1-2 Αυγούστου 1968. Στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων κυριαρχούσε η είδηση για το θάνατο μιας 28χρονης μητέρας τριών παιδιών σε χωριό της Έδεσσας, στις 31 Ιουλίου.
Η γυναίκα κατανάλωσε φαγητό που είχε “ποτιστεί” με παραθείο. Άρχισε να υποφέρει από φρικτούς πόνους και, μετά από λίγα λεπτά, άφησε την τελευταία της πνοή σε ένα χωράφι. Όπως έγινε γνωστό, διένυε τον πέμπτο μήνα της εγκυμοσύνης της.
Αρχικά, ο θάνατος της 28χρονης αποδόθηκε σε ατύχημα ή αυτοκτονία. Όμως, τέσσερις μήνες αργότερα, μετά από ενδελεχή εξέταση των σπλάχνων της, έγινε φανερό ότι επρόκειτο για προμελετημένη δολοφονία.
Την σκότωσε ο 35χρονος σύζυγός της, γεωργός στο επάγγελμα, με τη βοήθεια της 65χρονης μητέρας του. Στο εδώλιο του κατηγορουμένου δεν έκατσαν μόνο μάνα και γιος, αλλά και η 29χρονη κουνιάδα του θύματος, για την οποία προέκυψαν στοιχεία ότι είχε ρόλο ηθικού αυτουργού στο έγκλημα.
“Όταν με ρώταγε τι κάνει [η γυναίκα μου], πώς είμαστε και πώς περνάμε στο σπίτι, της έλεγα ότι δεν καλοπερνώ. Τότε εκείνη με συμβούλευσε ή να την διώξω ή να τη φαρμακώσω, ώστε να ησυχάσω“, είχε παραδεχθεί στις αρχές ο 35χρονος αναφερόμενος στην αδερφή του.
Μερικούς μήνες μετά την ομολογία ενοχής του, αναίρεσε όσα είπε, υποστηρίζοντας ότι βασανίστηκε για να παραδεχθεί κάτι που δεν έκανε.
Στο δικαστήριο προσπάθησε να πείσει τους πάντες ότι η σύζυγός του δεν δολοφονήθηκε, αλλά αυτοκτόνησε ύστερα από λογομαχία που προηγήθηκε μεταξύ τους. Αθώες δήλωναν μέχρι τελευταία στιγμή τόσο η μητέρα του συζυγοκτόνου όσο και η αδερφή του.
Η υπόθεση των “τριών δηλητηριαστών της Εδέσσης“, όπως τους αποκάλεσε ο Τύπος της εποχής, συγκλόνισε όλη την Ελλάδα και καταγράφηκε ως ένα από τα πιο στυγερά εγκλήματα της δεκαετίας του ’60.
Η εξιχνίαση του φονικού
Στις πρώτες του δηλώσεις μετά την κηδεία της 28χρονης συζύγου του, ο δολοφόνος ισχυριζόταν:
“Ακόμη και τώρα, που έχουμε δύο ώρες που την θάψαμε, δεν μπορώ να πιστέψω ότι η γυναίκα μου έχει πεθάνει. Η αστυνομία μάς είπε ότι φαρμακώθηκε με παραθείο που πιθανόν να ήταν επάνω στα δαμάσκηνα που έφαγε το μεσημέρι. Μα από αυτά έφαγα και εγώ και η κόρη μου, όπως και από τις τηγανητές πιπεριές που έφαγε λίγη ώρα προτού πεθάνει“.
Η υπόθεση του θανάτου της 28χρονης τέθηκε στο αρχείο, διότι όσοι κάτοικοι του χωριού εξετάστηκαν, θεώρησαν τους συγγενείς της υπεράνω πάσης υποψίας για φόνο.
Ωστόσο, ο νέος εισαγγελέας πρωτοδικών Έδεσσας διαπίστωσε κενά στη δικογραφία και διέταξε την πραγματοποίηση νέων ανακρίσεων.
Στα τέλη Νοεμβρίου 1968, εκδόθηκε πόρισμα από το Τοξικολογικό Κέντρο Αθηνών, σύμφωνα με το οποίο η ποσότητα του παραθείου στα σπλάχνα της 28χρονης ήταν πολύ μεγάλη και δεν ήταν δυνατόν να βρίσκεται σε μερικά μόνο δαμάσκηνα.
Επιπλέον, οι αρχές εντόπισαν το πιάτο από το οποίο έφαγε το θύμα και ανίχνευσαν υπολείμματα παραθείου. Έτσι, ο 35χρονος και οι οικείοι του μπήκαν αμέσως στο “κάδρο” των υπόπτων.
Ο άνδρας συνελήφθη, οδηγήθηκε σε εισαγγελέα και ανακριτή και μετά από τέσσερις ώρες απολογίας, ομολόγησε το έγκλημά του. Έριξε το γεωργικό φάρμακο στο φαγητό της συζύγου του, ενώ εκείνη εργαζόταν στο χωράφι τους.
Συνεργός στο φόνο ήταν η μητέρα του, η οποία, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, είχε ετοιμάσει και δεύτερο φαγητό με παραθείο, σε περίπτωση που η νύφη της δεν δηλητηριαζόταν με το πρώτο.
Τόσο εκείνη όσο και ο γιος της προφυλακίστηκαν με διαφορά λίγων ωρών, με την πρώτη να διατείνεται πως δεν είχε καμία ανάμιξη στη δολοφονία της νύφης της.
Στην παραδοχή του γιου της ότι “τον βοήθησε η μητέρα του“, η 65χρονη δεν κατάφερε να δώσει μία πειστική εξήγηση, για να ελαφρύνει τη θέση της.
Η αναίρεση της ομολογίας ενοχής και η αναβολή της δίκης
Το Φεβρουάριο του 1969, περίπου επτά μήνες μετά το έγκλημα που διέπραξε, ο 35χρονος γεωργός αναίρεσε όσα υποστήριξε στον ανακριτή.
Η υπόθεση εκδικάστηκε τον Ιούνιο του 1969, στο Κακουργιοδικείο Θεσσαλονίκης. Ο ξάδερφος του 35χρονου κατηγορουμένου προσήλθε στο δικαστήριο, για να τον υπερασπιστεί.
Ωστόσο, του απαγγέλθηκε η κατηγορία της ψευδορκίας και ψευδομαρτυρίας, διότι η κατάθεσή του ήταν εντελώς αντίθετη από εκείνη που έδωσε στον ανακριτή.
Τελικά, η δίκη αναβλήθηκε για το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, μετά από αίτημα της υπεράσπισης για κλήση περισσότερων μαρτύρων.
“Αυτοί οι τρεις φαρμακώσανε την άτυχη κόρη μου”
Η μητέρα και η αδερφή της 28χρονης υποστήριξαν ενώπιον των δικαστών ότι “το θύμα και ο δράστης συνεχώς φιλονικούσαν” και εξέφρασαν τη βεβαιότητά τους ότι ο θάνατός της δεν προήλθε ούτε από ατύχημα ούτε από αυτοκτονία.
Είπαν ακόμη ότι η αδερφή του 35χρονου επενέβαινε συνεχώς στη ζωή του ζευγαριού, γιατί “ήθελε να κάνει κουμάντο“.
Υπήρξαν κι άλλοι μάρτυρες που ανέφεραν ότι υπήρχαν προστριβές μεταξύ νύφης και κουνιάδας και περιέγραψαν το θύμα ως “έναν εξαιρετικά καλό χαρακτήρα που δούλευε συνεχώς στο σπίτι και τα χωράφια“.
“Τον πρώτο καιρό του γάμου της, η κόρη μου ήταν ευτυχισμένη. Όταν όμως παντρεύτηκε η κουνιάδα της και εγκαταστάθηκε στην Έδεσσα, άρχισαν οι γκρίνιες και οι καβγάδες.
Πήγαινε κάθε τόσο στο χωριό και ήθελε να κάνει κουμάντο στο σπίτι του αδελφού της. Εμείς δεν τολμούσαμε να επισκεφθούμε το σπίτι της κόρης μου“, ισχυρίστηκε η μητέρα του θύματος, για να καταλήξει ότι “αυτοί οι τρεις φαρμακώσανε την άτυχη κόρη μου“.
Η πιο σύντομη αλλά και πιο συγκινητική κατάθεση στο δικαστήριο ήταν της εννιάχρονης κόρης του θύματος και του θύτη. Ήταν το μεγαλύτερο από τα τρία τους παιδιά.
Με λυγμούς ανέφερε ότι η μητέρα της και ο πατέρας της μάλωναν συχνά και, όταν την ρώτησαν αν θα προτιμούσε να μένει με τον πατέρα του ή στην Παιδόπολη Καβάλας, όπου είχε μεταφερθεί, απάντησε: “Στην Παιδόπολη“.
Το σκαμπίλι, το φτύσιμο και οι “συκοφαντίες”. Οι απολογίες των κατηγορουμένων
Ο 35χρονος δολοφόνος παρουσίασε τη δική του εκδοχή, προκειμένου να διώξει από πάνω του την ενοχή. Όπως ισχυρίστηκε, χαστούκισε τη σύζυγό του μετά από λογομαχία και εκείνη, σε μια στιγμή εκνευρισμού, πήρε το παραθείο για να αυτοκτονήσει:
“Είμαστε εντελώς αθώοι. Την ημέρα εκείνη ήμασταν στο κτήμα. Εγώ πότιζα και η γυναίκα μου βρισκόταν στην καλύβα. Την φώναξα να έλθη εκεί που δούλευα για να φάμε. Στην αρχή αρνήθηκε. Τελικά ήλθε ύστερα από μιάμιση ώρα.
Εκεί που τρώγαμε, μου είπε: “Είδες, έγινε το δικό μου”. Θύμωσα και της έδωσα ένα σκαμπίλι. Αυτό ήταν. Έφυγε από κοντά μου και ξαναπήγε στην καλύβα. Όταν σε λίγο πήγα να την δω, ήταν πεσμένη στο χώμα και βογγούσε […]
Ήθελα να τη μεταφέρω στο δρόμο, αλλά δεν μπορούσα. Άρχισα να τρέχω, να καλώ για βοήθεια […] Μέχρι να φτάσουμε στο νοσοκομείο, πέθανε. Δεν ήξερα το πώς. Είχα δει στο κτήμα ένα κόκκινο μπουκάλι από παραθείο, αλλά δεν πήγε ο νους μου εκεί“.
Ο πρόεδρος του δικαστηρίου πήρε τότε το λόγο και φανέρωσε τα ψέματα του δολοφόνου:
“Στις άλλες καταθέσεις σου δεν λες τίποτα για σκαμπίλια και τέτοια. Στον αντισυνταγματάρχη Χωροφυλακής έλεγες: “Είχαμε συχνά καβγάδες με την Κ. και είπα στη μητέρα μου να τη δηλητηριάσουμε να τελειώνη η υπόθεση.
Συμφωνήσαμε να πάρουμε ένα μπουκάλι παραθείο, να βάλη το μισό η μητέρα μου στο φαί και το άλλο μισό εγώ για να πεθάνη σίγουρα”“.
Ο 35χρονος ανταπάντησε: “Τα είπα όλα αυτά, αλλά [οι αστυνομικοί] με χτυπούσαν και έλεγα ό,τι ήθελαν να [ακούσουν]“.
Όσο για τις δύο συγκατηγορούμενές του, διατράνωναν ότι είναι αθώες. Η μεν μητέρα του 35χρονου επικαλέστηκε άγνοια για το πώς πέθανε η 28χρονη νύφη της, η δε αδερφή του έκανε λόγο για “συκοφαντίες συγγενών” και ανέφερε, μάλιστα, ότι αυτή και η νύφη της “ήταν πολύ αγαπημένες“.
Απαντώντας σε ερώτηση του προέδρου για όλα όσα της απέδιδε ο αδερφός της, η κατηγορούμενη τα χαρακτήρισε “ψευδή” και προσέθεσε: “Αυτός νόμιζε ότι όσους περισσότερους κατηγορούσε τόσο θα μετριαζόταν η ποινή του“.
Την εποχή που ανακρινόταν ως ύποπτη, η μητέρα του δολοφόνου έφτυσε πάνω σε μια εφημερίδα που είχε τη φωτογραφία της νύφης της και του γιου της.
Όταν ρωτήθηκε από τους δικαστές γιατί είχε προβεί σε αυτή την ενέργεια, απάντησε: “Έφτυσα το παιδί μου που μας έμπλεξε σε αυτήν την υπόθεση“.
“Μ’ έκαψες πεθερά” – Η ετυμηγορία
Τα λόγια του εισαγγελέα ήταν καταπέλτης. Χαρακτήρισε τον 35χρονο “άβουλο“, τη μητέρα του “κρυψίνου” και την αδερφή του “αφέντρα του οίκου“.
Είπε ότι “όλοι παίζουν θέατρο” και πως “έχει καταντήσει κοινοτοπία ο ισχυρισμός ότι εις τα αστυνομικά γραφεία και κρατητήρια δέρονται οι κατηγορούμενοι“.
Ο εισαγγελέας ζήτησε από τους ενόρκους να μην δείξουν καμία επιείκεια. Τελικά, αποφάσισαν να κηρύξουν ένοχους δύο από τους τρεις κατηγορούμενους: τον 35χρονο συζυγοκτόνο και την 65χρονη μητέρα του.
Στον πρώτο επέβαλαν την ποινή της ισόβιας κάθειρξης και στη δεύτερη 11 χρόνια φυλάκιση. Η κουνιάδα του θύματος αθωώθηκε λόγω αμφιβολιών, ενώ, παράλληλα, το δικαστήριο επεδίκασε στη μητέρα και την αδερφή του θύματος χρηματική αποζημίωση ύψους 15.000 δραχμών για ψυχική οδύνη.
Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ της εποχής, μητέρα και γιος άκουσαν την ετυμηγορία κλαίγοντας. Ο 35χρονος αναφώνησε: “Μ’ έκαψες πεθερά“, προφανώς απευθυνόμενος στη μητέρα της νεκρής γυναίκας του.
Ειδήσεις σήμερα:
- Πέθανε δημοσιογράφος Κώστας Χαρδαβέλλας. «Εις το επανιδείν Γίγαντά μου», το συγκινητικό αντίο της συζύγου του
- Έρευνα από την ΕΕ για το TikTok με αφορμή τις εκλογές στη Ρουμανία. Τι απαντά η πλατφόρμα
- Μπαμπης Κωστούλας. Ενδιαφέρονται Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, Γιουβέντους και Ρεάλ Μαδρίτης
- Νέο έργο του Banksy στο instagram. H συγκλονιστική απεικόνιση μητέρας και παιδιού
Ακολουθήστε τη mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ