Ο Αμερικάνος σκηνοθέτης Ραούλ Γουόλς είπε στον νεαρό ιταλό συνάδελφό του Σέρτζιο Λεόνε στα γυρίσματα της “Ωραίας Ελένης” το 1955: “Το γουέστερν είναι τελειωμένο. Ο κόσμος δεν το θέλει πια”.
Ο Λεόνε, 26 χρόνων τότε, είχε διαφορετική άποψη κι αφού εκπαιδεύτηκε για μια δεκαετία σε φθηνά έπη της Τσινετσιτά, αποφάσισε να αναστήσει το είδος.
Οι ταινίες του με την ετικέτα “σπαγκέτι γουέστερν”, επαναπροσδιόριζαν τον ήρωα-καουμπόι με την ατάραχη μορφή του Κλιν Ίστγουντ, του άσημου ηθοποιού που έγινε κορυφαίος σταρ χάρη και στον Λεόνε.
Γεννήθηκε το 1929 στη Ρώμη.
Οι γονείς του ήταν ηθοποιοί σε βωβές ταινίες. Απέκτησε ρωμαιοκαθολική εκπαίδευση και από μικρός διδάχθηκε το φασιστικό δόγμα του Μουσολίνι. Όμως, η φαντασία του αναζητούσε διέξοδο στις αγαπημένες του παιδικές ενασχολήσεις: ξιφασκία, μαγεία και κουκλοθέατρο.
Επίσης, ήταν άσος στη δημόσια ούρηση. Με τους φίλους του μαζεύονταν γύρω από μια μυρμηγκοφωλιά και ουρούσαν, συναγωνιζόμενοι ποιος θα έπνιγε τα περισσότερα μυρμήγκια.
Άλλοτε πάλι διαγωνίζονταν τίνος τα υγρά θα κυλούσαν πιο γρήγορα σε μια επικλινή ξύλινη σανίδα.
Έτσι περνούσε η ώρα πιο διασκεδαστικά απ’ ότι με τις παρελάσεις και τα φασιστικά εμβατήρια, που ήταν οι κύριες ασχολίες των άλλων παιδιών.
Αφού έβγαλε το γυμνάσιο, ο Λεόνε σπούδασε για λίγο νομικά και κατόπιν ακολούθησε τους γονείς του στον κόσμο του ιταλικού κινηματογράφου.
Δούλεψε αμισθί ως βοηθός στην κλασική ταινία του Βιτόριο ντε Σίκα, “Κλέφτης Ποδηλάτων”, όπου έπαιξε και τον ρόλο ενός Γερμανού ιερέα.
Τη δεκαετία του ’50, βρήκε σταθερή δουλειά σε αμερικανο-ιταλικές συμπαραγωγές με θέμα τους ηρωισμούς αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων.
Στα τέλη της δεκαετίας, αυτά τα επικά έργα είχαν γίνει της μόδας στις ΗΠΑ.
Το επιστέγασμα αυτής της μόδας ήρθε με το Όσκαρ καλύτερης ταινίας που κέρδισε ο “Μπεν Χουρ”.
Στην ταινία, ο Λεόνε ήταν ο βοηθός σκηνοθέτη και συνέβαλε στην περίφημη σκηνή της αρματοδρομίας.
Εκείνη την περίοδο, ο Λεόνε γνώρισε σκηνοθέτες του Χόλιγουντ που έρχονταν στην Ιταλία, όπως ο Ρόμπερτ Γουάιζ, ο Γουίλιαμ Γουάιλερ, ο Φρεντ Ζίνεμαν και ο προαναφερθείς Ραούλ Γολς, του οποίου οι αναμνήσεις από την χρυσή εποχή των γουέστερν επέδρασαν καθοριστικά στο έργο του Λεόνε.
Εκείνη την εποχή, ο Λεόνε έκανε ό,τι δουλειά του έδιναν.
Κάποιες φορές απλώς ολοκλήρωνε ταινίες άλλων σκηνοθετών, ήταν όμως καλοπληρωμένος και σεβαστός.
Η πρώτη ταινία που σκηνοθέτησε μόνος του ήταν “Ο Κολοσσός της Ρόδου”, για την οποία έλεγε ότι τη γύρισε προκειμένου να βγάλει λεφτά για το μήνα του μέλιτος στην Ισπανία.
Το 1961, επιτέλους βρήκε το πρότυπό του, όταν προβλήθηκε στη Ρώμη η ταινία σαμουράι του Ακίρα Κουροσάβα, “Γιοζίμπο”.
Αναγνωρίζοντας τις δυνατότητες για ένα ριμέικ σε στιλ γουέστερν, ο Λεόνε βάλθηκε να εξασφαλίσει χρηματοδότηση.
Το αποτέλεσμα ήταν η ταινία “Για Μια Χούφτα Δολάρια”, μια ανατρεπτική εκδοχή ενός από τα παλαιότερα κινηματογραφικά είδη, που καθιέρωσε τον Λεόνε, τον Ίστγουντ και τον συνθέτη Ένιο Μορικόνε.
Η συνέχεια ήταν εκπληκτική: “Μονομαχία στο Ελ Πάσο”, “Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος” και “Κάποτε στη Δύση”.
Όλα ήταν στιλάτα, φθηνά και θεσπέσια εκκεντρικά, σε μεγάλο βαθμό χάρη στα μουσικά θέματα του Μορικόνε, που έφεραν επανάσταση στην τέχνη του σάουντρακ.
Αργότερα, ο Λεόνε εγκατέλειψε το γουέστερν και ασχολήθηκε με πιο φιλόδοξα σχέδια, όπως το γκανγκστερικό, “Κάποτε στην Αμερική”.
Αφιέρωσε δέκα χρόνια στην ταινία, αλλά την είδε να πετσοκόβεται από το στούντιο και να θάβεται από την κριτική όταν κυκλοφόρησε το 1984.
Πεθαίνοντας από καρδιακή κρίση το 1989, ο Λεόνε άφησε πολλά απραγματοποίητα σχέδια, μεταξύ των οποίων μια επική ταινία για την πολιορκία του Λένινγκραντ και το όνειρο της ζωής του, ένα ακριβό ριμέικ του “Όσα Παίρνει ο Άνεμος”.
Να σου φεύγει το κεφάλι
Ο Λεόνε είχε ετοιμάσει μια σκηνή όπου ο “άσχημος” Γουάλας είναι δεμένος με χειροπέδες και ξαπλωμένος στις σιδηροδρομικές γραμμές, ενώ ένα τρένο έρχεται καταπάνω του.
Δυστυχώς, η απειλή ήταν αληθινή: το τρένο πέρασε σε απόσταση 15 εκατοστών από το κεφάλι του Γουάλας.
Το απίστευτο ήταν ότι ο Λεόνε ζήτησε να ξαναγυριστεί η σκηνή. Πολύ συνετά, ο Γουάλας αρνήθηκε κι από τότε απέφευγε κάθε άλλη επικίνδυνη λήψη.
Όλα στραβά κι ανάποδα
Ο παρ’ ολίγον αποκεφαλισμός του δεν ήταν η μόνη ατυχία του Γουάλας στα γυρίσματα: η όλη διαδικασία υπήρξε χαοτική, σύμφωνα με τον ίδιο.
Ο Λεόνε μιλούσε ελάχιστα αγγλικά, ενώ ο Γουάλας ελάχιστα ιταλικά, οπότε συνεννοούνταν σχεδόν αποκλειστικά στα γαλλικά.
Όχι ότι μιλούσαν και πολύ. Στην αρχή των γυρισμάτων, ο Κλιντ Ίστγουντ προειδοποίησε τον Γουάλας ότι ο Λεόνε ήταν τρελός κι ότι δεν έπρεπε να μπλέκεται κανείς στα πόδια του.
Είχε δίκιο.
Σε κάποια στιγμή, ο Γουάλας κόντεψε να δηλητηριαστεί πίνοντας κατά λάθος οξύ από ένα μπουκάλι που ένα μέλος του συνεργείου τοποθέτησε πλάι σ’ ένα μπουκάλι σόδα.
Όταν ο Γουάλας παραπονέθηκε στον Λεόνε, ο τελευταίος του έδωσε απλώς μια κανάτα γάλα για να ξεπλύνει το στόμα του και παρατήρησε ότι “τα ατυχήματα είναι μέσα στο πρόγραμμα”.
Στο γύρισμα της τελικής σκηνής, με το πιστολίδι στο νεκροταφείο, ο Λεόνε έβαλε έναν άγριο σκύλο να επιτεθεί στον ανύποπτο Γουάλας για να τον κάνει να τρέξει πανικόβλητος, όπως απαιτούσε ο ρόλος!
Κακός συγχρονισμός
Από τα γυρίσματα των ταινιών του Λεόνε δεν έλειψαν και οι αυτοκτονίες.
Ο Αλ Μάλοκ, ηθοποιός με τραχιά χαρακτηριστικά και βετεράνος των ταινιών του Λεόνε, πήδηξε από το παράθυρο του ξενοδοχείου του στο Γουάδιξ της Ισπανίας, ενώ γυριζόταν το “Κάποτε στη Δύση”.
Ο Λεόνε αντέδρασε στην τραγωδία με αδιαφορία για την ανθρώπινη ζωή.
Ενώ το τσακισμένο κορμί του Μάλοκ τοποθετείτο σ’ ένα αυτοκίνητο για τη μεταφορά του στο νοσοκομείο, ο Λεόνε διέταξε τον διευθυντή παραγωγής ν’ αφαιρέσει την καουμπόικη στολή του ηθοποιού: “Πάρε το κουστούμι! Χρειαζόμαστε το κουστούμι!”, φώναξε.
Αργότερα, στο μοντάζ της ταινίας, ο Λεόνε διαπίστωσε ότι σε μια σκηνή, ο Μάλοκ δεν είχε κινηθεί με σωστό συγχρονισμό.
“Δεν μπορούσε να ζήσει άλλη μια μέρα;”, γκρίνιαξε ο σκηνοθέτης. “Θα έπαιρνα άλλο ένα γκρο πλαν”.
Για μια χούφτα γιεν
Όποιος έχει δει την κλασική ταινία του Ακίρα Κουροσάβα, “Γιοζίμπο”, γνωρίζει ότι το “Για μια χούφτα δολάρια”, του Λεόνε αποτελεί πιστό ριμέικ.
Ο Λεόνε όμως δεν έδειχνε να κατανοεί τις νομικές συνέπειες της αντιγραφής.
Ουδέποτε παραδέχθηκε δημόσια το χρέος του στον Κουροσάβα και δεν του πρόσφερε ποσοστά από τα κέρδη.
Μάλιστα, ενώ γυριζόταν η ταινία, η εταιρεία παραγωγής έδωσε εντολή σε όλους τους ενδιαφερόμενους “να μην αναφέρουν, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, τη λέξη “Γιοζίμπο”.
Όταν ο Κουροσάβα πληροφορήθηκε τα καθέκαστα, έστειλε στον Λεόνε μια επιστολή επαινώντας την ταινία και ζητώντας το μερίδιό του.
“Είναι θαυμάσια ταινία, αλλά είναι δική μου ταινία”, έγραψε ο Κουροσάβα. “Αφού η Ιαπωνία έχει υπογράψει τη Συνθήκη της Βέρνης για τα διεθνή πνευματικά δικαιώματα, πρέπει να πληρωθώ”.
Ο Λεόνε, ενθουσιασμένος που ένας σκηνοθέτης αυτού του βεληνεκούς απειλούσε με μήνυση, τελικά δέχθηκε να δώσει το 15% των εσόδων από τις διεθνείς προβολές της ταινίας.
ΠΗΓΗ: “Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΖΩΗ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΣΚΗΝΟΘΕΤΩΝ”, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΙΩΡΑ
Διαβάστε επίσης στη “ΜτΧ”: Ο άγνωστος Κλιντ Ίστγουντ. Παίζει πιάνο, έχει πάθος με την τζαζ, κατατάχθηκε στο στρατό, αλλά δεν πολέμησε στην Κορέα. Τα χρόνια της μοναξιάς, οι απιστίες και τα νόθα παιδιά…
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr