ΠΗΓΗ: “Η Μυστική Ζωή των Μεγάλων Ζωγράφων” από τις εκδόσεις “ΑΙΩΡΑ”.
Ο Ρέμπραντ δεν ενδιαφερόταν για την ιταλική τέχνη. Δεν πήγε καν στη Ρώμη, όπως έκαναν τότε οι καλλιτέχνες. Όμως πήρε κάτι από τους Ιταλούς: υπέγραφε τα έργα του απλώς ως Ρέμπραντ. Σαν τους Ραφαήλ, Λεονάρντο και Μικελάντζελο, ήταν γνωστός με το μικρό του όνομα.
Βρώμικα νύχια
Ο Ρέμπραντ ήταν το όγδοο από τα εννέα παιδιά της οικογένειάς μυλωνάδων Βαν Ριν στο Λέιντεν. Ήταν εξαιρετικά ευφυής. Στα 14 τον έγραψαν στο πανεπιστήμιο. Εκείνος είχε όμως, άλλα σχέδια και λίγο μετά το 1620, πήγε να μαθητεύσει ως καλλιτέχνης. Αφού τελείωσε τις σπουδές, εγκαταστάθηκε στο Άμστερνταμ.
Τη χρυσή εποχή της Ολλανδίας, οι πολίτες ανέθεταν σε καλλιτέχνες να ζωγραφίζουν τους ίδιους και τις οικογένειές τους. Η τέχνη βρισκόταν σε άνθηση και ο Ρέμπραντ αντιμετώπιζε μεγάλο ανταγωνισμό. Το ύφος του ήταν πολύ δημοφιλές, καθώς δεν απέδιδε μόνο το παρουσιαστικό των πελατών του, αλλά και στοιχεία της προσωπικότητάς τους.
Στα καλύτερα πορτρέτα του, ο Ρέμπραντ πρόσθετε δράμα.
Στο «Μάθημα ανατομίας του Δρ Τουλπ», που απεικονίζει ένα γνωστό γιατρό περιτριγυρισμένο από χειρουργούς, ο Ρέμπραντ τον βάζει να δείχνει πώς λειτουργούν οι τένοντες του χεριού.
Ο Ρέμπραντ πήγε ενάντια στο ρεύμα της εποχής, που ζητούσε λάμψη, ωραίες, χυμώδεις γυναίκες και μυώδεις άντρες.
Απλοποίησε τις συνθέσεις, αφαιρώντας καθετί περιττό κι απεικονίζοντας τα πρόσωπα ως απλούς ανθρώπους.
Στο «Σαμσών και Δαλιδά», η γόησσα με το γαλάζιο φόρεμα μοιάζει με κορίτσι της ταβέρνας.
Η μόνη νότα πολυτέλειας, το σατέν πέπλο της, αναιρείται από τα βρώμικα νύχια των ποδιών της.
Περίπολος εν δράσει
Το άστρο του Ρέμπραντ ήταν σε άνοδο κατά τη δεκαετία του 1630.
Είχε πολλούς πελάτες και μαθητές.
Το 1634 παντρεύτηκε τη νεαρή Σάσκια Ουίλερμπουχ κι άρχισε αμέσως να τη ζωγραφίζει.
Άλλοτε υποδυόταν τον εαυτό της, άλλο τη ρωμαϊκή θεότητα Φλόρα και κάποτε την πόρνη που κάθεται στο γόνατο του άσωτου υιού, στον οποίο ο Ρέμπραντ έδωσε τη μορφή του.
Ανέλαβε να ζωγραφίσει το ομαδικό πορτρέτο μιας πολιτοφυλακής στο Άμστερνταμ.
Σήμερα είναι γνωστό ως «Νυχτερινή περίπολος» και είναι γεμάτο έξαψη και ενέργεια.
Ο λοχαγός καλεί τους άντρες να προχωρήσουν.
Ένας τυμπανιστής χτυπά, ο σημαιοφόρος σηκώνει το λάβαρο, οι άντρες υψώνουν μουσκέτα και δόρατα.
Το κοινό ενθουσιάστηκε, όμως ο θρίαμβος επισκιάστηκε από ένα θλιβερό γεγονός.
Η Σάσκα έπασχε από φυματίωση.
Πέθανε τον Ιούνιο του 1642, αφήνοντας τον Ρέμπραντ με τον γιο τους, Τίτους, που δεν είχε κλείσει ούτε το πρώτο του έτος.
Η αδυναμία στις υπηρέτριές του
Ο Ρέμπραντ προσπάθησε να μείνει πιστός στη μνήμη της γυναίκας του, αλλά η παρουσία της οικονόμου του ήταν πειρασμός και σε λίγα χρόνια σύναψαν ερωτική σχέση.
Κατόπιν «έβαλε» στο μάτι τη νέα του υπηρέτρια. Έδιωξε την οικονόμο, ενώ την υπηρέτρια την έσυραν έγκυο στο εκκλησιαστικό συμβούλιο, γιατί διήγε αμαρτωλό βίο.
Η δεκαετία υπήρξε καταστροφική. Μετά το 1650 τα γούστα του κοινού είχαν αλλάξει.
Ο Ρέμπραντ αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα και έπαιρνε δάνεια από προστάτες και τοπικούς επιχειρηματίες.
Μετέφερε μέρος της περιουσίας του στον Τίτους κι έβγαλε τα υπάρχοντά του στο σφυρί για να πληρώσει τους πιστωτές.
Το σπίτι βγήκε σε πλειστηριασμό και ο Ρέμπραντ, ο 15χρονος Τίτους, η υπηρέτρια Χέντριγκγε και η νεογέννητη Κορνήλια μετακόμισαν σε μια φτωχογειτονιά.
Το έργο που προκάλεσε τους Ολλανδούς
Πάντως ο Ρέμπραντ είχε αυτοπεποίθηση. Θεωρούσε ότι αν ρίσκαρε, θα κέρδιζε.
Η ευκαιρία παρουσιάστηκε το 1661, όταν του ανατέθηκε να ζωγραφίσει έναν πίνακα για το νέο δημαρχείο.
Το θέμα, η «Συνωμοσία του Claudius Civilis», ήταν πολύ αγαπητό στην πόλη.
Σύμφωνα με τον θρύλο, το 69 μ.Χ. οι Μπατάβοι, γερμανική φυλή από την οποία θεωρείται ότι κατάγονται οι Ολλανδοί, εξεγέρθηκαν ενάντια στη ρωμαϊκή καταπίεση.
Τον 17ο αιώνα το γεγονός συγκρινόταν με τον πρόσφατο αγώνα της Ολλανδίας κατά της Ισπανίας.
Δημοφιλείς γκραβούρες απεικόνιζαν το συμπόσιο όπου ο λαός της Μπατάβιας έδωσε όρκο πίστης και διακήρυξε τον ξεσηκωμό κατά της Ρώμης.
Συνήθως παρουσιάζονταν να στέκουν όλοι γύρω από ένα τραπέζι και να επισφραγίζουν τη δέσμευση με χειραψίες.
Στο έργο του Ρέμπραντ τα πράγματα αλλάζουν.
Οι Μπατάβοι δεν είναι πολιτισμένοι πρωτο-Ολλανδοί, αλλά βάρβαροι με τραχιά κι άγρια εμβλήματα.
Η βλοσυρή και σκαμμένη όψη του Civilis τονίζεται από το αριστερό μάτι που λείπει, λεπτομέρεια που ο Ρέμπραντ βρήκε σε παλιές εξιστορήσεις.
Κι αντί για ευγενείς χειραψίες, οι συνωμότες διασταυρώνουν τα σπαθιά τους με του Civilis.
Οι Ολλανδοί δεν ενθουσιάστηκαν. Αντί για σεβάσμια απεικόνιση των προγόνων τους βρέθηκαν εμπρός σε μια μεθυσμένη πρόσκληση για εξέγερση.
Ο Ρέμπραντ πίστεψε ότι θα προσέλκυε το κοινό όπως έκανε με τη «Νυχτερινή Περίπολο», αλλά έπεσε έξω.
Οι επίσημοι απαίτησαν να αποσυρθεί το έργο.
Ο θάνατος ενός κλασικού
Η δεκαετία του 1660 ήταν μια τρομερή περίοδος πανώλης και θανάτου.
Η αρρώστια πήρε τη Χέντριγκγε το 1662.
Κατόπιν, ο Τίτους, που εμπορευόταν έργα τέχνης, πέθανε το 1668.
Παρ’ όλα αυτά, στο τέλος της ζωής του, ο Ρέμπραντ δημιούργησε πολλά από τα σπουδαιότερα έργα του.
Πέθανε στις 4 Οκτωβρίου 1669, με μόνη συντροφιά την κόρη του Κορνηλία και θάφτηκε σε νοικιασμένο τάφο.
Πολλοί κριτικοί τον καταδίκασαν για το «χυδαίο» ύφος του.
Μόλις τον 19ο αιώνα οι ρομαντικοί τον καταλόγισαν ανάμεσα στις καλλιτεχνικές ιδιοφυίες.
Ο Βίνσεντ βαν Γκογκ είπε για ένα όψιμο έργο του Ρεμπράντ: «Ευχαρίστως θα έδινα δέκα χρόνια απ’ τη ζωή μου για να κάθομαι μπροστά σ’ αυτόν τον πίνακα δέκα μέρες μ’ ένα ξεροκόμματο ψωμί».
ΠΗΓΗ: “Η Μυστική Ζωή των Μεγάλων Ζωγράφων” από τις εκδόσεις “ΑΙΩΡΑ”.
Διαβάστε ακόμα στη “ΜτΧ”: Ο καλλιτέχνης που ξεγέλασε τον Γκέρινγκ και τους ειδικούς, πλαστογραφώντας πίνακες του περίφημου Γιοχάνες Βερμέερ. Γιατί και οι κλέφτες προτιμούν τα έργα του Βερμέερ;
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr