Για πολλές δεκαετίες, η νόσος των δυτών αποτέλεσε μάστιγα για το νησί της Καλύμνου. Αμέτρητοι βουτηχτάδες με τα σκάφανδρα πέθαναν ή έμειναν παράλυτοι, επειδή είτε αγνοούσαν είτε παραβίαζαν τους κανόνες αποσυμπίεσης.
“Σίγουρα η μετάβαση από το γυμνό δύτη στο σκάφανδρο ήταν μια επανάσταση γιατί ο δύτης είχε τη δυνατότητα να παραμένει στο βυθό πολύ καιρό και σε μεγάλα βάθη.
Παράλληλα, όμως, το νησί θρήνησε πάρα πολύ. Πλήρωσε το τίμημα του σφουγγαριού με πολλές εκατοντάδες νέων ανθρώπων που έμειναν ανάπηροι ή πέθαναν“, ανέφερε στη “Μηχανή του Χρόνου” ο εκπαιδευτικός και συγγραφέας, Ιωάννης Χειλάς.
Οι “αποκεφαλισμοί” και το θάψιμο στα ερημονήσια
Σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες, αλλά και παλαιότερες γραπτές αφηγήσεις, όταν οι δύτες κατέληγαν μεσοπέλαγα, οι σύντροφοί τους στο καΐκι έπρεπε να πάρουν μια σκληρή απόφαση, για να αφαιρέσουν από το διογκωμένο κεφάλι τους το μοναδικό σκάφανδρο της αποστολής. Τους “αποκεφάλιζαν”.
“Με ένα σιδεροπρίονο έκοβε ο μοτορίστας το λαιμό του νεκρού δύτη, για να μπορέσει να βάλει ο επόμενος την περικεφαλαία και να συνεχιστεί ομαλά η σειρά των καταδύσεων.
Πλημμύριζε ο τόπος μαύρο πηχτό αίμα. Την ξέπλεναν λίγο στη θάλασσα και την έβαζε στο κεφάλι του ο άλλος δύτης που περίμενε, φορώντας ήδη τη στολή“, σύμφωνα με μαρτυρία του Μιχάλη Λάμπου.
Ο κ. Χειλάς, που έχει μελετήσει τη ναυτική ιστορία και παράδοση του νησιού, διευκρινίζει πως δεν επρόκειτο για πραγματικό αποκεφαλισμό, αλλά για χάραγμα στο λαιμό:
“Είναι λάθος που λένε ότι έκοβαν το λαιμό. Χάραζαν το λαιμό, για να φύγει το αίμα και να μπορεί να βγει το σκάφανδρο πιο εύκολα”.
“Σε μία άλλη περίπτωση, που δεν μπόρεσαν να τον κόψουν, αναγκάστηκαν να θάψουν κάποιον με τη περικεφαλαία. Μέσα στο καΐκι βρισκόταν ένα συγγενικό πρόσωπο του δύτη που αρνήθηκε πεισματικά να του χαράξουν το κεφάλι“, συμπληρώνει ο κ. Χειλάς.
Στο καΐκι υπήρχε ένα βασικό φαρμακείο και προσπαθούσαν να συνεφέρουν τον δύτη με γιατροσόφια. Όταν κάποιος πέθαινε από τη νόσο, η αποστολή δεν επέστρεφε στην Κάλυμνο για την ταφή. Εάν ήταν μακριά από τη στεριά, τσουβάλιαζαν με πέτρες τους νεκρούς και τους έριχναν στο Λιβυκό Πέλαγος. Εάν κοντά υπήρχε κάποιο ερημονήσι τους έθαβαν εκεί.
“Τους έθαβαν όπου έβρισκαν, σε παραλίες, σε μικρά νησιά, όπως το Ασπρονήσι, που λέγεται ότι είχε και μια σπηλιά που έριχναν μέσα τα κόκαλα τους. Αργότερα, επί Ιταλοκρατίας, επιβλήθηκε να τους θάβουν σε ορθόδοξα χριστιανικά κοιμητήρια στις χώρες της Βόρειας Αφρικής, όπως στη Λιβύη, την Αλεξάνδρεια και αλλού.
Υπήρχαν τέτοιοι χώροι στα νεκροταφεία. Όμως επί Καντάφι εστάλη ειδοποίηση να πάρουν τα οστά τους, γιατί θα κατασκευαζόταν πολιτικό αεροδρόμιο. Δυστυχώς το παραμέλησαν και δεν έφεραν τα οστά κανενός δύτη πίσω στην Κάλυμνο“, συμπληρώνει ο κ. Χειλάς.
“Τους περισσότερους τους σαβούρωναν. Τσουβάλι, πέτρες και στον βυθό να τους φάνε στα σκυλόψαρα, ένας υγρός τάφος ουσιαστικά”.
Στα ερημονήσια του Λυβικού γράφτηκαν οι τίτλοι τέλους για πολλούς σφουγγαράδες: “Τους έθαβαν στην άμμο με ένα πρόχειρο ξύλινο σταυρό και χάραζαν το όνομα του δύτη. Αυτά τα οστά τα ξέβραζε το κύμα μετά από καιρό“, αναφέρει η Νίκη Σκυλλά, υπεύθυνη του λαογραφικού μουσείου “Καλύμνικο Σπίτι“.
Η εικονική κηδεία και το τραγούδι του άταφου δύτη
Όταν οι οικογένειες μάθαιναν για τους νεκρούς σφουγγαράδες, έκαναν το λεγόμενο “ξόι”, δηλαδή μία εικονική κηδεία. Στην τελετή αυτή οι γυναίκες θρηνούσαν πάνω από τα προσωπικά αντικείμενα των εκλιπόντων μέσα στο σπίτι τους.
Η Νίκη Σκυλλά περιέγραψε στη “ΜτΧ” την οδύνη των γυναικών της Καλύμνου, οι οποίες είχαν επωμιστεί όλα τα βάρη για όσο διάστημα έλειπαν οι σύζυγοί τους στα καΐκια:
“Από εκείνα τα σπίτια άκουγες στριγκλιές, φωνές, κλάματα. Όλη η γειτονιά καταλάβαινε ότι το άσχημο μαντάτο είχε “χτυπήσει” το σπίτι. Μαζεύονταν για να τοποθετήσουν στο κέντρο του σαλονιού τα ρούχα του ανδρός, γιατί μόνο αυτά τους είχαν απομείνει. Δεν είχαν κάτι άλλο να θάψουν.
Οι γυναίκες έκαναν το ξόδιασμα, τραβούσαν τα μαλλιά τους, έγδερναν το δέρμα τους μέχρι να βγει αίμα. Ξεσπούσαν σαν λύκαινες σε αρχαία τραγωδία. Το μόνο που απέμενε ήταν ένας κενός τάφος και μια φωτογραφία.
Περίμεναν την είδηση του κακού κάθε στιγμή, ζούσαν με την αγωνία ένα ολόκληρο καλοκαίρι. Στο νησί έβλεπες παντού μαυροφορεμένες, χαρούμενα πρόσωπα δεν υπήρχαν. Οι γυναίκες αυτές ούτε στις κοινωνικές εκδηλώσεις μπορούσαν να βγουν, ούτε να χαμογελάσουν, ούτε να διασκεδάσουν“.
Γράφτηκε, επίσης, ένα τραγούδι αφιερωμένο στον άταφο δύτη της Καλύμνου. Οι στίχοι του λένε:
Δεν κλαίμε που πόθανες γιατί πέθαναν κι άλλοι
μόνο κλαίμε και οδυρόμαστε γιατί σε σαβούρωσαν μέσα στο τσουβάλι
χωρίς παπά, χωρίς σταυρό και μνήμα
και είναι μεγάλο το άδικο και βαρύ το κρίμα
Το μικρό άγονο νησί που έγινε το σημαντικότερο σπογγαλιευτικό κέντρο
Σύμφωνα με τον Καλύμνιο μελετητή, Σακελλάρη Τρικοίλη, οι ντόπιοι ασχολούνταν με την σπογγαλιεία ήδη από τον 3ο με 2ο αιώνα π.Χ.. Όταν καταπολεμήθηκε η πειρατεία, στα τέλη του 18ου αιώνα, οι κάτοικοι της Καλύμνου μπόρεσαν να ταξιδέψουν ξανά στην ανατολική Μεσόγειο.
Χάρη στα σφουγγάρια οι Καλύμνιοι μπόρεσαν να μεγαλώσουν και να σπουδάσουν τα παιδιά τους. Οι περισσότεροι ήταν βοσκοί και λίγοι ήταν αγρότες.
Το βραχώδες και άγονο έδαφος του νησιού τούς έστρεψε στη θάλασσα, για να επιβιώσουν. Ήταν ουσιαστικά μονόδρομος, όπως έγραφαν οι Καλύμνιοι δημογέροντες το 1894:
“Επειδή τα μέρη αυτών είναι καθ’ ολοκληρίαν ξηρά, βραχώδη και άγονα και επομένως δεν ήτο δυνατόν να ζήσωσιν επ’ αυτών, δια τούτο εξ ανάγκης και κατά θείαν τινά οικονομίαν επεδόθησαν προ αιώνων τινών αλληλλοδιαδόχως εις την κινδυνωδεστάτην αλιείαν των σπόγγων προς διατροφήν των ενδεών οικογενειών των“.
Το επάγγελμα του σφουγγαρά γνώρισε μεγάλη άνθιση από τα μέσα του 19ου έως τα μέσα του 20ού αιώνα. Ακόμη και ιερείς άφηναν προσωρινά τα ιερατικά τους καθήκοντα, ώστε να γίνουν σφουγγαράδες.
Η Βιομηχανική Επανάσταση στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη προκάλεσε απότομη αύξηση της ζήτησης των σφουγγαριών, διότι χρησιμοποιούνταν στις νέες μηχανές, στις οικοδομικές εργασίες, στην αγγειοπλαστική, στις πορσελάνες και την αυτοκινητοβιομηχανία.
Έτσι, το μικρό νησί των Δωδεκανήσων μετατράπηκε, μαζί με τη Σύμη, στο σημαντικότερο σπογγαλιευτικό κέντρο του κόσμου. Τα σφουγγάρια ήταν τόσο περιζήτητα ώστε οι εξαγωγές έφτασαν μέχρι και την Κωνσταντινούπολη, την Οδησσό, το Κίεβο και τη Μόσχα.
Το κείμενο αποτελεί τμήμα της μεγάλης έρευνας της “Μηχανής του Χρόνου” σχετικά με την ιστορία των σφουγγαράδων της Καλύμνου, που προβλήθηκε στο Cosmote History και μπορείτε να το παρακολουθήσετε στην υπηρεσία on demand. Δείτε εδώ το τρέιλερ του επεισοδίου.
Η αρχική φωτογραφία ελήφθη από την “Μηχανή του Χρόνου” στο Λαογραφικό Μουσείο “Καλύμνικο Σπίτι”.
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr