βγάζει πέρα με τη βοήθεια της πρόνοιας.
Η ίδια λέει ότι «τα πουτανόσημα», αν και βαρέα-ανθυγιεινά, δεν της φθάνουν για να τα βγάλει πέρα μόνη της.
Πριν ξεκινήσουμε τη συζήτηση, ζήτησε εγγυήσεις ότι δεν θα αναφέρω το αληθινό της όνομα και τα διεύθυνσή της. Μου φάνηκε αυτονόητο. Ανοίγω το κασετοφωνάκι και ξεκινά τη διήγησή της.
Γεννήθηκε το 1930 στη Σάμο. Είχε άλλες τέσσερις αδελφές και φυσικά στο χωριό δεν υπήρχε μέλλον.
Ένας θείος της, ετών 45, ανέλαβε να τη φέρει στην Αθήνα και να της βρει μια αξιοπρεπή οικογένεια της καλής κοινωνίας, για να δουλέψει σαν υπηρέτρια. Αναλάμβανε, μάλιστα, να έχει την εποπτεία και όλες τις ευθύνες της κηδεμονίας.
Η Γιούλα ήταν τότε γύρω στα 19 και πανέμορφη. Η οικογένεια εμπιστεύθηκε τον θείο,«ανάθεμά τον», λέει η Γιούλα και αυτόν και το αφεντικό που δούλευα.
Ο θείος δούλευε προϊστάμενος στο εργοστάσιο του αφεντικού της, που έφτιαχνε καζάνια.
Η Γιούλα συνεχίζει με σταθερή φωνή τη διήγηση.
«Κάθε Τετάρτη ερχότανε να με βγάλει μια βόλτα να ξεσκάσω.
Εγώ από τη αρχή του ζήτησα να πάμε σπίτι του, να βοηθήσω τη θεία μου στις δουλειές και να δω τα ξαδέλφια μου.
Αυτός μου έλεγε ότι μισή μέρα τη βδομάδα έχω ρεπό, πρέπει λοιπόν να βγαίνω έξω και να διασκεδάζω, τώρα που είμαι μικρή και όμορφη. Πάντα εκείνος μ΄ έπαιρνε από το σπίτι κι εκείνος μ΄ επέστρεφε. Τις πρώτες εβδομάδες όλα πήγαιναν καλά. Με πήγαινε στις ταβέρνες, τρώγαμε καλά και πάντα με πίεζε να πίνω κρασί, για να δυναμώσω. Με πρόσεχε πολύ κι ήμουν ευτυχισμένη. Η γεύση του κρασιού δε μου άρεσε, αλλά τη συνήθισα και μετά από λίγο μου έμαθε και το τσιγάρο, για να γίνω ολοκληρωμένη γυναίκα, όπως επέμενε. «Τι, μόνο η κυρά σου θα καπνίζει;»
Μου αγόραζε και καινούρια φορέματα, αλλά που να πάει εμένα ο νους μου στο πονηρό. Αθώο κορίτσι ήμουν, στραβάδι απονήρευτο από χωριό.
Μετά από κάμποσο καιρό, μια Τετάρτη, φάγαμε και ήπιαμε αρκετά.
Είχα ήδη μισοζαλιστεί από το κρασί και ήρθε ή ώρα του τσιγάρου. Άνοιξε το πακέτο και μου πρόσφερε ένα, αλλά αυτό που μου έδωσε το είχε ανάποδα από τα άλλα. Εκείνη τη στιγμή δε μου φάνηκε πονηρό, αλλά μόλις τράβηξα δύο ρουφηξιές, όλα γύρω μου άρχισαν να γυρίζουν κι ένιωσα ανήμπορη. Μου είπε ότι κάτι θα με πείραξε και καλό είναι σε αυτή την κατάσταση, να μην πάω στο σπίτι που δουλεύω. Μου πρότεινε να πάμε στο σπίτι κάποιου φίλου του μέχρι το πρωί και αυτός θα με δικαιολογούσε στο αφεντικό μου.
Η πρώτη νύχτα
Εκείνο το βράδυ άρχισε η κατηφόρα, ανάθεμά τον. Κοιμηθήκαμε μαζί και μου πήρε την παρθενιά.
Από εκείνο το βράδυ η συμπεριφορά του άλλαξε. Πάνε τα γλυκόλογα και τα φουστανάκια. Μετά από λίγο καιρό, μια Τετάρτη, ήταν και ο φίλος του στο σπίτι.
Μου στον σύστησε κι εκείνος προσφέρθηκε να φέρει κρασί να μας κεράσει . Εγώ βρήκα την ευκαιρία και του ζήτησα να φύγουμε, αλλά εκείνος αγρίεψε και άρχισε να με βρίζει μπροστά στον φίλο του. Συμπέρασμα, έπρεπε να κάτσω και στον φίλο του, για να βγάλω την υποχρέωση, που μας έδινε το σπίτι του. Από εκείνο το βράδυ, ανάθεμά τον, τις περισσότερες Τετάρτες έπρεπε να πλαγιάζω και με τους δύο.
Ήδη, ο παλιόγερος το αφεντικό μου, άρχισε τις χειρονομίες, όταν δεν έβλεπε η κυρά μου. Εγώ δεν έδινα σημασία, γιατί δεν ήθελα να χάσω και τη δουλειά μου.
Που να ήξερα, ότι το πρωί στο εργοστάσιο, αυτοί οι σατανάδες έφτιαχναν σχέδιο για μένα.
Ένα πρωί, η κυρά μου έφυγε να πάει σε μια ξαδέλφη της και αυτός είπε ότι είχε πονοκέφαλο και ήθελε να κάτσει σπίτι, να ξεκουραστεί. Η κυρά μου είπε, να έχω το νου μου. Μπήκα στην κρεβατοκάμαρα να δω τι κάνει και άρχισε να μου ρίχνεται. Αντέδρασα και του είπα ότι είναι ντροπή του.
Η ντροπή είναι δική σου, μου απάντησε. Πας με δύο κι ένας τρίτος θα σε βλάψει; Μου πέσαν τα μούτρα.
Τι να έλεγα, ότι δεν είναι έτσι; Έκατσα λοιπόν και στο γέρο, ανάθεμά τον κι αυτόν.
Πίστεψέ με Βασίλη μου, έκανα μπάνιο, έβαζα δέκα φορές σαπούνι και όμως ένιωθα τη μυρωδιά τους.
Τη βρώμα τους επάνω μου. Έτσι, ο κατήφορος μεγάλωνε και δεν ήξερα τι να κάνω.
Μια πρώτη λύση που σκέφτηκα, ήταν να τα παρατήσω όλα και να γυρίσω στο χωριό μου.
Άλλη λύση ήταν να αλλάξω σπίτι και να ξεκόψω από τον βούρκο που είχα μπλέξει. Ο θείος, όμως, με απείλησε ότι θα με ρεζιλέψει σε όλο το νησί. Αν πατήσεις το πόδι σου στη Σάμο, θα σε πάρουν με τις πέτρες, είπε.
Γύρισα στο σπίτι και όλη τη νύχτα, από τον πόνο και τις σκέψεις, δεν κοιμήθηκα καθόλου.
Ο δρόμος για το χωριό είχε κλείσει. Ο αναθεματισμένος. Και καβαλάρης και φταίχτης λοιπόν, αλλά ποιόν θα πίστευαν;
Η Μαριώ και “η βοήθειά” της
Την άλλη μέρα, στα ψώνια, συνάντησα τη Μαριώ τη φίλη μου, την υπηρέτρια. Σε λίγα λεπτά της είπα τα δεινά μου και ζήτησα τη βοήθειά της.
Η φίλη μου με καθησύχασε.
Μην φοβάσαι, θα φύγουμε μαζί, γιατί κι εγώ ετοιμάζομαι να εγκαταλείψω την κυρά μου και θα πάω να μείνω με τον Πέτρο. Ποιος είναι αυτός ρώτησα, γιατί την ήξερα με έναν άλλο.
Ένα ομορφόπαιδο, παίδαρος δύο μέτρα, με διαβεβαίωσε.
Ένα μήνα έχουμε γνωριστεί, αλλά είναι κιμπάρης.
Με τα μπουζούκια μας, τα γλέντια μας και μένει και σε δικό του σπίτι.
Πλουσιόπαιδο σου λέω, δεν θα ξαναδουλέψω πια.
Έλα να μείνεις μαζί μας, μέχρι να βρεις άλλη δουλειά. Αλλά γιατί να δουλέψεις; Εδώ στην Αθήνα δουλεύουν οι άνδρες και οι γυναίκες κάθονται.
Ε, τι διάολο, όλο και κάποιον φίλο του θα σου γνωρίσει. Έλα άνοιξε η τύχη σου.
Αυτά είπε η φίλη μου και πίστεψα ότι σώθηκα.
Τα κανόνισε όλα η Μαριώ και σε δύο μέρες ήμασταν στο σπίτι του Πέτρου.
Θες να συνεχίσω Βασίλη μου, ή σε κούρασα; Από τον Πέτρο γνώρισα τον Άρη, από τον Άρη δεν θυμάμαι καν ποιόν, ούτε ονόματα ούτε αριθμό. Σε τέσσερις μήνες, από κει που θα κάθονταν οι γυναίκες και οι άνδρες θα δούλευαν, βρεθήκαμε και οι δύο να κάνουμε κονσομασιόν στην Τρούμπα. Να δουλεύουμε εμείς δηλαδή, να μας τα παίρνουν οι άνδρες και να κάθονται αυτοί.
“Πόρνη και με τη βούλα”
Η κατηφόρα, παιδί μου, δε σταμάτησε εκεί. Σε δύο χρόνια ήμουν και πόρνη με τη βούλα. Δηλωμένη, με χαρτιά και δούλευα σε μπουρδέλο.
Άμα σου πω, τι έχουν δει τα μάτια μου και τι έχει περάσει από πάνω μου, θα γράψεις εγκυκλοπαίδεια, όχι βιβλίο.
-Αυτά που μου λέτε κυρία Γιούλα, είναι συμπλήρωμα για την Τρίτη έκδοση του βιβλίου μου για την Τρούμπα.
-Σοβαρά παιδί μου, αρέσουν στον κόσμο οι ιστορίες μας;
Δεν το περίμενα αυτό.Νόμιζα μόνο ότι μας κατακρίνουν. Καμιά φορά σκέφτομαι ότι έπρεπε να ΄χα βρει τη δύναμη να φύγω. Αναρωτιέμαι μήπως τα ήθελε και ο κώλος μας. Μήπως μετά το κακό που μας βρήκε στην αρχή, συνηθίσαμε, βολευτήκαμε και συμβιβαστήκαμε. Σίγουρα πάντως, με βοήθησε ο θεός, που δεν έκανα το λάθος να κάνω παιδιά, που σήμερα θα ντρέπονταν για μένα, όπως έκαναν πολλές κοπέλες από την Τρούμπα.
-Κυρία Γιούλα, μ έχετε εντυπωσιάσει με τις απόψεις σας, αλλά και για τον τρόπο που μιλάτε. Είστε κατασταλαγμένη και μιλάτε με σοφία για όσα βιώσατε…
Σιωπή. Ο άνθρωπος που με πήγε στη Γιούλα, με κοίταξε με απορία, σαν μα νου έλεγε, τι είναι αυτά ρε που της τσαμπουνάς;
Αμηχανία. Πριν σκεφθώ πως θα το μαζέψω, μιλάει η Γιούλα.
-Έλα μέσα. Πριν μιλήσουμε, μου είπες ότι δεν είσαι λογοτέχνης, αλλά άνθρωπος της πιάτσας και αυτό το εκτίμησα. Σήκω να σου δείξω για να σου φύγουν τα ερωτηματικά. Ξεκίνησε και την ακολούθησα. Στην κουζίνα υπήρχε ένα κομό χωρίς πόρτες, με κουρτίνα. Τράβηξε το κουρτινάκι και είδα στα ράφια στοιβαγμένα δεκάδες βιβλία. ’’Μόλις διαβάσω και το δικό σου, θα βρει τη θέση του στο ράφι, μου είπε.
Αυτό που στερήθηκα στα νιάτα μου, το ικανοποιώ τώρα. Βγάζω το άχτι μου, διαβάζοντας και ξεγελώ τη μοναξιά μου, περνώντας ευχάριστα.
Αφού, οι γείτονες όταν έρχονται, με βλέπουν πάντα με ένα βιβλίο στο χέρι και νομίζουν ότι είμαι παλιά δασκάλα. Που να ήξεραν, ότι είμαι παλιά πουτάνα, είπε και άρχισε να γελάει δυνατά’’.
Η Γιούλα από τη Σάμο, που δούλεψε στην Τρούμπα, κολλώντας πουτανόσημα.
Διαβάστε ακόμη για το νέο βιβλίο της Μηχανής του Χρόνου
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr