“Με θυμάμαι να κοιτάω έξω από το παράθυρο και να χαιρετάω τους γονείς μου και την γκουβερνάντα μου που στέκονταν εκεί και μου κουνούσαν τα χέρια σαν να μου έλεγαν “αντίο”. Αρκετά αργότερα κατάλαβα πως αυτή ήταν ίσως η τελευταία φορά που θα τους έβλεπα. Ακόμη έχω αυτή τη φρικτή ανάμνηση“.
Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στην Αυστροαμερικανίδα σχεδιάστρια κοστουμιών, Ρουθ Μόρλεϊ. Υπήρξε μόνο ένα από τα περίπου 10.000 παιδιά, κυρίως εβραϊκής καταγωγής και κάτω των 17 ετών, που μεταφέρθηκαν ασυνόδευτα στη Βρετανία, στην “αυγή” του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στο πλαίσιο της επιχείρησης Kindertransport.
Η επιχείρηση αυτή, που στα γερμανικά σημαίνει “μεταφορά παιδιών“, οργανώθηκε από εβραϊκά σωματεία και εθελοντές και βρισκόταν υπό την εποπτεία της βρετανικής κυβέρνησης. Αφορμή για την οργάνωσή της αποτέλεσε η Νύχτα των Κρυστάλλων, το πρώτο μαζικό πογκρόμ εναντίον των Εβραίων στη Γερμανία, στις 9-10 Νοεμβρίου 1938.
Οι Εβραίοι συνειδητοποίησαν τότε ότι ο κίνδυνος να εξοντωθούν από τους Ναζί ήταν μεγαλύτερος από ποτέ. Όσοι ήταν γονείς, έψαχναν εναγωνίως τρόπους προκειμένου να σώσουν τουλάχιστον τα παιδιά τους. Το έπραξαν με βαριά καρδιά, αλλά και γενναιότητα.
Το Kindertransport διήρκεσε από το Δεκέμβριο του 1938 έως το Σεπτέμβριο του 1939. Βέβαια πραγματοποιήθηκαν και κάποιες ακόμη μεταφορές παιδιών μέχρι τα μέσα του 1940.
Ο αριθμός 10.000 ήταν μικρός μπροστά στα εκατομμύρια εβραιόπουλων που εξοντώθηκαν, αλλά διόλου ασήμαντος. Τα ονόματα των παιδιών δεν προστέθηκαν στη μακρά λίστα των θυμάτων του Γ’ Ράιχ. Ωστόσο, τα σημάδια στην ψυχή τους από το βίαιο αποχωρισμό των γονιών τους δεν “έφυγαν” ποτέ.
Ο Νίκολας Γουίντον, που έμεινε γνωστός και ως ο “Βρετανός Σίντλερ”, διαδραμάτισε καίριο ρόλο ώστε να επιβιώσουν περισσότερα από 600 εβραιόπουλα της Τσεχοσλοβακίας.
Στο παρακάτω βουβό φιλμ, μπορείτε να δείτε παιδιά Εβραίων που ετοιμάζονται να επιβιβαστούν σε αεροπλάνο με προορισμό το Λονδίνο από το αεροδρόμιο Ruzyně της Πράγας, τον Ιανουάριο του 1939. Προς το τέλος, φαίνεται ο Γουίντον να φοράει γυαλιά και να κρατάει ένα παιδί στην αγκαλιά του:
Πηγή φιλμ: Μουσείο Μνήμης Ολοκαυτώματος των ΗΠΑ (μέσω Wikipedia)
Πώς υλοποιήθηκε η επιχείρηση Kindertransport
Η πρώτη μεταφορά παιδιών ολοκληρώθηκε στην πόλη Harwich της Αγγλίας στις 2 Δεκεμβρίου 1938, φέρνοντας 196 παιδιά από το Βερολίνο. Η τελευταία μεταφορά συνέβη στις 14 Μαϊου 1940, όπου 74 παιδιά από την Ολλανδία εγκαταστάθηκαν στη Βρετανία.
Οι μεταφορές γίνονταν κατά κύριο λόγο με τρένα και πλοία και μερικές φορές με αεροπλάνα. Τα παιδιά, με τις λιγοστές αποσκευές τους και τα παιχνίδια στην αγκαλιά τους, πάθαιναν πολιτισμικό σοκ, όταν έφταναν στη Βρετανία.
“Θυμάμαι όταν φτάσαμε στο Liverpool Street Station και είδαμε ένα σκοτεινό, βρώμικο και γεμάτο καπνούς σταθμό. Άκουγα ανακοινώσεις σε μια γλώσσα που δεν μπορούσα να καταλάβω ούτε μια λέξη“, θυμόταν η Βέρα Σάλφελντ από την Πράγα.
Για να γίνουν τα παιδιά δεκτά, έπρεπε να έχουν ένα ειδικό ταυτοποιητικό έγγραφο, που είχε την έγκριση της βρετανικής κυβέρνησης και δεν προϋπέθετε βίζα.
Δεν επρόκειτο για μια εξέλιξη αναμενόμενη και αυτονόητη, καθώς ίσχυαν αυστηρές ποσοστώσεις στον αριθμό υποδοχής μεταναστών. Λίγους μήνες νωρίτερα, τον Ιούλιο του 1938, εκπρόσωποι 32 κρατών συναντήθηκαν στην Εβιάν της Γαλλίας, για να συζητήσουν τι θα κάνουν με τον αυξανόμενο αριθμό Εβραίων προσφύγων.
Η Διάσκεψη της Εβιάν, όπως ονομάστηκε, δεν οδήγησε σε καμία αλλαγή στις μεταναστευτικές πολιτικές των περισσότερων χωρών. Οι Μεγάλες Δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου, αντιτάχθηκαν στο ενδεχόμενο υποδοχής απεριόριστου αριθμού προσφύγων, καθιστώντας σαφές ότι δεν σκόπευαν να λάβουν καμία επίσημη δράση για την άμβλυνση του προβλήματος.
Τελικά, το Kindertransport πήρε σάρκα και οστά χάρη στις πιέσεις που ασκήθηκαν από εβραϊκές οργανώσεις και μεμονωμένα άτομα προς τον Βρετανό πρωθυπουργό, Νέβιλ Τσάμπερλεν, στην επαύριον της Νύχτας των Κρυστάλλων.
“Υπήρχαν γέλια αλλά και κλάματα”
Ο κοινωνικός λειτουργός, Νόρμπερτ Βολχάιμ υπήρξε πυλώνας της επιχείρησης Kindertransport. Περιέγραψε τα συναισθήματά του από τις δραματικές στιγμές του αποχωρισμού παιδιών και γονέων με τα εξής λόγια:
“Είδα όλες τις μετακινήσεις, όλα τα τρένα που έφευγαν από το Βερολίνο, γιατί ήταν καθήκον μου να φροντίζω να λειτουργήσουν σωστά αυτά τα πράγματα […] Επικρατούσε μια πολύ ιδιαίτερη ατμόσφαιρα. Υπήρχαν γέλια και υπήρχαν κλάματα. Υπήρχε επίσης ανησυχία, καθώς οι μητέρες έδιναν συμβουλές στα παιδιά τι να κάνουν και τι όχι.
Κι ενώ πλησίαζε η ώρα της αναχώρησης, είχαμε φυλαγμένα βαγόνια που έπρεπε να γεμίσουν με παιδιά. Η αστυνομία επέμενε οι γονείς να μην συνοδεύσουν τα παιδιά τους […] Έπρεπε να ανέβω σε μια καρέκλα, που ήταν κάτι σαν βήμα ομιλητή, και να πω στους γονείς ότι η ημέρα της αναχώρησης είχε φτάσει και έπρεπε να πουν “αντίο”, γιατί είχαμε αυστηρή εντολή από την αστυνομία να επιβιβάσουμε αποκλειστικά και μόνο τα παιδιά […]
Αργότερα, όταν έθετα στον εαυτό μου την ερώτηση “Πώς είχα το κουράγιο να το πω αυτό στους γονείς;”, έλεγα ότι το μόνο που μπορούσα να απαντήσω ήταν πως εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσαμε καν να προβλέψουμε, δεν μπορούσαμε ούτε για μια στιγμή να υποθέσουμε ότι για πολλούς ή για τους περισσότερους, θα ήταν το τελευταίο αντίο, ότι τα περισσότερα από αυτά τα παιδιά δεν θα έβλεπαν ποτέ ξανά τους γονείς τους“.
“Οι γονείς μου μου έδωσαν ζωή δύο φορές”
Όταν έφτασαν στη Βρετανία, τα περισσότερα παιδιά δόθηκαν σε ανάδοχες οικογένειες, ενώ άλλα έμειναν σε ξενώνες, σχολεία και φάρμες. Η βρετανική κυβέρνηση δεν κάλυπτε τα έξοδα φροντίδας των παιδιών του Kindertransport, αλλά ιδιώτες ή οργανώσεις που έγιναν εγγυητές.
Οι περισσότερες οικογένειες συμπεριφέρθηκαν στα φιλοξενούμενα παιδιά με τον καλύτερο τρόπο και ανέπτυξαν ισχυρούς συναισθηματικούς δεσμούς μαζί τους. Ορισμένα παιδιά, ωστόσο, δεν ήταν εξίσου τυχερά, καθώς κακοποιήθηκαν.
Εκτός από τη Βρετανία, υπήρξε ένας αριθμός παιδιών που εστάλη στη Σουηδία, την Ελβετία, τη Γαλλία και τις ΗΠΑ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η δημοφιλής Γερμανοαμερικανίδα σεξοθεραπεύτρια, Δρ. Ρουθ Γουεστχάιμερ.
Η μητέρα και η γιαγιά της την έστειλαν σε ένα ορφανοτροφείο στην Ελβετία, τον Ιανουάριο του 1939. Όπως έλεγε η Δρ. Ρουθ, “οι γονείς μου μου έδωσαν δύο φορές ζωή. Μία φορά όταν γεννήθηκα και μία όταν με έστειλαν στην Ελβετία“.
“Μην παίρνετε το μωρό μου”
Πολλά παιδιά δεν ήταν πάνω από 3 με 5 έτων, όταν αποχωρίστηκαν τους γονείς τους. Δεν ήταν λίγα εκείνα που πίστευαν ότι κάποια στιγμή θα αντάμωναν μαζί τους, ενώ άλλα, όπως ο Ρούντολφ Κιρκχάιμερ, “νόμιζαν πως πήγαιναν σε κάποια περιπέτεια“.
Ο Κιρκχάιμερ δεν κουβαλούσε μαζί του οικογενειακές φωτογραφίες ή αναμνηστικά. “Οι γονείς μου ήταν τόσο αποφασισμένοι να το κάνουν να μην φαίνεται σαν αποχωρισμός με αποτέλεσμα να μην βάλουν στη βαλίτσα μου τίποτα που θα μπορούσε να υποδηλώνει ότι δεν θα ξαναβλέπαμε ποτέ ο ένας τον άλλον“, ανέφερε.
Το 1949, ο Κιρκχάιμερ επέστρεψε στη Γερμανία και επισκέφθηκε την επιχείρηση κλωστοϋφαντουργίας του πατέρα του. Δεν βρισκόταν πλέον εκείνος στα ηνία της, αλλά δύο υπάλληλοί του. Παντρεύτηκε μια γυναίκα που επίσης ήταν μέρος του Kindertransport κι έχασε συνολικά 20 μέλη της οικογένειάς του στο Ολοκαύτωμα.
“Αντιμετώπισα τον πόνο με δυσκολία. Δεν είναι κάτι που λες “πρέπει να το ξεπεράσω αυτό”. Απλώς ζεις με αυτό και, τελικά, το αφομοιώνεις. Ποτέ δεν ένιωσα ένοχος που επιβίωσα. Ένιωθα τεράστια ευγνωμοσύνη προς τους γονείς μου για το κουράγιο τους. Όλοι οι γονείς που επέτρεψαν στα παιδιά τους να φύγουν έδειξαν τεράστιο θάρρος“.
Μια γυναίκα, που μεταφέρθηκε στη Βρετανία μέσω του Kindertransport, περιέγραψε το πόσο συντετριμμένος ήταν ο πατέρας της τη στιγμή που αναγκαζόταν να την αποχωριστεί:
“Είχαμε επιβιβαστεί στο τρένο και κοιτούσαμε έξω από το παράθυρο. Είδα τον πατέρα μου να στέκεται πίσω από την πύλη. Και καθώς το τρένο έφευγα αργά από το σταθμό, πήδηξε πάνω από την πύλη και έκλαιγε λέγοντας “Μην παίρνετε το μωρό μου, μην παίρνετε το μωρό μου!”. Κι αυτό είναι το τελευταίο που θυμάμαι από τον πατέρα μου και τη μητέρα μου“.
Μετά τον πόλεμο
Αφού έληξε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, έγιναν προσπάθειες τα παιδιά του Kindertransport να ξαναβρούν τους γονείς τους ή και άλλα μέλη των οικογενειών τους. Ωστόσο, στις περισσότερες των περιπτώσεων δεν βρέθηκε κανείς. Είχαν εξοντωθεί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Ακόμη και εκείνοι που κατάφεραν και επέζησαν, όπως οι γονείς της Έλσα Σαμάς, δεν ξεπέρασαν ποτέ τη φρίκη του ναζισμού: “Ο πατέρας μου ήταν πολύ καταθλιπτικός. Συχνά στη μέση της νύχτας ούρλιαζε. Για το υπόλοιπο της ζωής του έβλεπε εφιάλτες ότι η Γκεστάπο ερχόταν για εκείνον“.
Η πλειοψηφία των παιδιών που έμειναν ορφανά εγκαταστάθηκαν μόνιμα στη Μεγάλη Βρετανία. Έμαθαν μια καινούργια γλώσσα και “έχτισαν” από το μηδέν τη ζωή τους. Η ενσωμάτωσή τους στη βρετανική κοινωνία δεν ήταν πάντοτε απλή.
Άλλα παιδιά επανενώθηκαν με μέλη της οικογένειάς τους που διέμεναν σε άλλες χώρες. Αρκετά μετανάστευσαν στις ΗΠΑ και κάποια άλλα στο Ισραήλ, τον Καναδά και την Αυστραλία.
Το Δεκέμβριο του 2018, μετά από διαπραγματεύσεις με τη γερμανική κυβέρνηση, το ίδρυμα Conference on Jewish Material Claims Against Germany ανακοίνωσε ότι η Γερμανία κατέβαλε εφάπαξ το ποσό των 2.800 δολαρίων σε κάθε επιζώντα του Kindertransport.
Στο σταθμό London Liverpool Street, που αποτελούσε σημείο εισόδου για τα παιδιά του Kindertransport, βρίσκεται ένα εντυπωσιακό χάλκινο γλυπτό προς τιμήν τους. Παρόμοια μνημεία υπάρχουν στη Γερμανία και την Πολωνία.
Μπορείτε να ακούσετε συγκλονιστικές μαρτυρίες ανθρώπων που σώθηκαν από το Ολοκαύτωμα χάρη στην επιχείρηση Kindertransport στα ακόλουθα βίντεο:
Πηγές εικόνων κεντρικής φωτογραφίας: Youtube και Wikipedia
Ειδήσεις σήμερα:
- «Κίνημα Δημοκρατίας», το όνομα του νέου κόμματος Κασσελάκη. Live η ιδρυτική διακήρυξη
- Λίβανος. Η στιγμή που ισοπεδώνεται με πέντε πυραύλους μια οκταώροφη πολυκατοικία. Τέσσερις νεκροί (βίντεο)
- Απαγορευτικό απόπλου λόγω ισχυρών ανέμων.Τα δρομολόγια που δεν εκτελούνται. Πτώσεις δέντρων και στα Τρίκαλα
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr