15 Ιανουαρίου 1919, ώρα 12:30 το μεσημέρι. Στη γειτονιά North End της Βοστώνης, μια δεξαμενή από χάλυβα, γεμάτη με 2,3 εκατομμύρια γαλόνια μελάσας, έσπασε.
Ένα “τσουνάμι” μελάσας, που σύμφωνα με μαρτυρίες έφτανε τα 12 μέτρα ύψος, ξεχύθηκε στους δρόμους με ταχύτητα 56 χλμ. την ώρα και παρέσυρε ό,τι βρέθηκε στο διάβα του. Κτήρια ισοπεδώθηκαν, οικοδομικά τετράγωνα καταστράφηκαν, αυτοκίνητα και άμαξες αναποδογύρισαν, άνθρωποι και ζώα παγιδεύτηκαν.
Ένας πυροσβεστικός σταθμός ξεθεμελιώθηκε και τα ατσάλινα στηρίγματα μίας υπερυψωμένης σιδηροδρομικής γραμμής κατέρρευσαν.
“Τεράστια δεξαμενή με μελάσα εκρήγνυται στο North End. 11 νεκροί, 50 τραυματίστηκαν. Καμία διαφυγή από το γιγαντιαίο κύμα υγρού“, έγραφε το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας “The Boston Post” την επόμενη ημέρα.
Ο τελικός απολογισμός ήταν 21 νεκροί, κυρίως λόγω ασφυξίας, 150 τραυματίες, νεκρά άλογα, σκύλοι και γάτες και ζημιές εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων. Τα νερά του λιμανιού της Βοστώνης παρέμειναν καφέ από τη μελάσα μέχρι το καλοκαίρι, σύμφωνα με αναφορές.
Η “μεγάλη πλημμύρα της μελάσας“, όπως έμεινε στην ιστορία, αποτέλεσε μία από τις πιο ασυνήθιστες καταστροφές στην ιστορία των ΗΠΑ, μαζί με τη λεγόμενη “ζυθοπλημμύρα” του 1814. Έχει περάσει και στην τοπική λαογραφία, με πολλούς κατοίκους να λένε ότι μπορούν να μυρίσουν τη μελάσα τις πολύ ζεστές ημέρες του καλοκαιριού.
Οι επιχειρήσεις διάσωσης και η χρόνια μυρωδιά
Σύμφωνα με την επικρατέστερη θεωρία, το “τσουνάμι” της μελάσας οφειλόταν σε κατασκευαστικά ελαττώματα της δεξαμενής αποθήκευσης σε συνδυασμό με την υψηλή για την εποχή και την περιοχή θερμοκρασία.
Το 2016, ερευνητές του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ δημοσίευσαν μελέτη, στην οποία συμπέραναν ότι η εναλλαγή των θερμοκρασιών στο εσωτερικό της δεξαμενής κατέστησε τη μελάσα τόσο ορμητική και επικίνδυνη.
Η ζεστή μελάσα που μεταφέρθηκε από την Καραϊβική δύο ημέρες πριν από το συμβάν, αναμίχθηκε με την κρύα μελάσα που βρισκόταν για εβδομάδες μέσα στη δεξαμενή, γεγονός που άσκησε μεγάλη πίεση στα τοιχώματά της.
Ο θόρυβος από το σπάσιμο της δεξαμενής προκάλεσε σε όλους πανικό. Ορισμένοι μάρτυρες έκαναν λόγο για “κρότο που θύμιζε μπουμπουνητό“. Αστυνομικοί, πυροσβέστες, ναύτες του Πολεμικού Ναυτικού και νοσοκόμες του Ερυθρού Σταυρού επιστρατεύτηκαν, προκειμένου να σωθούν ανθρώπινες ζωές.
Πολλοί, πάντως, από τους νεκρούς παρέμειναν αγνοούμενοι για πολύ καιρό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η σορός ενός άνδρα, η οποία εντοπίστηκε περίπου τέσσερις μήνες μετά το “τσουνάμι”.
Περισσότεροι από 300 εργάτες συγκεντρώθηκαν στο επίκεντρο της καταστροφής, για να απομακρύνουν τα συντρίμμια.
Όταν η μελάσα κατακάθισε, τα πάντα κολλούσαν και μύριζαν ζαχαροκάλαμο.
Σύμφωνα με μαρτυρίες, τα συνεργεία καθαρισμού χρειάστηκε να εργαστούν για πολλές εβδομάδες. Προσπάθησαν να απομακρύνουν τη μελάσα με αλατόνερο και χρησιμοποίησαν άμμο, για να την απορροφήσουν. Παρ’ όλ’ αυτά, η μυρωδιά της μελάσας παρέμενε έντονη για αρκετά χρόνια.
Το χρονικό μιας προαναγγελθείσας καταστροφής
Η επίμαχη δεξαμενή κατασκευάστηκε το 1915, κατά μήκος της προκυμαίας της Βοστώνης στην Commercial Street. Ανήκε στην εταιρεία Purity Distilling Company, θυγατρική της United States Industrial Alcohol (USIA), η οποία λάμβανε τακτικά φορτία μελάσας από την Καραϊβική, για να παρασκευάσει ρούμι.
Εκείνη την περίοδο βρισκόταν σε εξέλιξη ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η βιομηχανική αλκοόλη, που παρασκευαζόταν από ζυμωμένη μελάσα, ήταν ιδιαίτερα επικερδής. Χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή πυρομαχικών και άλλων όπλων που χρησιμοποιήθηκαν στις εχθροπραξίες.
Το τεράστιο μέγεθος της δεξαμενής (ύψος 15 μέτρα και διάμετρος 27 μ.) αντανακλούσε τη ζήτηση για μελάσα. Ωστόσο η κατασκευή της έγινε βιαστικά, πρόχειρα και με επόπτη κάποιον που γνώριζε από οικονομικά, αλλά όχι από μηχανική. Το αποτέλεσμα ήταν η δεξαμενή να έχει διαρροές και να εκπέμπει θορύβους, με βάση μαρτυρίες κατοίκων.
Λέγεται, μάλιστα, ότι μικρά παιδιά πήγαιναν με κούπες κάτω από τη δεξαμενή, για να τις γεμίσουν με τη μελάσα που έσταζε.
Τα προειδοποιητικά σημάδια υπήρχαν, αλλά, όπως αποδείχθηκε, η εταιρεία έκανε τα “στραβά μάτια”. Η δεξαμενή αποθήκευσης συνέχισε να χρησιμοποιείται και μετά το τέλος του Μεγάλου Πολέμου, ώσπου η “ωρολογιακή βόμβα” έσκασε.
Οι αγωγές, οι αναρχικοί και η αποζημίωση
Στον απόηχο της καταστροφής, 119 κάτοικοι κατέθεσαν ομαδική αγωγή εναντίον της USIA. Αναφέρεται ότι τουλάχιστον ένας υπάλληλός της είχε προειδοποιήσει τους ανωτέρους του για τα δομικά ελαττώματα της δεξαμενής και τους κινδύνους που εγκυμονούσαν.
Εκτός από ένα είδος καλαφατίσματος, η εταιρεία δεν έκανε τίποτε, για να προλάβει όσα ακολούθησαν. Επίσης, προσπάθησε να αποποιηθεί τις ευθύνες της, υποστηρίζοντας ότι η τραγωδία ήταν δολιοφθορά που προκάλεσαν Ιταλοί αναρχικοί, οι οποίοι κατηγορούνταν για δεκάδες βομβιστικές επιθέσεις στη Βοστώνη και σε κοντινές πόλεις το περασμένο έτος.
Ωστόσο, ελεγκτής που ορίστηκε από το Δικαστήριο της Μασαχουσέτης διέψευσε τους ισχυρισμούς της USIA και το 1925, η εταιρεία διατάχθηκε να καταβάλει αποζημίωση ύψους περίπου 10 εκατομμυρίων δολαρίων σε σημερινά χρήματα. Έκτοτε, οι προδιαγραφές για την κατασκευή ανάλογων δεξαμενών έγιναν πιο αυστηρές σε όλες τις πολιτείες της Αμερικής.
Με πρωτοβουλία της οργάνωσης The Bostonian Society, τοποθετήθηκε μία πράσινη πινακίδα κοντά στο σημείο που ξέσπασε το “τσουνάμι” της μελάσας, η οποία μνημονεύει την καταστροφή της 15ης Ιανουαρίου 1919.
Μπορείτε να δείτε φωτογραφίες και έντυπα δημοσιεύματα με τις εκτεταμένες καταστροφές που υπέστη η Βοστώνη κάνοντας κλικ εδώ
Με πληροφορίες από: Britannica, History.com, NPR, Time και Boston Public Library
Πηγή κεντρικής φωτογραφίας: Wikipedia
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr