Γεννήθηκε στην Ινδία, εργάστηκε ως δημοσιογράφος, κατέκτησε τη διασημότητα από πολύ νέος, ταξίδεψε στην Ιαπωνία, τον Καναδά, τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Βραζιλία, την Κεϋλάνη, τη Νότια Αφρική.
Τα πιο ευτυχισμένα όμως χρόνια της ζωής του ήταν τα πρώτα παιδικά του χρόνια στη Βομβάη, περιστοιχισμένος από Ινδούς υπηρέτες που ικανοποιούσαν όλα τα καπρίτσια του κι από έναν πολύβουο χρωματιστό κόσμο, που πάντα τον νοσταλγούσε όταν βρισκόταν στην Αγγλία και κυρίως όταν στα 6 του χρόνια τον έστειλαν στο Σάουθσι για να λάβει βρετανική εκπαίδευση.
Στο αυτοβιογραφικό έργο του «Κάτι από τη ζωή μου», ονομάζει «Σπίτι της Απόγνωσης» το μέρος όπου εκείνος και η αδερφή του αναγκάστηκαν να μείνουν για πολλά χρόνια μακριά από τους γονείς τους, οι οποίοι είχαν παραμείνει στην Ινδία.
Τόσο πολύ τον βασάνιζε η γυναίκα που διηύθυνε εκείνο το σπίτι και ο γιος της, ώστε όταν μια φορά επισκέφτηκε η μητέρα του και πήγε στο κρεβάτι του για να τον χαιρετήσει στη μέση της νύχτας, η πρώτη αντίδραση του μικρού Κίπλινγκ ήταν να σηκώσει το χέρι του για να προστατέψει το πρόσωπό του.
Ο απογοητευτικός γάμος
Δεν είχε πολλές φιλίες, ούτε με συγγραφείς ομόλογούς του, αλλά ούτε και με άλλους ανθρώπους.
Ο καλύτερός του φίλος ήταν ο Γουώλκοτ Μπαλεστιέ, ένας Αμερικάνος που πέθανε πολύ νέος.
Ο Μπαλεστιέ ωστόσο του άφησε κληρονομιά το «Ναουλάκα», ένα βιβλίο που έγραφαν μαζί, και τον έρωτα στο πρόσωπο της αδερφής του, Καρολάιν ή Κάρι, που αργότερα έγινε η κυρία Κίπλινγκ.
Με τον γοητευτικό κουνιάδο νεκρό πια, φαίνεται ότι αυτός ο γάμος δεν τελέστηκε με ιδιαίτερη επισημότητα και ότι δεν ήταν τόσο χαρούμενος, στο ξεκίνημά του τουλάχιστον.
Ο Χένρι Τζέιμς, ένας άλλος από τους λιγοστούς φίλους του Κίπλινγκ, είχε επιφορτιστεί να παραδώσει τη νύφη στη γαμήλια τελετή, αλλά σε μια κατοπινή σχετική αναφορά του έγραψε:
«Ήταν η αδερφή του καημένου του Γουώλκοτ Μπαλεστιέ. Μια γυναικούλα σκληρή, θρησκευόμενη, ικανή, χωρίς κανέναν ιδιαίτερο χαρακτήρα, που δεν καταλαβαίνω καθόλου γιατί την παντρεύτηκε. Δεν προβλέπω να έχουν μέλλον, παρότι εγώ την παρέδωσα στην εκκλησία. Ένας τρομακτικός, μικρός γάμος, στον οποίο παρευρέθηκαν μόνο τέσσερις άντρες, μιας και η μητέρα και η αδερφής της νύφης ήταν άρρωστες με γρίπη».
Οι απώλειες των παιδιών του
Οι συλλογές διηγημάτων του Κίπλινγκ διαβάζονταν μανιωδώς πρώτα στη γενέτειρα του, την Ινδία και ύστερα στον υπόλοιπο αγγλόφωνο και μη κόσμο.
Η δημοτικότητά του ήταν τεράστια. Όταν το 1898 αρρώστησε από πνευμονία λίγο μετά την άφιξή του στη Νέα Υόρκη και υπήρχε φόβος για τη ζωή του, τα πλήθη συναθροίζονταν στην πόρτα του ξενοδοχείου του για να ακούσουν το ιατρικό ανακοινωθέν, σαν να επρόκειτο για έναν από τους πατέρες του έθνους.
Ο Κίπλινγκ συνήλθε, όχι όμως και η μεγαλύτερη κόρη του, Τζόζεφιν, που αποχαιρέτησε τη ζωή σε ηλικία 6 ετών, χωρίς τα πλήθη να το καταλάβουν στην πραγματικότητα παρά μόνο μέσω της οδύνης του πατέρα της.
Πολλά χρόνια αργότερα, ο Κίπλινγκ έχασε στο μέτωπο τον 18χρονο γιο του, Τζον, που μόλις είχε καταταγεί.
Χρειάστηκε να περάσουν δύο ολόκληρα χρόνια από τη μέρα που τον πληροφόρησαν ότι ο γιος του είχε τραυματιστεί και είχε εξαφανιστεί στη μάχη του Λόος, μέχρι να τον ενημερώσουν για τις γενναίες συνθήκες υπό τις οποίες είχε πεθάνει και να ανακοινώσουν επίσημα τον θάνατό του.
Το σώμα του νέου δεν βρέθηκε ποτέ.
Ο μοναχικός Κίπλινγκ
Ήταν μόνο 41 ετών όταν το 1907 του απονεμήθηκε το Βραβείο Νόμπελ, το οποίο αποδέχτηκε παρότι στη χώρα του είχε αρνηθεί τον τίτλο του Δαφνοστεφούς Ποιητή, το Βρετανικό Παράσημο της Αξίας και διάφορες άλλες διακρίσεις ευγενείας.
Στάθηκε άτυχος όμως, αφού, ενόσω εκείνος ταξίδευε προς τη Στοκχόλμη, πέθανε ο βασιλιάς της Σουηδίας, οπότε βρήκε τη χώρα βυθισμένη στο πένθος.
Το «Αν», το ποίημά του, έγινε τόσο διάσημο, που του δημιούργησε πρόβλημα με το αγαπημένο του κοινό, τα παιδιά.
Όταν πήγαινε να επισκεφτεί σχολεία, τον αποδοκίμαζαν που το είχε γράψει, αφού εξαναγκάζονταν συχνά να το αντιγράφουν ως τιμωρία.
Στη ζωή του κατηγορήθηκε ως «ιμπεριαλιστής» συγγραφέας, μια κατηγορία στην οποία ο ίδιος απαντούσε ότι ήταν μάλλον «αυτοκρατορικός».
Κάποιες δημόσιες δηλώσεις του δεν διευκόλυναν την κατάσταση, όπως λόγου χάρη όταν είπε ότι «όταν ο πόλεμος τελειώσει, δεν πρέπει πια να υπάρχουν Γερμανοί».
Υπέφερε από έλκος του δωδεκαδάκτυλου και λίγο μετά τα 70 του, έπαθε μια σοβαρή αιμορραγία και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο του Μιντλσεξ, όπου πέθανε στις 18 Ιανουαρίου 1936.
“Αν” του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ
Αν μπορείς να κρατάς το κεφάλι ψηλά όταν γύρω σου όλοι
τον εαυτό τους εχάσαν δειλά, και για τούτο μαζί σου τα βάζουν,
στον εαυτό σου αν μπορείς να ‘χεις πίστη όταν όλοι για σένα αμφιβάλλουν
μα κι αδιάφορος να ‘σαι κι ορθός στις δικές τους μπροστά αμφιβολίες,
αν μπορείς να υπομένεις χωρίς ν’ αποστάσεις ποτέ καρτερώντας,
ή μπλεγμένος με ψεύτες, μακριά να σταθείς, αν μπορείς απ’ το ψέμα
κι αν γενείς μισητός, να μη δείξεις στρατί στο δικό σου το μίσος,
κι ούτε τόσο καλός να φανείς κι ούτε τόσο σοφά να μιλήσεις,
αν μπορείς να ονειρεύεσαι δίχως να γίνεις του ονείρου σου σκλάβος,
αν μπορείς να στοχάζεσαι δίχως τη σκέψη να κάνεις σκοπό σου,
αν μπορείς την λαμπρήν ανταμώνοντας Νίκη ή τη μαύρη φουρτούνα,
να φερθείς με τον ίδιο τον τρόπο στους δυο κατεργάρηδες τούτους,
αν μπορείς να υποφέρεις ν’ ακούς την αλήθεια που ο ίδιος σου είπες,
στρεβλωμένη από αχρείους, να γενεί μια παγίδα για ηλίθιους ανθρώπους,
ή αν τα όσα η ζωή σού έχει δώσει αντικρίσεις συντρίμμια μπροστά σου,
κι αφού σκύψεις, ν’ αρχίσεις ξανά να τα χτίζεις με σκάρτα εργαλεία,
αν μπορείς να σωριάσεις μαζί τ’ αγαθά και τα κέρδη σου όλα,
κι αν τολμήσεις με μια σου ζαριά όλα για όλα να παίξεις
και να χάσεις τα πάντα και πάλι απ’ την πρώτη σου αρχή να κινήσεις,
και να μην ψιθυρίσεις ποτές ούτε λέξη για τα όσα έχεις χάσει,
κι αν μπορείς ν’ αναγκάσεις με βία, την καρδιά σου, τα νεύρα, το νου σου,
να δουλέψουν για σέναν ακόμα κι αφού τσακιστούνε στο μόχθο,
και ν’ αντέξεις σ’ αυτό σταθερά όταν τίποτε εντός σου δεν θα ‘χεις
άλλο εξόν απ’ τη θέληση που όρθια θα κράζει σε τούτα «Κρατάτε»,
αν μπορείς να μιλάς με τα πλήθη κι ακέριος στο ήθος να μένεις,
ή αν βρεθείς με ρηγάδες χωρίς τα μυαλά σου να πάρουν αέρα,
κι αν ποτέ, ούτε οι φίλοι ούτε οι εχθροί να σε κάνουν μπορούν να πονέσεις,
τον καθένα αν ζυγιάζεις σωστά και κανέναν πιο πρόσβαρα απ’ άλλον,
αν μπορείς να γεμίζεις το αμείλιχτο ένα λεφτό της κάθε ώρας
στην αξία των εξήντα μοιραίων δευτερόλεφτων της διαδρομής του,
τότε θα ‘ναι όλη η Γη σα δικιά σου, ως και κάθε που υπάρχει σε τούτη,
και —περισσότερο ακόμα— θε να ‘σαι ένας άνθρωπος πλέριος, παιδί μου.
ΠΗΓΗ: «Γράφοντας της ζωές των άλλων. Αποκαλυπτικά πορτρέτα συγγραφέων – μύθων», Χαβιέρ Μαρίας. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ
Διαβάστε ακόμα: Η συγγραφέας του βιβλίου «Ανεμοδαρμένα Ύψη», πέθανε 30 χρόνων και έγραψε μόνο ένα έργο. Ήταν σκληρή κοπέλα, που έχασε νωρίς δύο αδελφές και έλεγαν ότι είχε ερωτικό δεσμό με τον αδερφό της.
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr