6 Μαρτίου 1888. Ο θάνατος της Λουίζα Μέι Άλκοτ σοκάρει την Αμερική. Η 55χρονη ήταν μία από τις διασημότερες συγγραφείς των ημερών της, με φανατικούς θαυμαστές ιδιαίτερα ανάμεσα στις νεαρότερες ηλικίες.
Οι «Μικρές Κυρίες», που άφησε πίσω της, είχαν ήδη γίνει ανάρπαστες στο αγγλόφωνο κοινό και φιγούραραν σταθερά στα ράφια των best-sellers.
Αυτό που δε γνώριζαν οι πιστοί αναγνώστες της ήταν ότι η Άλκοτ είχε γράψει το συγκεκριμένο βιβλίο σχεδόν καταναγκαστικά και, αν μπορούσε, θα το αποτασσόταν.
Μία ασυνήθιστη οικογένεια
Η Λουίζα Μέι Άλκοτ μεγάλωσε σε ένα σπίτι με έντονες φιλοσοφικές αναζητήσεις. Οι γονείς της ήταν ένθερμοι υποστηρικτές του κινήματος του υπερβατισμού, το οποίο βασίζεται στην πεποίθηση ότι η κοινωνία και οι θεσμοί διαφθείρουν την αγνότητα του ατόμου και ότι οι άνθρωποι λειτουργούν καλύτερα όντας αυτάρκεις και ανεξάρτητοι. Βέβαια, παρότι διανοούμενοι, πάσχιζαν να τα βγάλουν πέρα.
Η Λουίζα ήταν μικρή ακόμα όταν ο πατέρας της έχασε τη δουλειά του ως δάσκαλος σε σχολείο, εξαιτίας των προοδευτικών εκπαιδευτικών μεθόδων που επέμενε να εφαρμόζει. Η ανεργία, η φτώχεια και η απόρριψη από τους γύρω του, του στοίχισε πολύ. Τόσο, που σύντομα βυθίστηκε στην κατάθλιψη. Έτσι, η γυναίκα του και οι τέσσερις μικρές κόρες τους, αναγκάστηκαν να βγουν από νωρίς στη βιοπάλη.
Ότι γράμματα έμαθε η Λουίζα, ήταν δίπλα στον πατέρα της στο σπίτι. Χάρη σε εκείνον αγάπησε τη λογοτεχνία, την ποίηση, τη φιλοσοφία. Όταν λοιπόν, της δόθηκε η ευκαιρία να βιοποριστεί από την πένα της, αποφάσισε να το κυνηγήσει.
«Το βρίσκω ανιαρό»
Ξεκίνησε γράφοντας ιστορίες μυστηρίου. Αυτό ήταν το πραγματικό της πάθος. Καθώς όμως, δεν της απέφεραν πολλά κέρδη, περιστασιακά άρχισε να επιμελείται κείμενα για γυναικεία περιοδικά, αλλά και παιδικές ιστορίες. Τότε, ένας εκδότης που τη γνώριζε, της πρότεινε να γράψει ένα «απλό μυθιστόρημα για κορίτσια».
Η ‘Αλκοτ το προσπάθησε, αλλά πολύ γρήγορα τα παράτησε. Της φαινόταν εξαιρετικά βαρετό.
Λίγο καιρό αργότερα, ο πατέρας της κατέφυγε στον ίδιο εκδότη με χειρόγραφα των φιλοσοφικών του στοχασμών. Εκείνος του υποσχέθηκε να τα εκδώσει υπό τον όρο ότι η κόρη του θα έγραφε το πολυπόθυτο μυθιστόρημα που της είχε προτείνει. Η Λουίζα που λάτρευε τον πατέρα της ένιωσε υποχρεωμένη να δεχθεί.
«Ο κύριος Ν θέλει μία ιστορία για κορίτσια, έτσι ξεκίνησα τις “Μικρές Κυρίες”. Καταπιάστηκα με το βιβλίο, αν και δεν απολαμβάνω καθόλου αυτού του είδους τις ιστορίες. Ποτέ δεν συμπαθούσα τα κορίτσια, ούτε γνώρισα πολλά στη ζωή μου, εκτός από τις αδερφές μου. Ίσως τα αλλόκοτα παιχνίδια και οι εμπειρίες μας αποδειχθούν ενδιαφέρουσες, αν και αμφιβάλλω», έγραφε στο ημερολόγιό της το Μάιο του 1868.
Πράγματι, η πλοκή και οι χαρακτήρες του έργου ήταν βασισμένοι στη ζωή της. Η μεγάλη της αδερφή πήρε το ρόλο της Μεγκ, η ίδια φόρεσε το προσωπείο της Τζο και οι δυο μικρότερες έγιναν η Έιμι και η Μπεθ. Ο πατέρας της, που στην πραγματική ζωή ήταν συναισθηματικά απών λόγω της κατάθλιψης, στο βιβλίο είναι και σωματικά απών καθώς έχει πάει να πολεμήσει στον εμφύλιο.
Οι «Μικρές Κυρίες» των 760 σελίδων ολοκληρώθηκαν μέσα σε δύο μήνες. Όταν η συγγραφέας βρισκόταν ακόμη στα μισά, είχε στείλει τα πρώτα κεφάλαια στον εκδότη για να πάρει τη γνώμη του. «Τα βρήκε ανιαρά. Το ίδιο κι εγώ», έγραφε στο ημερολόγιό της.
Παρόλα αυτά, το βιβλίο κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1868. Από την πρώτη κιόλας εβδομάδα, οι πωλήσεις που σημείωσε ήταν απρόσμενα καλές, ενώ όσο πέρναγε ο καιρός, η φήμη της Λουίζα Μέι Άλκοτ απογειωνόταν. Πολύ γρήγορα, οι «Μικρές Κυρίες» μετατράπηκαν σε λογοτεχνικό φαινόμενο, και θαυμάστριες όλων των ηλικιών απαιτούσαν ένα σίκουελ. Ήθελαν να μάθουν τι απέγιναν οι αδερφές και αν τελικά η Τζο παντρεύτηκε τον Λόρι.
«Δε θέλω να ευχαριστήσω κανέναν»
Η Άλκοτ, που δεν είχε φανταστεί ποτέ της αυτήν την ανταπόκριση, τα είχε χάσει. Όταν τελείωσε με το γράψιμο του βιβλίου, ήλπιζε να το ξεχάσει και να το αφήσει πίσω της για πάντα. Με τα νέα δεδομένα, της ήταν αδύνατο να αγνοήσει τη «λαϊκή απαίτηση». Καθημερινά έφταναν στο σπίτι της δεκάδες γράμματα φανατικών αναγνωστών που τη ρωτούσαν για τη συνέχεια. Έτσι, αφού πρώτα μετακόμισε προκειμένου να μην την εντοπίζουν, ξεκίνησε να γράφει το δεύτερο.
«Τα κορίτσια μου γράφουν για να με ρωτήσουν ποιους παντρεύονται οι μικρές κυρίες, λες και αυτός είναι ο μοναδικός σκοπός στη ζωή μιας γυναίκας. Δεν θα παντρέψω την Τζο με το Λόρι για να ευχαριστήσω κανέναν», έγραφε με παράπονο στο τετράδιό της. Και πράγματι οι δύο πρωταγωνιστές δεν έμειναν μαζί στο δεύτερο βιβλίο, παρά τις δυνατές «φωνές» των θαυμαστών. Άλλωστε και στην πραγματική ζωή, η Λουίζα επέλεξε να μην παντρευτεί τον άντρα πάνω στον οποίο βάσισε το χαρακτήρα του Λόρι.
Την επόμενη δεκαετία η συγγραφέας εξέδωσε τρία ακόμα βιβλία με πρωταγωνιστές τους χαρακτήρες των «Μικρών Κυριών». Όταν πλέον είχε λύσει για τα καλά το βιοποριστικό της πρόβλημα, επέστρεψε στο πάθος της, τις ιστορίες μυστηρίου.
Δεν κατόρθωσε όμως να το απολαύσει για πολύ. Τα χρόνια προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε, διαρκώς επιδεινώνονταν, με αποτέλεσμα η διάσημη συγγραφέας να υποφέρει σωματικά. Μία μερίδα των σύγχρονων μελετητών εικάζει ότι έπασχε από κάποιο αυτοάνοσο νόσημα. Άλλοι υποστηρίζουν ότι αρρώστησε εξαιτίας της εκτενούς έκθεσης σε υδράργυρο την εποχή που δούλευε ως νοσοκόμα στον εμφύλιο.
Όποια κι αν είναι η αλήθεια, το αποτέλεσμα είναι ένα. Τον Μάρτιο του 1888, η Λουίζα Μέι Άλκοτ υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο. Μόλις δύο μέρες μετά το θάνατο του πατέρα της, η διάσημη δημιουργός των «Μικρών Κυριών» άφησε την τελευταία της πνοή.
Πηγή χαρακτηριστικής εικόνας: Wikipedia
Διαβάστε στη “ΜτΧ”: Ήταν από τους πρώτους διανοούμενους που γενναία αποκάλυψε την ομοφυλοφιλία του. Μαρσέλ Προυστ, ο συγγραφέας του θρυλικού βιβλίου, «Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο». Πώς δημιουργήθηκε το περίφημο «ερωτηματολόγιο του Προυστ»
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr