Ο ποιητής Ράινερ Μαρία Ρίλκε ήταν πολύ νέος όταν επισκέφθηκε τον ηλικιωμένο Τολστόι στο κτήμα του. Έκαναν τον περίπατό τους στην εξοχή, συντροφιά με την πανταχού παρούσα Λου Αντρέας – Σαλομέ. Τότε ο Τολστόι ρώτησε τον Ρίλκε: «Σε τι είστε αφιερωμένος αυτή την εποχή;»
Ο ποιητής απάντησε συνεσταλμένα: «Στη λυρική ποίηση». Η αντίδραση του Τολστόι ήταν προσβλητική, ένας λίβελος εναντίον κάθε είδους λυρικής έκφρασης, στην οποία έλεγε δεν πρέπει να αφιερώνεται κανείς και για κανένα λόγο.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως τα λόγια του ηλικιωμένου Ρώσου συγγραφέα μπήκαν από το ένα αυτί του νεαρού Ρίλκε και βγήκαν από το άλλο, καθώς στην ιστορία της λογοτεχνίας δεν πρέπει να υπάρχουν πολλοί ποιητές που να έχουν περισσότερο αφιερωθεί, με όλη τη σημασία της λέξης στη λυρική έκφραση.
Οι αναρίθμητες γυναίκες του Ρίλκε
Κρίνοντας από τις επιστολές και τα ημερολόγιά του, ο Ρίλκε πέρασε όλη του τη ζωή εν αναμονή της λυρικής έμπνευσης.
Την αναμονή αυτή μοιραζόταν με διάφορες γυναίκες, οι περισσότερες αριστοκράτισσες που, με μεγάλη προθυμία, του έδιναν καταφύγιο στα κάστρα και τις ιδιοκτησίες τους, ώστε να “περιμένει” με μεγαλύτερη άνεση.
Έτρεφε ερωτικά ή απλώς φιλικά αισθήματα για τη γοητευτική Λου Αντρέας – Σαλόμε, την απελπισμένη Ελεονόρα Ντούζε, την πριγκίπισσα Μαρί φον Τουρν και πολλές ακόμη που συνθέτουν μια ατελείωτη λίστα, η οποία ίσως φαντάζει υπερβολική, αλλά δεν είναι.
Μόνο με δύο από τις κυρίες η σχέση του δεν ευτύχησε και τόσο. Η κόμισσα Ντε Νοάιγ τον βρήκε άσχημο και η πρώτη ερώτηση που του απηύθυνε με πολύ σοβαρό τόνο, αμέσως μόλις συστήθηκαν, ήταν: «Κύριε Ρίλκε, τι πιστεύετε για τον έρωτα; Τι σκέφτεστε για τον θάνατο;».
Όσο για την ντίβα Ντούζε, για την οποία ο Ρίλκε ένιωθε θαυμασμό, παρότι όταν τη γνώρισε ήταν ήδη ανήμπορη, ηλικιωμένη και ψυχικά διαταραγμένη, η στενή τους φιλία διακόπηκε απότομα εξαιτίας ενός παγονιού.
Βρίσκονταν σε ειδυλλιακό πικνίκ σε κάποιο από τα νησιά της Βενετίας και έπιναν το τσάι τους, όταν το πτηνό πλησίασε από πίσω και με τη δυνατή, βραχνή φωνή έκραξε μέσα στο αυτί της ηθοποιού. Τρομοκρατημένη εκείνη, έφυγε τρέχοντας όχι μόνο από το πικνίκ, αλλά και από την ζωή του Ρίλκε…
Ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε ήταν κοντός, ασθενικός με μακρόστενο κεφάλι, μεγάλη μύτη και ζωγραφιστά χείλη που τόνιζαν το ελαφρώς πεταχτό πιγούνι του με το βαθύ λακκάκι. Είχε όμορφα και τεράστια μάτια και σύμφωνα με την περιγραφή της πριγκίπισσας Τάξις είχε «μάτια γυναίκας με μια αναλαμπή σκανταλιάρικης παιδικότητας»,
Οι γυναίκες που βρέθηκαν κοντά του συμφωνούσαν ότι η συντροφιά του ήταν πολύ ευχάριστη. Ο ίδιος έλεγε ότι μόνο με τις γυναίκες μπορούσε να μιλάει, ότι μόνο εκείνες καταλάβαινε και ότι μόνο με εκείνες ένιωθε άνετα. Όχι όμως για μεγάλα διαστήματα.
«Τι τα θέλετε», είπε κάποτε ο φίλος του Κάσνερ προσπαθώντας να εξηγήσει στην πριγκίπισσα Τάξις μια καινούρια εξαφάνιση του Ρίλκε. «Όλες αυτές οι γυναίκες στο τέλος τον κάνουν πάντα να πλήττει…».
Η αιώνια αναμονή του Ρίλκε
Πέρασε όλη του τη ζωή υποφέροντας από αρρώστιες τόσο σωματικές όσο και ψυχικές, ενόσω περίμενε τη λυρική έμπνευση.
Οι κοντινοί του άνθρωποι τον έβλεπαν πάντα να υποφέρει και να βασανίζεται. Εκείνος δεν δίσταζε να αναφέρει στις άφθονες επιστολές και τα ημερολόγιά του ότι ήταν «οι αδιάκοπες κακοτυχίες» του τον εμπόδιζαν «να εργαστεί σοβαρά» όπου κι αν βρισκόταν.
Όταν φιλοξενείτο στον έξοχο πύργο Μπεργκ, στο καντόνι της Ζυρίχης, ο μακρινός ήχος ενός ηλεκτρικού πριονιστηρίου στην άλλη άκρη του πάρκου τον δυσκόλευε να συγκεντρωθεί και να συλλάβει τους στίχους του. Η σύνθεση των «Ελεγειών του Ντουίνο» του πήρε δέκα χρόνια, εκ των οποίων τα περισσότερα ήταν απλώς χρόνια αναμονής.
Όταν ήταν τυχερός, άκουγε φωνές. Μέσα στην αντάρα της καταιγίδας, άκουσε μια φωνή να τον καλεί.
Του ψιθύρισε στο αυτί: «Ποιος τάχα θα με άκουγε, αν φώναζα, από τις τάξεις των αγγέλων;»
Έμεινε ακίνητος, να ακούει τη φωνή του Θεού.
Στη συνέχεια έβγαλε το μικρό σημειωματάριο που είχε πάντα μαζί του, σημείωσε αυτούς τους στίχους και ύστερα μερικούς ακόμη που σχηματίστηκαν σχεδόν άθελά του.
Ως το βράδυ, η «Πρώτη Ελεγεία» είχε τελειώσει.
Το τέλος του Ρίλκε
Ο Ρίλκε γεννήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου του 1875 και πέθανε από λευχαιμία με φριχτούς πόνους σε νοσοκομείο του Βαλμόν στην Ελβετία, στις 29 Δεκεμβρίου 1926, σε ηλικία 51 ετών.
Στην επιτάφιο πλάκα χάραξαν τους στίχους που είχε συνθέσει ο ίδιος:
Ρόδο, ω καθαρή αντινομία, απόλαυση
Του κανενός ο ύπνος να ‘σαι κάτω από τόσα
Βλέφαρα.
Πηγή χαρακτηριστικής εικόνας: Wikimediamtx Commons
Διαβάστε στη “ΜτΧ”: Η συγγραφέας του βιβλίου «Ανεμοδαρμένα Ύψη», πέθανε 30 χρόνων και έγραψε μόνο ένα έργο. Ήταν σκληρή κοπέλα, που έχασε νωρίς δύο αδελφές και έλεγαν ότι είχε ερωτικό δεσμό με τον αδερφό της.
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr