Ο Ογκίστ Ροντέν ήταν κάθε άλλο παρά “διανοούμενος”. Ιδιοφυής ναι, λογικός όχι. Είναι ειρωνικό που το πιο διάσημο έργο του, “Ο Στοχαστής”, θεωρείται παγκόσμιο σύμβολο της φιλοσοφίας και της διανόησης.
Ο Ροντέν προτιμούσε τη δράση από την περισυλλογή και ήθελε το έργο του να απεικονίζει έναν καλλιτέχνη σαν τον ίδιο.
Με τον “Στοχαστή” περιγράφει τη μνημειώδη προσπάθεια της καλλιτεχνικής δημιουργίας, στην οποία αφιέρωσε τη ζωή του.
Οι δημιουργικές του τάσεις εμφανίστηκαν νωρίς.
Γόνος εργατικής οικογένειας του Παρισιού, ο Φρανσουα Ογκίστ Ρενέ Ροντέν υπήρξε εξαιρετικά κακός μαθητής.
Όταν άφησε το σχολείο στα 14 του χρόνια, διάβαζε δύσκολα, μετρούσε μετά βίας και διακήρυττε: “Τα ορθογραφικά λάθη δεν είναι χειρότερα από τα σχεδιαστικά λάθη που κάνουν όλοι οι άλλοι”.
Ο πατέρας του του επέτρεψε επιφυλακτικά να γραφτεί το 1854 στην Αυτοκρατορική Σχολή Σχεδίου και Μαθηματικών, ένα κρατικά επιδοτούμενο ινστιτούτο, που δίδασκε σχέδιο σε διακοσμητές.
Μετά από δυο χρόνια εκεί, ο Ροντέν προσπάθησε να μπει στην πιο επιφανή Σχολή Καλών Τεχνών, αλλά απέτυχε στις εξετάσεις τρεις φορές.
Απογοητεύτηκε, αλλά με τον καιρό υιοθέτησε μια συμπεριφορά του τύπου “Δεν με απολύεις εσύ – παραιτούμαι εγώ”.
Πάντως, ο πατέρας του κουράστηκε να πληρώνει κι επέμεινε να πιάσει ο γιος του κανονική δουλειά.
Έτσι, άρχισε να εργάζεται ως βοηθός καλλιτεχνών σε ατελιέ κι εργαστήρια.
Μετά από δέκα χρόνια στη δούλεψη άλλων, έκανε την πρώτη του έκθεση στις Βρυξέλλες το 1871.
Θα σε δω… στην κόλαση
Το 1875 ο Ροντέν πήγε στην Ιταλία να δει τα αριστουργήματα της Αναγέννησης.
Αφού μελέτησε τον Μικελάντζελο, ακολούθησε η πρώτη του απόπειρα για γυμνό και το πρώτο του σκάνδαλο, με το άγαλμα ενός τέλεια μυώδους άντρα με τίτλο: “Η Εποχή του Μπρούντζου”.
Σε μία εποχή που η γλυπτική προτιμούσε τα νεοκλασικά ιδεώδη από τις ρεαλιστικές περιγραφές του ανθρώπινου σώματος, η μορφή ήταν εκπληκτικά ζωντανή – σε βαθμό που οι κριτικοί των κατηγόρησαν ότι καλούπωσε το άγαλμα πάνω σε ένα ζωντανό μοντέλο, αντί να να το σχηματίσει με το χέρι του.
Χρειάστηκε κυβερνητική έρευνα για να λήξει το θέμα.
Ωστόσο, η φασαρία κίνησε την προσοχή του Γαλλικού Υπουργείου Καλών Τεχνών, που αγόρασε το άγαλμα το 1880 και κατόπιν του ανέθεσε να σχεδιάσει μια μνημειώδη πόρτα για ένα προγραμματισμένο μουσείο διακοσμητικών τεχνών.
Ο Ροντέν στράφηκε στη “Θεία Κωμωδία” του Δάντη, που περιγράφει την Κόλαση, το Καθαρτήριο και τον Παράδεισο.
Εστιάζοντας στα αιώνια μαρτύρια των καταραμένων, ονόμασε το έργο του, “Οι Πύλες της Κόλασης”.
Άρχισε με ενθουσιασμό, σχεδιάζοντας και προετοιμάζοντας μορφές.
Αποφάσισε το μέγεθος του έργου (4,5 μ ύψος και 3,5 μέτρα πλάτος) και τη γενική προσέγγιση (γυμνές μορφές να βγαίνουν από την επιφάνεια) και κατόπιν έβαλε μπρος.
Αλλά δεν άντεχε την ιδέα να τελειώσει και το έργο δεν ολοκληρώθηκε όσο ζούσε.
Κατά καιρούς το Υπουργείο ρωτούσε “τι απέγιναν οι πύλες” και τελικά τα παράτησαν όταν τα σχέδια για το μουσείο μπήκαν στο ράφι.
Το σχόλιο του Ροντέν ήταν “και οι καθεδρικοί; τελειώνουν ποτέ;”
Όταν μια πόρτα κλείνει…
Όμως, όλο αυτό δεν ήταν μάταιο.
Ενέπνευσε τον Ροντέν γι’ άλλα έργα, όπως “Ο Στοχαστής”, που ξεκίνησε ως απεικόνιση του Δάντη.
Αρχικά φαντάστηκε τον ποιητή ως όρθια μορφή με μανδύα, ενστικτωδώς όμως προτίμησε την εννοιολογία από την αλληγορία.
Αντί να δείξει ένα ιστορικό πρόσωπο, ο Ροντέν αποφάσισε να σχεδιάσει έναν ανώνυμο καλλιτέχνη τη στιγμής της έμπνευσης.Έβαλε τη μορφή, που τότε λεγόταν “Ο Ποιητής”, να βγαίνει από το πάνω μέρος του πλαισίου, όχι μόνο συλλογιζόμενος τα μαρτύρια των ψυχών στην κόλαση, αλλά και δημιουργώντας με τη φαντασία του όλο το έργο.
Όπως το έθεσε ο Ροντέν: “Δεν είναι ονειροπόλος. Είναι δημιουργός”.
Κατόπιν αποφάσισε ν’ απομονώσει το έργο από την πύλη και να το εκθέσει αυτόνομο.
Η μορφή έγινε ακόμη λιγότερο αλληγορική, αφού ο Ροντέν την ονόμασε “Ο Στοχαστής”.
Χωρίς συμφραζόμενα, το γλυπτό γίνεται ανώνυμο και κυριολεκτικά αφηρημένο.
Πολλές άλλες μορφές από τις “Πύλες της Κόλασης” αυτονομήθηκαν.
“Το Φιλί” ξεκίνησε ως απεικόνιση του Πάολο και της Φραντσέσκα, των δύο εραστών στο 5ο άσμα της Κόλασης.
Οι “Τρεις Σκιές” βρίσκονταν στην κορυφή των Πυλών, απεικόνιση της επιγραφής στην είσοδο της κόλασης: “ Όποιος με διαβεί αφήνει κάθε ελπίδα πίσω”.
Ενώ δούλευε ακόμη τις Πύλες, ο Ροντέν προχώρησε σε νέα σχέδια και νέα σκάνδαλα.
Μια σειρά από αναθέσεις για δημόσια μνημεία τον έκαναν γνωστό σ’ ευρύτερο κοινό, αλλά προκάλεσαν κι επικρίσεις.
Η προτομή του Ονορέ ντε Μπαλζάκ σήκωσε θύελλα αντιδράσεων και χαρακτηρίστηκε παχύσαρκο τέρας, άμορφος όγκος και γιγάντιο έμβρυο.
Πάντως η φήμη του αυξήθηκε σε βαθμό που στο τέλος του αιώνα είχε γίνει κοσμική φιγούρα.
Οι γυναίκες τον έβρισκαν ακαταμάχητο και τον έβλεπαν ως καλλιτεχνική ιδιοφυΐα.
Εκείνος δεν είχε αντίρρηση, προπάντων αφού πλήρωναν γενναία για να σκαλίσει το μπούστο τους.
Ο Ροντέν δημιουργούσε όλο και πιο αποσπασματικές μορφές, δεκάδες χέρια, πόδια και κεφάλια εμπνευσμένα από τα απομεινάρια ελληνικών και ρωμαϊκών γλυπτών.
Ήθελε το έργο του να μένει ημιτελές, αφήνοντας να φαίνονται τα σημάδια από το καλούπωμα και τα δακτυλικά αποτυπώματα.
Το 1911 οι Γάλλοι τον έβλεπαν ως εθνικό θησαυρό.
Η κυβέρνηση αγόρασε το σπίτι στο Παρίσι, το Οτέλ Μπιρόν, για να γίνει μουσείο.
Ως αντάλλαγμα, ο Ροντέν δώρισε όλο το έργο του στο κράτος.
Με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου κατέφυγε στο εξοχικό του στη Μεντόν, νοτιοδυτικά του Παρισιού, όπου δεν χρειαζόταν ν’ αντιμετωπίζει ούτε την έλλειψη κάρβουνου και τροφίμων ούτε την απειλή γερμανών στρατιωτών.
Συνέχισε να δουλεύει, μέχρι που υπέστη εγκεφαλικό τον Ιούλιο του 1916.
Πέθανε στη Μεντόν, περιστοιχισμένος από θαυμαστές του, τον Νοέμβριο του 1917.
Έρως αλά Ροντέν
Ο Ροντέν συνάντησε τη ράφτρα Ροζ Μπερέ το 1864.
Ενώ πόζαρε γι’ αυτόν, έμεινε έγκυος.
Ο γιος τους γεννήθηκε το 1866, αν κι ο Ροντέν δεν τον αναγνώρισε ποτέ.
Για το υπόλοιπο της ζωής τους, η Μπερέ παρέμεινε αφοσιωμένη στον καλλιτέχνη: του καθάριζε, του μαγείρευε και κοιμόταν στο κρεβάτι του.
Τούτο δεν τον εμπόδισε να κυνηγά άλλες γυναίκες.
Όταν συναντήθηκε με την Καμίλ Κλοντέλ το 1882, εκείνος ήταν καθιερωμένος και η Κλοντέλ νεαρή μαθητευόμενη, που τον εντυπωσίασε με τις ικανότητές της, την ευφυΐα και τη φιλοδοξία της.
Σύντομα συνεργάζονταν και συζούσαν σε μία ερωτική φωλιά στην εξοχή.
Το πάθος δεν κράτησε και τελικά χώρισαν το 1898.
Η Μπερέ πάντως του στάθηκε πιστή.
Οι περισσότεροι δεν μπορούσαν να καταλάβουν πώς, ενώ ο Ροντέν ήταν πλούσιος και διάσημος, αυτή έδειχνε ικανοποιημένη στη θέση της υπηρέτριας.
Όταν και οι δύο ήταν στα τελευταία τους, οι φίλοι τους έπεισαν επιτέλους τον Ροντέν ότι η σχέση έπρεπε να επισημοποιηθεί.
Παντρεύτηκαν στις 29 Ιανουαρίου 1917, καταχείμωνο, εν μέσω πολέμου.
Η Μπερέ ήταν κατάκοιτη στον γάμο και πέθανε δύο εβδομάδες αργότερα.
ΠΗΓΗ: “Η Μυστική Ζωή των Μεγάλων Ζωγράφων” από τις εκδόσεις “ΑΙΩΡΑ”.
Διαβάστε ακόμα: Η γυναίκα γλύπτρια που προσπάθησε να σπάσει το ανδρικό κατεστημένο στην τέχνη. Τρελάθηκε και η οικογένεια της την εγκατέλειψε σε ψυχιατρείο. Η Καμίλ Κλοντέλ πέθανε μετά από 30 χρόνια εγκλεισμού.
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr