Μετά την υποστολή της σβάστικας από τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης στις 30 Μαΐου του 1941, ο Μανώλης Γλέζος και ο Λάκης Σάντας προσπάθησαν να διαφύγουν στη Μέση Ανατολή.
Οι αθηναϊκές εφημερίδες που τελούσαν υπό καθεστώς γερμανικής λογοκρισίας, δημοσίευσαν καταδικαστικές δηλώσεις των γερμανικών αρχών κατοχής και της κυβέρνησης Τσολάκογλου, που προχώρησε στην απόλυση του αρχηγού της Αστυνομίας Πόλεων και την αποστράτευση του αρχηγού της Χωροφυλακής.
Οι δηλώσεις του πρωθυπουργού δημοσιεύτηκαν στην «Καθημερινή» που βρισκόταν υπό γερμανική λογοκρισία:
«Παρετήρησα μετά μεγάλης λύπης ότι αι επανειλημμέναι εκκλήσεις μου και λοιπαί συστάσεις προς τον ελληνικόν λαόν όπως χαλιναγωγηθούν αι ανόητοι εκδηλώσεις μερικών ατόμων, παν άλλο ή το ελληνικόν συμφέρον εξυπηρετούντων, δεν έσχον προσδοκώμενον αποτέλεσμα. […] Είναι λυπηρόν ότι ο αντίκτυπος των ανοήτων –άτινα, είμαι βέβαιος, δεν ερμηνεύουν την γνώμην της ολότητος του ελληνικού λαού, ούτε την θέλησιν των γενναίων πολεμιστών, εις την έντιμον τάξιν των οποίων ασφαλώς τα άτομα ταύτα δεν ανήκουν– επιπίπτει επί των ώμων του εχεφρονούντος και νομοταγούς ελληνικού λαού».
Τα αντίποινα ήταν σκληρά καθώς αναφέρεται ότι οι άνδρες της γερμανικής φρουράς που υπηρετούσαν εκείνο το βράδυ, εκτελέστηκαν και ξεκίνησαν σκληρές ανακρίσεις.
Η προσπάθεια διαφυγής
Όταν οι Σάντας και Γλέζος έμαθαν ότι ένα σουηδικό πλοίο είχε αγκυροβολήσει στο λιμάνι του Πειραιά για να ξεφορτώσει σιτάρι του Ερυθρού Σταυρού, με τη βοήθεια του πολύγλωσσου παλιού συμμαθητή τους Γιώργου Λαμπή, ήρθαν σε επαφή με έναν Άραβα ανθυποπλοίαρχο του πληρώματος.
Του ζήτησαν να τους κρύψει στο αμπάρι για να πάνε στη Χάιφα, όπου βρισκόταν τότε το αρχηγείο των ελληνικών δυνάμεων.
Ο Άραβας αρνήθηκε επειδή το πλοίο φρουρούνταν από Γερμανούς, αλλά τους έδωσε οδηγίες για το τι έπρεπε να κάνουν.
Το ίδιο βράδυ οι τρεις φίλοι με κίνδυνο να συλληφθούν, κατάφεραν να σκαρφαλώσουν στο καράβι και να κρυφτούν πίσω από τα σακιά με το σιτάρι.
Μετά από τρεις ημέρες στην «κρυψώνα» περιμένοντας τον απόπλου, ήταν σε άθλια κατάσταση. Νηστικοί, πεινασμένοι και παγωμένοι από το τσουχτερό κρύο που έκανε τον Φεβρουάριο του 1942. Κάποια στιγμή φώναξαν έναν εργάτη που άδειαζε τα σακιά και τον παρακάλεσαν να τους πάει λίγο νερό.
Για να τον δελεάσουν τους έδωσαν ό,τι λεφτά είχαν πάνω τους. Ο εργάτης όμως αντί για νερό τους έφερε τους Γερμανούς.
Οι τρεις φίλοι συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στο Γερμανικό Λιμεναρχείο του Πειραιά και μετά από λίγες ώρες κατέληξαν στις φυλακές Αβέρωφ.
Οι κατακτητές δεν γνώριζαν ότι είχαν στα χέρια τους αυτούς που κατέβασαν τη σβάστικα από την Ακρόπολη.
Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, τους χτυπούσαν ανελέητα ρωτώντας επίμονα αν ήθελαν να πάνε στη Χάιφα. Στη συνέχεια ο ανακριτής του Γερμανικού Πολεμικού Ναυτικού, έδωσε εντολή να τους πάνε με αυτοκίνητο, τον καθένα στο σπίτι του για εξονυχιστικό έλεγχο.
Μετά τις άκαρπες έρευνες και την επιμονή των νέων να αναφέρουν ότι ήθελαν να ταξιδέψουν στην ουδέτερη Σουηδία, καταδικάστηκαν σε δύο χρόνια φυλάκιση ως λαθρεπιβάτες. Στη φυλακή όμως παρέμειναν μέχρι τις 22 Απριλίου του 1942.
Ο Γερμανός που τους καταδίκασε δεν είχε λάβει υπόψη του ότι εκείνη την ημέρα είχε γενέθλια ο Χίτλερ.
Μέχρι τη “χάρη”, η ζωή στις φυλακές Αβέρωφ ήταν φρικτή. Εκτός από το καθημερινό ξυλοδαρμό, τους έβαζαν κάθε πρωί να κάνουν κρύο ντουζ και να τρέχουν γύρω από το προαύλιο. Από τους τρεις, ο Λάκης Σάντας ήταν ο πιο τυχερός και γλίτωσε σχεδόν τα μισά βασανιστήρια.
Αιτία ήταν η Σόνια, μια όμορφη ηθοποιός της επιθεώρησης και φίλη της μητέρας του. Ένας νεαρός «άσσος» της γερμανικής αεροπορίας διατηρούσε σχέσεις με την ηθοποιό και ήταν πολύ ερωτευμένος μαζί της.
Μια φορά που η μητέρα του Σάντα την είδε να κατεβαίνει από το αυτοκίνητό του, πήγε και της χτύπησε την πόρτα. «Σόνια σε παρακαλώ, πες στο φίλο σου τον αξιωματικό να πάει να ιδεί τον Λάκη το γιο μου στου Αβέρωφ, αφού είναι τόσο σπουδαίος και σ΄αγαπάει», της είπε.
Η Σόνια δεν απάντησε, αλλά το έκανε. Λίγες ημέρες μετά, ο αεροπόρος πήγε στη φυλακή, την ώρα που οι κρατούμενοι περίμεναν στην ουρά για να πιουν ένα υγρό, που οι Γερμανοί είχαν βαφτίσει τσάι.
«Σάντα Λάκη» ακούστηκε η φωνή ενός Γερμανού και ο Έλληνας κατάλαβε ότι κάποιος γνωστός του είχε μεσολαβήσει.
Το «Σάντα Λάκη» δεν είχε καμία σχέση με το «Σάντα Απόστολο» που τον φώναζαν.
Τον οδήγησαν στο γραφείο του αδίστακτου ταγματάρχη των Ες Ες, που καθημερινά βασάνιζε τους κρατούμενους και έδινε τις εντολές για τις εκτελέσεις εντός των φυλακών. Ο ιπτάμενος αξιωματικός της Λουβάτφε καθόταν σε καρέκλα, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους αξιωματικούς που ήταν γύρω του όρθιοι.
Ο πιλότος μίλησε στα Γερμανικά και ο διερμηνέας είπε στον Σάντα:
«Ο Φον θέλει να σου πει να μη στεναχωριέσαι, έχεις χαιρετίσματα από την οικογένειά σου και τη δεσποινίδα Σόνια.
Γρήγορα θα βγεις μαζί με τους δύο φίλους σου από τη φυλακή. Έδωσε σχετικές εντολές».
«Τον ευχαριστώ τον κύριο αξιωματικό, εγώ και οι φίλοι μου», απάντησε ο Σάντας.
Έκτοτε, ο ήρωας που μαζί με τον Μανώλη Γλέζο κατέβασαν το σύμβολο του ναζισμού από την Ακρόπολη, καθόταν στο θάλαμο περιμένοντας την αποφυλάκισή του, χωρίς να τον δέρνουν και να τον βασανίζουν.
Στις 22 Απριλίου του 1942, οι τρεις νέοι περνούσαν ελεύθεροι την πόρτα των φυλακών Αβέρωφ.
Πηγή: Λάκης Σάντας, Μια νύχτα στην Ακρόπολη, εκδόσεις Βιβλιόραμα
Διαβάστε επίσης στη “ΜτΧ”: Nίκος Γλέζος. Ο άγνωστος ήρωας και αδελφός του Μανώλη Γλέζου, που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς
Ειδήσεις σήμερα:
- Ο Μητσοτάκης διέγραψε από τη ΝΔ τον Αντώνη Σαμαρά. Τι του καταλογίζει o πρωθυπουργός. Η απάντηση Σαμαρά
- Η έκκληση του επικεφαλής του ΟΗΕ για το κλίμα. Σε εξέλιξη η διάσκεψη COP29. Τι αναφέρει
- Συνεχίζονται και κορυφώνονται αύριο οι εκδηλώσεις για την επέτειο του Πολυτεχνείου. Οι κυκλοφοριακές ρυθμίσεις
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr