Μια ιστορία… ένα τραγούδι, του Ηρακλή Ευστρατιάδη
Το “Λόντρα- Παρίσι- Αθήνα” είναι ένα τραγούδι σε στίχους Μίμη ΤραΪφόρου και μουσική Λεό Ραπίτη, το οποίο ερμήνευσε μοναδικά η Σοφία Βέμπο το 1949.
Νωρίτερα, το 1942, η Βέμπο με τον Τραϊφόρο, κυνηγημένοι από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς, είχαν καταφύγει στην Αίγυπτο, στην ελληνική παροικία του Καΐρου. Εκεί οργάνωσαν έναν θίασο από Έλληνες και ντόπιους ηθοποιούς, κυρίως για την ψυχαγωγία του ελληνικού στρατού, που ανασυντασσόταν στη Μέση Ανατολή.
Το καλοκαίρι του 1943 ο θίασος εμφανιζόταν στο θέατρο “Λούνα Παρκ” της Ιμπραημίας. Ήταν η εποχή που ο πόλεμος είχε αρχίσει να γέρνει προς την πλευρά των Συμμάχων και όλοι ανυπομονούσαν για την επιστροφή τους στα πάτρια εδάφη. Ονειρεύονταν την Ελλάδα, την όμορφη Αθήνα, τις ακρογιαλιές, τα πεύκα, τη ρετσίνα, ενώ λαχταρούσαν την αγκαλιά των αγαπημένων τους προσώπων.
Εκείνες τις ημέρες ο μαέστρος και συνθέτης Λεό Ραπίτης είχε γράψει μια μελωδία και ζήτησε από τον Τραϊφόρο στίχους. “Θέλω να μου γράψεις ωραίους σπανιόλικους στίχους. Ξέρεις;”, τον ρώτησε. “Αμέ! Πως δεν ξέρω” απάντησε ο Τραϊφόρος, ενώ συγχρόνως απομνημόνευε τη μελωδία.
Έπειτα από λίγη ώρα, στο δωματιάκι του πια, άρχισε να γράφει. “Μα τι σπανιόλικους στίχους θέλει ο Ραπίτης”, σκέφτηκε ο Τραϊφόρος, στο μυαλό του οποίου κυριαρχούσε η Αθήνα, που του έλειπε αφάνταστα. Άρχισε να γράφει τότε δεκάδες σκόρπια στιχάκια με επίκεντρο την αγαπημένη του πόλη. Έγραφε, έγραφε ασταμάτητα, ώσπου κάποια στιγμή, μέσα από χιλιάδες σκέψεις και συνειρμούς, του βγαίνει ένα υπέροχο τετράστιχο.
Σε κατοικούνε θεοί, ξελογιάστρα Αθήνα
που κατεβαίνουν στην Πλάκα να πιούνε ρετσίνα.
Και ζαλισμένοι το βράδυ, κολόνα κολόνα,
να κοιμηθούνε πηγαίνουν μες στον Παρθενώνα.
Ο Τραϊφόρος ξετρελάθηκε με αυτό που είχε γράψει. “Μπράβο Τραϊφοράκι, έσκισες”, αναφώνησε. Ενθουσιασμένος και καταχαρούμενος, συνέχισε μέχρι που ολοκλήρωσε το υπέροχο “Λόντρα-Παρίσι”.
Στο τέλος, διαβάζοντας το, άρχισε συγκινημένος να φιλάει το χαρτί. Ήταν σίγουρος ότι είχε γράψει ένα μεγάλο τραγούδι, που θα χάλαγε κόσμο. Ντύθηκε αμέσως, πήρε το χαρτί και τράβηξε για το θέατρο. Έπρεπε να το διαβάσει πρώτα πρώτα στη Σοφία.
Τη βρήκε εκείνη να καβγαδίζει με τον αδερφό της, τον Τζώρτζη. Τους σταμάτησε και τους το διάβασε. Όμως ούτε που κατάλαβαν τίποτα, έτσι όπως είχαν το μυαλό τους στο καβγαδάκι. Έτρεξε τότε και βρήκε τον μαέστρο, τον Λεό Ραπίτη, λέγοντας του:
“Έγραψα μια τραγουδάρα που θα σκίσει!” Και του το διάβασε.
“Τι είναι αυτό;” Εγώ σου είπα να γράψεις ένα σπανιόλικο!”
“Τι σπανιόλικο ρε σπανιολομάπα; Αυτό θα είναι το τραγούδι της ζωής μας. Ακομπανιάρισε με να τραγουδήσω, να δεις!”
Το θέατρο “Λούνα Παρκ” ήταν καλοκαιρινό, ξεσκέπαστο, και τις ώρες που δεν είχε παράσταση λειτουργούσε ως καφενείο. Εκείνη την ώρα που άρχισε ο Ραπίτης να ακομπανιάρει, ήταν γεμάτο κόσμο.
Όταν άρχισε ο Τραϊφόρος να τραγουδάει, οι πελάτες σταμάτησαν τις συζητήσεις, θέλοντας ν’ ακούσουν. Μια πρόσκαιρη ησυχία απλώθηκε, ενώ ορισμένοι από τους θαμώνες άρχισαν να πλησιάζουν δειλά δειλά προς το πιάνο. Ύστερα από μερικά λεπτά, άρχισαν όλοι σχεδόν να σιγοψιθυρίζουν το νέο τραγούδι, κάνοντας σεγόντο στον Τραϊφόρο. Η Βέμπο που ήταν λίγο πιο πέρα ακούγοντας πλησίασε και άρχισε και εκείνη να τραγουδάει με τους πελάτες.
Στο τέλος όλοι στο καφέ- θέατρο και ολόκληρη η γειτονιά της Ιμπραημίας, που είχε στο μεταξύ μαζευτεί, τραγουδούσαν το “Λόντρα- Παρίσι”. Το είπαν αμέτρητες φορές, μέσα σ’ ένα κλίμα χαράς και απίστευτου ενθουσιασμού, ο οποίος συνοδευόταν από χειροκροτήματα και “μπράβο”. Έπειτα από δύο χρόνια το τραγουδούσε η Αθήνα και από το 1949, όταν κυκλοφόρησε σε δίσκο, ολόκληρη η Ελλάδα.
Στίχοι
Όπου κι αν πάω, ο νους μου διαρκώς τριγυρνά
μέσ’ στα στενά της Αθήνας και στα καπηλειά της
και κάθε βράδυ, τρικλίζοντας στα σκοτεινά,
λέει, μεθυσμένη, η ψυχή μου, απ’ τα γιασεμιά της.
Λόντρα, Παρίσι, Νιού Γιόρκ, Βουδαπέστη, Βιέννη,
μπρός στην Αθήνα, καμιά μα καμιά σας δε βγαίνει,
γιατ’ είναι πάντα γεμάτες με ρόδα οι ποδιές της
κι άσπρες δαντέλες τυλίγουν τις ακρογιαλιές της.
Έχει ομορφιές, χιλιάδες ζωγραφιές
και στις ανηφοριές τις γραφικές της,
κάθε βραδιά, κάτω από μια μουριά
ο έρως, ξενυχτά κλεφτά – κλεφτά.
Σε κατοικούνε Θεοί, ξελογιάστρα μου Αθήνα,
που κατεβαίνουν στην Πλάκα να πιούνε ρετσίνα
και ζαλισμένοι, το βράδυ, κολώνα – κολώνα,
να κοιμηθούνε, πηγαίνουνε, στον Παρθενώνα.
Α! Α! Α! Ο Υμηττός λέει με κέφι στην Πεντέλη,
Α! Α! Α! λέει η ρετσίνα στο βαρέλι,
Α! Α! Α! λέν’ οι γαζίες, στο φεγγάρι, οι ερωτιάρες,
Α! Α! Α! λέν’ οι Πλακιώτικες κιθάρες. ( χ2 )
Πόσα ταξίδια δεν κάναμε, εμείς, μακρινά,
μα εσύ, Αθήνα, ποτέ, μα ποτέ δεν πεθαίνεις
κι όπου κι αν πάμε, η ψυχή μας διαρκώς θα γυρνά
στις αμμουδιές του Φαλήρου και της Βουλιαγμένης,
Λόντρα, Παρίσι, Νιού Γιόρκ, Βουδαπέστη, Βιέννη,
μπρός στην Αθήνα, καμιά μα καμιά σας δε βγαίνει,
γιατ’ είναι πάντα γιομάτες με ρόδα οι ποδιές της
κι άσπρες δαντέλες τυλίγουν τις ακρογιαλιές της.
Έχει ομορφιές, χιλιάδες ζωγραφιές
και στις ανηφοριές τις γραφικές της,
κάθε βραδιά, κάτω από μια μουριά
ο έρως, ξενυχτά κλεφτά – κλεφτά.
Σε κατοικούνε Θεοί, ξελογιάστρα μου Αθήνα,
που κατεβαίνουν στην Πλάκα να πιούνε ρετσίνα
και ζαλισμένοι, το βράδυ, κολώνα – κολώνα,
να κοιμηθούνε, πηγαίνουνε, στον Παρθενώνα.
Α! Α! Α! Ο Υμηττός λέει με κέφι στην Πεντέλη,
Α! Α! Α! λέει η ρετσίνα στο βαρέλι,
Α! Α! Α! λέν’ οι γαζίες, στο φεγγάρι, οι ερωτιάρες,
Α! Α! Α! λέν’ οι Πλακιώτικες κιθάρες.
Πηγή: Μια ιστορία… ένα τραγούδι, του Ηρακλή Ευστρατιάδη, πηγή Toubi’s
Διαβάστε επίσης στη “ΜτΧ”: Το τραγούδι «Παιδιά της Ελλάδος Παιδιά» εμψύχωσε τους φαντάρους στο μέτωπο, αλλά ήταν και η αρχή του έρωτα της Σοφίας Βέμπο με τον «ατίθασο» Μίμη Τραϊφόρο
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr