Τα ονόματα που αναφέρονται στο κείμενο είναι φανταστικά, αλλά τα γεγονότα πραγματικά και καλύφθηκαν εκτενώς στον Τύπο της εποχής.
Το 1957, σε χωριό της Μάνης διαπράχθηκε ένα από τα πιο ειδεχθή εγκλήματα στα αστυνομικά χρονικά. Δράστης ήταν ο 28χρονος Σταμάτης και θύματα πέντε συγγενείς του: ο 60χρονος πατέρας του, Λάζαρος, ο 65χρονος θείος του, Σπύρος και οι τρεις αδερφές του, Ευθυμία, Σπυριδούλα και Μαρία.
Ο Σταμάτης τους δολοφόνησε με περίστροφο, μέσα σε διάστημα 15 λεπτών. Ο λόγος: γιατί έμαθε ότι ο πατέρας και ο θείος του διατηρούσαν ερωτικές σχέσεις με τις αδερφές του, ηλικίας 35, 30 και 25 ετών. Όπως ισχυρίστηκε αργότερα “έπρεπε να ξεπλύνει την ντροπή του σπιτιού του“.
Μάλιστα, όπως αποκαλύφθηκε, ο θείος του άφησε έγκυο μία από τις αδελφές του και γέννησε δίδυμα. Είχε δεσμευτεί ότι θα την παντρευόταν, για να την αποκαταστήσει, αφού προηγουμένως χώριζε τη γυναίκα του.
Μέχρι την τελευταία στιγμή της δίκης, ο 28χρονος δολοφόνος έχαιρε της υποστήριξης τόσο των συγχωριανών του όσο και της μητέρας του, του μοναδικού μέλους της οικογένειας που απέμεινε στη ζωή.
Ενδεικτικό είναι πως κανένας κάτοικος της Μάνης δεν θέλησε να θάψει τα πτώματα.
Επρόκειτο για ένα έγκλημα που συγκλόνισε το πανελλήνιο για την πρωτοφανή σκληρότητα του δράστη και οι εφημερίδες το χαρακτήρισαν ως “το φοβερώτερον των τελευταίων ετών” και “ένα από τα σπανιότερα της εκατονταετίας“.
Λόγοι τιμής ή και οικονομικό συμφέρον;
Ο δράστης ήταν παντρεμένος και πατέρας τριών παιδιών. Δεν μπορούσε να δεχθεί την αιμομικτική συμεπριφορά και αποφάσισε να δράσει.
Έτσι, το πρωί της 10ης Απριλίου 1957, βρήκε συγκεντρωμένους πατέρα, θείο και αδερφές στο σπίτι του δεύτερου. Πήρε το πιστόλι του και “άδειασε” πάνω τους 12 σφαίρες. Κατόπιν εξαφανίστηκε, αλλά οι άνδρες της Χωροφυλακής δεν άργησαν να τον συλλάβουν.
Ομολόγησε ότι το έγκλημά του ήταν προμελετημένο και εξαρχής διατεινόταν πως το έκανε για λόγους τιμής. “Γιατί δεν με σκοτώνετε; Τι να την κάμω τη ζωή; Είμαι ατιμασμένος και φονιάς”, είπε στους χωροφύλακες. Και πρόσθεσε:
“Ήταν όλοι τους αμαρτωλοί. Δεν μετανοώ“
Ωστόσο, οι αρχές διερεύνησαν και έλαβαν σοβαρά υπόψη το ενδεχόμενο να υπήρχε οικονομικό συμφέρον πίσω από το έγκλημα. Με βάση τα δημοσιεύματα, ο 28χρονος “πνιγόταν” στα χρέη και δεχόταν οικονομική ενίσχυση από το θείο του, Σπύρο, ο οποίος έμενε στις ΗΠΑ και ήταν ευκατάστατος.
Επιπλέον, κατηγορήθηκε πως “ξάφρισε” το σπίτι του Σπύρου και σφετερίστηκε ένα συμφωνητικό που είχε συνάψει με έναν αγρότη για ένα κτήμα με γίδια, με σκοπό να το πλαστογραφήσει.
Τον υποστήριξαν οι συγχωριανοί, η μάνα του και … η Κρήτη
Το έγκλημα του 28χρονου ήταν αποτρόπαιο, αλλά αυτό δεν εμπόδισε την πλειοψηφία της τοπικής κοινωνίας να τον επαινέσει. Ανάμεσα στους υποστηρικτές του ήταν τόσο η σύζυγός του, όσο και η μητέρα του. Παρότι η τελευταία είδε τον άντρα της και τρία παιδιά της να φεύγουν από τη ζωή, επικρότησε την ενέργεια του γιου της, λέγοντας:
“Καλά έκανε και ξεβρώμισε τον τόπο“
Το έγκλημα τιμής συγκίνησε διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής, λιμενεργάτες από την Κρήτη, περιοχή γνωστή για τις πολύνεκρες και μακρόχρονες βεντέτες, συνέστησαν επιτροπή και προσπάθησαν να οργανώσουν έρανο, για να ενισχύσουν οικονομικά τον δολοφόνο και την οικογένειά του.
“Είναι επιτακτικόν κοινωνικόν καθήκον παντός υγιώς σκεπτομένου πολίτου όπως δείξη συμπαράστασιν προς τον δράστην, ο οποίος απέπλυνε δια του πενταπλού φόνου ένα άγος το οποίον εκηλίδωνε τας πατροπαραδότους ηθικάς αρχάς της ελληνικής κοινωνίας“.
Αυτό ανέφερε η ανακοίνωση των λιμενεργατών. Ωστόσο, ο διοικητής της Ασφάλειας απέρριψε το αίτημά τους, θεωρώντας ότι σωματεία της Μάνης ήταν σε θέση να στηρίξουν την οικογένεια του Σταμάτη.
“Δεν ημπορούσα να σταθώ εις την κοινωνίαν”
Η πολύκροτη υπόθεση της Μάνης εκδικάστηκε στο Κακουργιοδικείο Κορίνθου, το Μάρτιο του 1958. Το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης βρισκόταν στα ύψη και η αίθουσα του δικαστηρίου ήταν γεμάτη από κόσμο. Περίπου 300 Μανιάτες έφτασαν στην Κόρινθο, για να παρακολουθήσουν τη δίκη του συγχωριανού τους, σύμφωνα με τα ρεπορτάζ της εποχής.
Η μητέρα και η σύζυγος του Σταμάτη στάθηκαν στο πλευρό του. Δικαιολόγησε το έγκλημα του γιου της και ανέφερε ότι γνώριζε τις σχέσεις της μεγάλης της κόρης με τον σύζυγό της, οι οποίες ξεκίνησαν από τα χρόνια της Κατοχής.
Ντόπιοι που κλήθηκαν ως μάρτυρες, ανάμεσά τους και ο ιερέας που κήδεψε τα πέντε θύματα, χαρακτήρισαν τον 65χρονο Σπύρο ως “ακόλαστο” και “σάτυρο“, όπως επίσης και “χειροδύναμο” που “παρίστανε τον παλικαρά” και είχε απασχολήσει τις αμερικανικές αρχές.
Ισχυρίστηκαν επίσης ότι γνώριζαν για τις αιμομικτικές σχέσεις. Ένας από αυτούς ρωτήθηκε από τον πρόεδρο του δικαστηρίου τι εντύπωση προξένησαν στο χωριό οι φόνοι και απάντησε:
“Έμειναν όλοι ενθουσιασμένοι και έδωσαν συγχαρητήρια εις τον κατηγορούμενο“
Στο ίδιο μήκος κύματος και ένας άλλος μάρτυρας, είπε με παρρησία: “Ένας τίμιος άνδρας έτσι πρέπει να κάνη. Το ίδιο θα έκανα και εγώ. Θα ενεργούσα αμέσως“.
Κάποιοι, όμως, υποστήριξαν ότι ο δολοφόνος δεν ήταν τόσα χρόνια ανίδεος, αλλά γνώριζε τα όργια των θυμάτων του αρκετό καιρό πριν διαπράξει το έγκλημα και, επομένως, δεν απέκλεισαν τα οικονομικά κίνητρα.
Ο Σταμάτης παρουσιάστηκε ψύχραιμος και κυνικός στο δικαστήριο. Περιέγραψε λεπτομερώς το πενταπλό φονικό. Μεταξύ άλλων είπε πως, το Μάρτιο του 1957, “έπιασε” τον πατέρα του και τη μικρότερη αδελφή του μέσα σε ένα θάμνο να είναι γυμνοί από τη μέση και κάτω.
Παραδέχθηκε ότι ωφελείτο οικονομικά από το θείο του, όχι όμως ότι έκλεψε χρήματα και πλαστογράφησε. Όσο για το αν μετανιώνει για το πενταπλό φονικό, απάντησε: “Βεβαίως, αφού αφήρεσα τη ζωή τόσων ανθρώπων. Αυτό όμως ήτο το καθήκον μου. Δεν ημπορούσα να σταθώ εις την κοινωνίαν“.
Η ετυμηγορία
Τα λόγια του εισαγγελέα ήταν καταπέλτης για τον 28χρονο δολοφόνο. Υποστήριξε ότι δεν ήθελε απλώς να “ξεπλύνει” την ντροπή, αλλά και να ληστέψει και ζήτησε να κηρυχθεί ένοχος χωρίς κανένα ελαφρυντικό.
“Δεν έχουμε μόνον πέντε ομαδικούς φόνους αλλά και ανοχή των διαπραττόμενων αισχών και οργίων. Τα δια λόγους τιμής πρέπει να παύσουν διότι στιγματίζουν τον πολιτισμόν μας“, ανέφερε μεταξύ άλλων στην αγόρευσή του.
Παρ’ όλ’ αυτά, οι ένορκοι δεν εισάκουσαν την πρόταση του εισαγγελέα. Μετά από τέσσερις ημέρες δίκης, επέβαλαν στον Σταμάτη 20ετή κάθειρξη, με τα ελαφρυντικά της “μέτριας συγχύσεως” κατά τη διάπραξη του εγκλήματος και του “πρότερου έντιμου βίου”, και 10ετή στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων. Άκουσε την ποινή του ατάραχος και δεν τη σχολίασε στους δημοσιογράφους.
Πηγή κεντρικής φωτογραφίας: WikimediamtxCommons
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr