Οκτώβριος 1940. Τα σύννεφα του πολέμου πυκνώνουν πάνω από την Ελλάδα. Στην Αθήνα και άλλες μεγάλες πόλεις της χώρας, Ιταλοί, Γερμανοί και Άγγλοι κατάσκοποι, προσπαθούσαν να συλλέξουν πληροφορίες, πριν από την επίθεση του Μουσολίνι.
Η Αγγλία ήδη από το 1916 με 1917 είχε οργανώσει στην Ελλάδα ένα εκτενές δίκτυο κατασκόπων μέσω της Intelligence service και είχε δημιουργήσει πυρήνες κατασκοπείας και συλλογής πάσης φύσεως πολιτικών και στρατιωτικών πληροφοριών. Από την άλλη οι Γερμανοί είχαν παρεισφρήσει στο Ινστιτούτο Γκαίτε και στην Αρχαιολογική Εταιρεία, ενώ εκπρόσωποι εταιρειών, εμπορικοί εισαγωγείς και εξαγωγείς, ήταν κεκαλυμμένοι πράκτορες.
Οι Ιταλοί με τη σειρά τους είχαν οργανώσει από το 1938 ένα μεγάλο δίκτυο κατασκόπων στην Ελλάδα. Κεντρικό σημείο ήταν η Ιταλική πρεσβεία στην Αθήνα.
Το ιταλικό κατασκοπευτικό δίκτυο είχε πλοκάμια σε όλη τη χώρα. Είχε διεισδύσει στην ιταλική αρχαιολογική σχολή, στην ιταλοελληνική τράπεζα, αλλά και σε προξενεία σε όλη τη χώρα. Οι κατάσκοποι δρούσαν και μέσα από αντιπροσωπείες αυτοκίνητων, όπως η Φίατ, η Πιρέλι, η Λάντσια, αλλά και μέσω διαφόρων πατριωτικών οργανώσεων κυρίως στην Πάτρα και στα Ιόνια νησιά με την επωνυμία Φάτσο ντι Ιταλία.
Η Ελλάδα γνώριζε καλά την ύπαρξη αυτής της πέμπτης φάλαγγας
Ο όρος πέμπτη φάλαγγα σήμαινε ότι σε μια εμπόλεμη πόλη, ο εχθρός διέθετε ένα κρυφό στρατό με πολιτικά, που ετοίμαζε επίθεση, μετέδιδε παραπληροφόρηση, έκανε προπαγάνδα ή κατασκοπεία. Η φιλοϊταλική και φιλογερμανική πέμπτη φάλαγγα προετοίμαζαν όσα ακολούθησαν και στη διάρκεια της κατοχής συντάχθηκαν με τις αρχές.
Η πέμπτη φάλαγγα στην Ελλάδα είχε αρχίσει να δρα από το 1939. Στην Πελοπόννησο, κοντά στα Καλάβρυτα είχε οργανωθεί ένα δίκτυο από χίλια πεντακόσια άτομα, που συγκέντρωνε πληροφορίες και τις παρέδιδε στον εχθρό. Στην Πάτρα, δίκτυο πέμπτης φάλαγγας έπαιζε πολύ σημαντικό ρόλο στην καλλιέργεια κλίματος ηττοπάθειας του άμαχου πληθυσμού, με διασπορά ειδήσεων και καθημερινές ανακοινώσεις στον τύπο:
“Προσέχετε, βάλτε βαμβάκι στα αυτιά σας. Μην μιλάτε σε ανθρώπους, που δεν γνωρίζετε…”
Η σοβαρότερη κίνηση εκδηλώθηκε τον Ιούλιο του 1940 από τον δεύτερο στην ιεραρχία του ΓΕΣ μετά τον Αλέξανδρο Παπάγο, τον υπαρχηγό του ΓΕΣ στρατηγό Κωνσταντίνο Πλατή. Ο Πλατής, επικαλούμενος γερμανική δυσαρέσκεια προς τον Παπάγο, ζήτησε την αντικατάστασή του.
Η κυβέρνηση τον συνέλαβε αμέσως. Την πληροφορία επιβεβαίωσε και ο στρατιωτικός ακόλουθος της ιταλικής πρεσβείας Λουίτζι Μοντίνι: “Είχε διατυπώσει τη γνώμη πως η Ελλάδα θα μπορούσε να είναι στο πλευρό του Άξονα. Συνελήφθη, αλλά τα νερά γρήγορα ηρέμησαν”.
Ο κατάσκοπος Μαλαπάρτε
Μέχρι τις παραμονές του πολέμου, ο Μαλαπάρτε συνέλεγε πληροφορίες με πρόσχημα τις περιηγήσεις και το ενδιαφέρον του για το κίνημα του υπερρεαλισμού.
Παράλληλα έγραφε και σειρά άλλων άρθρων, “τα αγενή” όπως τα ονόμαζε ο ίδιος, που δημοσιεύθηκαν στην Ιταλία μετά την κήρυξη του πολέμου.
Τα κείμενα αυτά, εκτός των άλλων, ήταν γεμάτα ανακρίβειες. Ανάμεσα σε πολλά άλλα χώριζε την ελληνική κοινωνία σε δύο τάξεις, την άρχουσα τάξη την οποία χαρακτήριζε ως κράμα Ελλήνων, Τούρκων και Ευρωπαίων και τους κατοίκους των πεδιάδων και των βουνών, οι οποίοι αποτελούσαν ένα κράμα νορμανδικού και αλβανικού αίματος.
Οι εκτιμήσεις του Μαλαπάρτε γέμιζαν αισιοδοξία τον Μουσολίνι. Στις αναφορές του προς τις ιταλικές μυστικές υπηρεσίες, ο Ιταλός κατάσκοπος μετέφερε εκτιμήσεις και πληροφορίες ότι οι Έλληνες ήταν αδύναμοι, επομένως είναι εύκολη η νίκη εναντίον τους, πείθοντας τον Μουσολίνι και ιδιαίτερα τον Τσιάνο.
Ο Τσιάνο υϊοθέτησε τυφλά τις πληροφορίες του. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο συμβούλιο της 15ης Οκτωβρίου στο Παλάτσο Βενέτσια, όπου αποφασίστηκε η επίθεση εναντίον της Ελλάδας, χρησιμοποίησε στην τοποθέτησή του ακριβώς τα ίδια λόγια με εκείνα του Μαλαπάρτε.
Ανάμεσα στους Έλληνες που συνάντησε ο Ιταλός κατάσκοπος, ήταν ο τότε διπλωμάτης και λογοτέχνης Γιώργος Σεφέρης. Η συνάντηση έγινε μετά από σύσταση της υπηρεσίας, αφού ο ίδιος ο Έλληνας διπλωμάτης δεν είχε διάθεση να τον δει. Πάντως η εντύπωση που του άφησε ήταν ότι επρόκειτο για “έναν κομψευόμενο διανοούμενο ο οποίος χαιρετά φασιστικά και αναφέρει με οικειότητα το όνομα του Μουσολίνι”.
Όταν ο Ιταλός πρεσβευτής Γκράτσι πληροφορήθηκε την συνάντηση αυτή δυσανασχέτησε, ενώ “έπεσε από τα σύννεφα” όταν πληροφορήθηκε από τον Μαλαπάρτε ότι ο Τσιάνο είναι έτοιμος για επίθεση εναντίον της Ελλάδος.
Μαζί με τον Μαλαπάρτε έφτασε στην Ελλάδα και ο Αλβανός κατάσκοπος Νέμπιλ Ντίνο
Ο Νέμπιλ Ντίνο ήταν απεσταλμένος του τοποτηρητή της Ιταλίας στα Τίρανα Φραντσέσκο Γιακομόνι και είχε ταξιδέψει πολλές φορές στην Ελλάδα, ιδιαίτερα σε χωριά της Θεσπρωτίας αλλά και στην Αθήνα. Το τελευταίο του ταξίδι έγινε τον Οκτώβριο του 1940 και συνέπεσε με το διάστημα που βρέθηκε στην Αθήνα και ο Κούρτσιο Μαλαπάρτε, που ενεργούσε για λογαριασμό του Τσιάνο.
Η διαφορά τους ήταν ότι ο τσάμης Ντίνο είχε πιο πρακτική αποστολή. Σκοπός του ήταν να χρηματίσει προσωπικότητες και να εξαγοράσει συνειδήσεις στην Αθήνα και στην Θεσπρωτία. Αυτό που ήθελε να προετοιμάσει ήταν μια ενέργεια εντός του ελληνικού εδάφους, που θα διευκόλυνε την προέλαση των Ιταλών.
Στα χέρια του είχε ένα τεράστιο ποσό για την εποχή, 5 εκατομμύρια λιρέτες.
Του το είχε διαθέσει το ιταλικό Υπουργείο Οικονομικών μέσω του τοποτηρητή στα Τίρανα. Λέγεται ότι είχε μοιράσει τα χρήματα σε 50 φακέλους. Μετά από 15 μέρες, ο Ντίνο με τηλεγράφημα του ζήτησε και άλλα χρήματα, λέγοντας ότι τελειώνουν πάρα πολύ γρήγορα. Ο ίδιος ανέφερε ότι “τα χρήματα αυτά θα προσφέρουν μία άγκυρα σωτηρίας στους Έλληνες, οι οποίοι οραματίζονται την δημιουργία ενός ελληνικού κυρίαρχου κράτους στα πλαίσια της της νέας ρωμαϊκής αυτοκρατορίας”. Το Δημόσιο Ταμείο της Ιταλίας δεν πρόλαβε να εκταμιεύσει και δεύτερο ποσό. Όμως, σε μια τελευταία του επικοινωνία με ημερομηνία 20 Οκτωβρίου του 1940, ενημέρωσε ότι η κατάσταση είχε αλλάξει δραματικά και ότι οι Έλληνες θα αντισταθούν στην ιταλική εισβολή.
Ο Νέμπιλ Ντίνο επέστρεψε στα Τίρανα και με την ιταλική εισβολή μπήκε στην Ελλάδα ως επικεφαλής αλβανικών σωμάτων ατάκτων. Κατηγορήθηκε για δολοφονίες, πυρπολήσεις σπιτιών και άλλα ειδεχθή εγκλήματα στην περιοχή της Θεσπρωτίας, όπου οι Τσάμηδες είχαν αλυτρωτικές βλέψεις.
Το πιο γνωστό έγκλημα ήταν η σφαγή των προκρίτων στην Παραμυθιά. Δεν λογοδότησε ποτέ και επέστρεψε στην Ιταλία, όπου έζησε ανενόχλητος.
Οι συλλήψεις των κατασκόπων
Η Ελλάδα δεν έμεινε απαθής. Το δικτατορικό καθεστώς του Μεταξά είχε στήσει ένα άριστο δίκτυο αντικατασκοπείας με την ονομασία “υπηρεσία αλλοδαπών”.
Η υπηρεσία παρόλο που δεν είχε τον εξοπλισμό που θα ήθελε, ήταν πολύ καλά οργανωμένη και το εκπαιδευμένο προσωπικό της, κυρίως αστυνομικοί και στρατιωτικοί, παρακολουθούσε τους πάντες. Η ελληνική πλευρά δεν αιφνιδιάστηκε.
Αποτέλεσμα ήταν με την κήρυξη του πολέμου το πρωί της 28ης Οκτωβρίου, να συλληφθούν όλοι οι Ιταλοί πράκτορες και επιπλέον άλλα 1.000 άτομα που ήταν ύποπτα για κατασκοπεία.
Ταυτόχρονα, το δικό του κατασκοπευτικό δίκτυο είχε οργανώσει και ο Ελληνικός στρατός. Στην ελληνοαλβανική μεθόριο, όπου η 8η Μεραρχία προετοιμαζόταν για πόλεμο, ο διοικητής της Χαράλαμπος Κατσιμήτρος είχε τους δικούς του πληροφοριοδότες. Χρησιμοποιούσε πολλούς Βορειοηπειρώτες αυτοκινητιστές και εμπόρους, οι οποίοι λόγω επαγγέλματος πηγαινοέρχονταν στις δυο πλευρές των συνόρων.
Περίφημο ήταν το δίκτυο με επικεφαλής τον δάσκαλο Γκρατσόπουλο, που υπηρετούσε στο χωριό «Ερεβοσκέπαστη». Την κρίσιμη στιγμή της ιταλικής επίθεσης οι πληροφορίες που είχε συλλέξει ήταν καθοριστικές για την οργάνωση της άμυνας.
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr