Πληροφορίες από το βιβλίο Η Εκκλησία μετά την Επανάσταση του 1821 το οποίο κυκλοφορεί από τη σειρά Lux Orbis των εκδόσεων iWrite
1833. Ο ρόλος και η θέση της Εκκλησίας μετά την Επανάσταση του 1821, ήταν ένα από τα σημαντικά ζητήματα που κλήθηκε να διευθετήσει το νεοσύστατο ελληνικό κράτος και ειδικά οι Βαυαροί που ανέλαβαν τη δημόσια διοίκηση.
Το Μάρτιο του 1833, με πρωτοβουλία του μέλους της Αντιβασιλείας, Γκέοργκ Λούντβιχ φον Μάουρερ, συστάθηκε μία επταμελής επιτροπή, με σκοπό την εκπόνηση ολοκληρωμένης έκθεσης «για την κατάσταση της Ελληνικής Εκκλησίας και των εντός του βασιλείου μοναστηρίων».
Πρόεδρος της επιτροπής ορίστηκε ο πρωθυπουργός Σπυρίδων Τρικούπης. Ανάμεσα στα μέλη της περιλαμβανόταν ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, κληρικός, εκπρόσωπος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και σύμβουλος του Μάουρερ για τα εκκλησιαστικά ζητήματα.
Η απόσχιση και οι αντιδράσεις
Η «έκθεση των επτά» παραδόθηκε στον βασιλιά Όθωνα το Μάιο του 1833. Υπήρξε ιστορική γιατί οδήγησε στην αποσύνδεση της Ελλαδικής Εκκλησίας από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Οριστικά και αμετάκλητα η διοικητική εξάρτηση έπαυσε.
Βασικό επιχείρημα του Φαρμακίδη και των υπόλοιπων μελών της επιτροπής ήταν ότι δεν μπορούσε το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος να εξαρτά την εκκλησιαστική του διοίκηση από τον εκάστοτε Πατριάρχη, που θα μπορούσε να είναι δέσμιος από τις αθέμιτες πιέσεις του Σουλτάνου.
Το απόσπασμα, με το οποίο οι «επτά» γνωμοδότησαν υπέρ της απόσχισης της Εκκλησίας από το Πατριαρχείο, διατυπώνεται ως εξής:
«Πρέπει ἡ Ἐκκλησία αὕτη ἐν πρώτοις ν’ ἀποσπασθῇ ἀπό τῆς Διοικήσεως τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Ἐκκλησίας, ἐξ ἧς ἐξήρτητο πρό τοῦ Ἑλληνικοῦ Πολέμου, καί νά κατασταθῇ Ἐκκλησία καθ’ ἑαυτήν ὑπάρχουσα, ἀφ’ ἑαυτῆς καί δι’ ἑαυτῆς διοικουμένη, καί αὐτή περί ἑαυτῆς φροντίζουσα.
Ὑποκειμένη αὕτη εἰς ἐκείνην, δέν θέλει βελτιωθῆ ποτέ· διότι οὔτε ἡ εἰς ἣν μέλλει νά ὑπόκη και θέλει βελτιωθῆ, ἐν ὅσῳ εὑρίσκεται δουλεύουσα ὑπό ἔθνος ἀλλόφυλον καί ἀλλόθρησκον
Στις 23 Ιουλίου 1833, επικυρώθηκε βασιλικό διάταγμα με τίτλο «Διακήρυξις περί της Ανεξαρτησίας της Εκκλησίας της Ελλάδος». Ήταν ουσιαστικά ο πρώτος καταστατικός χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος. H αυτοκέφαλη πλέον Εκκλησία του Ελληνικού Βασιλείου θα διοικείτο από την Ιερά Σύνοδο, ένα πενταμελές όργανο, το οποίο θα απαρτιζόταν από κληρικούς εγκεκριμένους από τον μονάρχη.
Η μονομερής ενέργεια της Πολιτείας εξόργισε το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Διέκοψε την κοινωνία με την Ελλαδική Εκκλησία, αν και δεν την κήρυξε σχισματική. Για να αναγνωρίσει επίσημα το αυτοκέφαλό της, χρειάστηκε να περάσουν 17 χρόνια.
Το γεγονός δίχασε τον πολιτικό κόσμο της χώρας. Ο λόγιος Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων, εκ των σημαντικότερων μελών της ρωσόφιλης παράταξης στην Ελλάδα και υπέρμαχος της ένωσης με το Πατριαρχείο, ήταν ένας από τους πιο σφοδρούς επικριτές του αυτοκέφαλου και του Θεόκλητου Φαρμακίδη.
Τα σημαντικότερα σημεία της έκθεσης
Η «έκθεση των επτά» αποτελείται από δύο μέρη: στο πρώτο περιγράφεται η διαχρονική αλληλεξάρτηση Ελλαδικής Εκκλησίας και Πατριαρχείου, όπως επίσης και η επικρατούσα κατάσταση, ενώ στο δεύτερο κατατίθενται οι προτάσεις για τον ενδεδειγμένο, κατά την επιτροπή, τρόπο οργάνωσης της Εκκλησίας.
Ολόκληρο το κείμενο περιλαμβάνεται αυτούσιο στο νέο βιβλίο με τίτλο «Η Εκκλησία μετά την Επανάσταση του 1821», το οποίο κυκλοφορεί από τη Σειρά Lux Orbis των εκδόσεων iWrite και προλογίζει ο καθηγητής Αριστείδης Χατζής.
Το πόρισμα όμως είχε κι άλλες διαπιστώσεις, που αναδύκνειαν τα προβλήματα της ελληνικής εκκλησίας, τα οποία έπρεπε να θεραπευθούν:
- ο αριθμός των ιερέων και των μοναστηριών στην Ελλάδα είναι υπέρμετρος σε σύγκριση με το μέγεθος του πληθυσμού,
- οι μοναχοί του Αγίου Όρους χαρακτηρίζονται διαχρονικά από φιλοκέρδεια και αργυρολογία,
- και «το ενδοξότερον χαρακτηριστικόν του Ελληνικού Κλήρου δεν είναι η Παιδεία».
Στο κείμενο υπερτονίζονται, μεταξύ άλλων, οι αλόγιστες χειροτονίες που πραγματοποιούνταν από Μητροπολίτες σε όλη την επικράτεια και η καταχρηστική απόδοση της ποινής του αφορισμού («πολλάκις ἐπί ἁπλῇ ὑποψίᾳ»), ενώ τα «εἰσοδήματα τῶν ἐκκλησιῶν» χαρακτηρίζονται «ὅλως διόλου τυχηρά καί ἀκανόνιστα».
Η επιτροπή του 1833 έκρινε, επίσης, ότι υπήρχαν βάσιμοι λόγοι, για τους οποίους ήταν αναγκαία η εξάρτηση της Εκκλησίας της Ελλάδος από την κοσμική εξουσία. Γι’ αυτό, μία από τις προτάσεις της, που τελικά υιοθέτησε η Αντιβασιλεία, ήταν να χαρακτηριστεί ο βασιλιάς ως πολιτικός αρχηγός της Εκκλησίας και συγχρόνως να είναι υπεύθυνος για το διορισμό των επισκόπων.
Όσο για τη μισθοδοσία των ιερέων, η επιτροπή πρότεινε να γίνεται από το κράτος μόνο για τους επισκόπους και το περιβάλλον τους, ενώ για τους διακόνους και τους πρεσβυτέρους θεωρούσε ότι οι πηγές χρηματοδότησης έπρεπε να είναι οι κατά τόπους χριστιανικές κοινότητες.
Το κράτος θα παρέμβαινε σε περίπτωση ελλιπούς κοινωνικής συνεισφοράς και εφεξής κανένας κληρικός δεν θα έπρεπε να χειροτονείται, αν δεν είχε λάβει την απαραίτητη μόρφωση, σύμφωνα με την επιτροπή.
Το κλείσιμο των μοναστηριών
Εκτός από το διάταγμα που επισφράγισε την ανεξαρτησία της Εκκλησίας της Ελλάδος από το Πατριαρχείο, η τριανδρία της Αντιβασιλείας εξέδωσε πρόσθετα διατάγματα τους επόμενους μήνες, προκειμένου να ρυθμίσει το λεγόμενο «μοναστηριακό ζήτημα».
Στις 25 Σεπτεμβρίου 1833, καταργήθηκαν με διάταγμα όλα τα μοναστήρια που λειτουργούσαν με λιγότερους από έξι μοναχούς. Από τα περίπου 500 μοναστήρια έπαψαν να λειτουργούν τα 412. Μόνο τα μοναστήρια της Μάνης έμειναν ανέγγιχτα, υπό το φόβο εξέγερσης των Μανιατών.
Με ανάλογο διάταγμα, που εκδόθηκε στις 25 Φεβρουαρίου 1844, διαλύθηκαν οι γυναικείες μονές, εκτός από τρεις: μία στην Πελοπόννησο, μία στη Στερεά Ελλάδα και μία στα νησιά. Τα κτήματα των μοναστηριών προβλεπόταν να εκμισθωθούν και τα έσοδα να διατεθούν για τη βελτίωση των εκκλησιών και της παιδείας.
Το πλήρες κείμενο της έκθεσης του 1833 θα διαβάσετε στο βιβλίο «Η Εκκλησία μετά την Επανάσταση του 1821», το οποίο κυκλοφορεί από τη σειρά Lux Orbis των εκδόσεων iWrite
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr