του συνεργάτη ιστορικού Κωνσταντίνου Λαγού
Το 1947 στη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου ένα τραγούδι κατάφερε να ενώσει τους Έλληνες που αλληλοσκοτώνονταν. Πρόκειται για το “Κάποια μάνα αναστενάζει” που συνέθεσε ο Βασίλης Τσιτσάνης και ερμήνευσε πρώτος μαζί με τους Στέλλα Χασκήλ και Μάρκο Βαμβακάρη. Το τραγουδούσαν όλοι οι Έλληνες, συμπεριλαμβανομένων των κυβερνητικών στρατιωτών και των ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού στην πρώτη γραμμή. Το τραγουδούσαν οι εξόριστοι ή φυλακισμένοι αριστεροί και οι φύλακές τους. Κανένα άλλο τραγούδι δεν είχε τέτοια επίδραση σε όλους τους Έλληνες στην πιο σκοτεινή ώρα του έθνους, όταν το χάσμα αίματος φαινόταν αγεφύρωτο.
«Κάποια μάνα αναστενάζει»
Στις 31 Μαΐου 1947 κυκλοφόρησε σε δίσκο το τραγούδι με τίτλο «Κάποια μάνα αναστενάζει» (Parlophone GA 74100).
Οι στίχοι του αναφέρονται στην αγωνία μιας μητέρας που ο γιος της είναι στη ξενιτιά και δεν μαθαίνει νέα του. Δεν γνωρίζει καν αν είναι ζωντανός. Όμως, η ελπίδα της αναπτερώνεται όταν κάποιος την πληροφορεί ότι ο γιος της ζει και ότι σύντομα θα γυρνούσε πίσω.
«Κάποια μάνα αναστενάζει
μέρα νύχτα ανησυχεί
το παιδί της περιμένει
που έχει χρόνια να το δει.
Πάνω στην απελπισιά της
κάποιος την πληροφορεί
ότι ζει το παλληκάρι
και οπωσδήποτε θα ’ρθει.
Με υπομονή προσμένει
και λαχτάρα στην καρδιά
ο λεβέντης να γυρίσει
απ’ τη μαύρη ξενιτιά»
Τεράστια επιτυχία
Σχεδόν από την αρχή της κυκλοφορίας του, ο δίσκος με το τραγούδι “Κάποια μάνα αναστενάζει” έγινε ανάρπαστος. Μέσα σε μόλις πέντε μήνες, μέχρι και τις αρχές Δεκεμβρίου 1947 που απαγορεύτηκε η κυκλοφορία του δίσκου, είχε πουλήσει σχεδόν 40.000 αντίτυπα, τεράστιος αριθμός για εκείνη την εποχή, που υπήρχαν ελάχιστα γραμμόφωνα και η αγορά δίσκου ήταν πολυτέλεια.
Όσοι είχαν γραμμόφωνο έπαιζαν συνέχεια το δίσκο. Έτσι, οι συλλέκτες παλιών δίσκων, σπάνια βρίσκουν κάποιο σε καλή κατάσταση και όχι φθαρμένο από την πολύ χρήση.
Τα τραγούδια που αναφέρονται στους ξενιτεμένους Έλληνες ήταν πάντα δημοφιλή. Επίσης, όπως έλεγε ο Τσιτσάνης, η σύνθεσή του για το “Κάποια μάνα αναστενάζει” ήταν μία από τις ωραιότερες που έγραψε ποτέ. Τα δύο αυτά χαρακτηριστικά, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού έγινε από κορυφαίους καλλιτέχνες, όπως ο Τσιτσάνης, η Χασκίλ και ο Βαμβακάρης, αναμφίβολα συνέβαλαν στη μεγάλη επιτυχία του.
Όμως, ο πιο σημαντικός λόγος γι’ αυτή ήταν η χρονική στιγμή της κυκλοφορίας του δίσκου.
O Εμφύλιος
Το 1947 η Ελλάδα βρισκόταν στη δίνη του Εμφυλίου πολέμου. Αν και στιχουργικά δεν υπάρχει καμία αναφορά στον πόλεμο, οι ακροατές ταύτισαν το άκουσμα με τα δεινά τους.
Ο γιος, που είναι μακριά από τη μητέρα του και δεν ξέρει αν ζει, για τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων της εποχής ήταν κάποιος νέος που πολεμούσε στον εμφύλιο. Αυτό ίσχυε τόσο για τους κυβερνητικούς στρατιώτες όσο και για τους αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού.
Για τους αριστερούς, εκτός από τους αντάρτες στα πεδία των μαχών, ο «ξενιτεμένος γιος» ταυτιζόταν και με τους εξόριστους. Έτσι, όταν τραγουδούσαν μεταξύ τους το «Κάποια μάνα αναστενάζει» άλλαζαν τον τελευταίο στίχο «να γυρίσει ο λεβέντης απ’ τη μαύρη ξενιτιά» σε «μαύρη Ικαριά». Το ίδιο έκαναν και οι κυβερνητικοί στρατιώτες που τραγουδούσαν τον τελευταίο στίχο παραλλαγμένο σε «να γυρίσει ο λεβέντης απ’ το τάγμα του Κρανιά».
Ενώνει τους Έλληνες
Κανένα άλλο τραγούδι που κυκλοφόρησε στα χρόνια του Εμφυλίου πολέμου δεν τραγουδήθηκε με το ίδιο πάθος από τους Έλληνες και των δύο αντιμαχόμενων παρατάξεων. Μέσα απ’ αυτό βρήκαν διέξοδο να εκφράσουν την απόγνωσή τους για την αδελφοκτόνα σύγκρουση. Σε μία εποχή που τα πάντα είχαν πολιτικοποιηθεί, το τραγούδι «Κάποια μάνα αναστενάζει» ήταν πάνω από τις παρατάξεις.
Με τα μηνύματα που περνούσε κατάφερε να γεφυρώσει όλους τους Έλληνες σε μία από τις πιο σκοτεινές τους ώρες.
Παρά την απόγνωση της μάνας στο τραγούδι, αυτό κλείνει αισιόδοξα με την επικείμενη επιστροφή του γιου. Ήταν και αυτό ένα χαρακτηριστικό του τραγουδιού που συνέβαλε να γίνει τόσο δημοφιλές.
Η απαγόρευση του τραγουδιού
Το αντίκτυπο που είχε το «Κάποια μάνα αναστενάζει» προβλημάτισε την κυβέρνηση. Θεωρήθηκε ότι υπέσκαπτε το ηθικό των στρατιωτών. Ο Τσιτσάνης φαίνεται ότι είχε υποπτευθεί ότι το τραγούδι του θα μπορούσε να κατηγορηθεί για κάτι τέτοιο. Έτσι, παρέλειψε από την ηχογράφησή του την τέταρτη στροφή του που είχε τους εξής στίχους:
«Πίκρες, πόνοι τηνε δέρνουν
κι είναι πάντα σκεφτικιά,
Βασανίζεται η δόλια, μα το γιό της δεν ξεχνά»
Όμως, και οι στίχοι αυτοί έγιναν γνωστοί και γρήγορα διαδόθηκαν από στόμα σε στόμα. Στις 6 Δεκεμβρίου 1947 η κυβερνητική λογοκρισία απαγόρευσε την κυκλοφορία του δίσκου, αλλά και τη δημόσια ανάκρουση του τραγουδιού. Η επίσημη αιτιολογία της απαγόρευσης ήταν ότι: «έχει αλληγορικήν σημασίαν, εξ’ ου δύνανται να δημιουργηθούν αντεγκλήσεις, επεισόδια και διασάλευσις της τάξεως».
Ήδη, όμως, στους πέντε μήνες που πρόλαβε να κυκλοφορήσει, το τραγούδι είχε γίνει πασίγνωστο. Οι άνδρες που πολεμούσαν στην πρώτη γραμμή, αλλά και ολόκληρος ο λαός, το τραγουδούσαν συνέχεια.
Η μαρτυρία του Ρένου Αποστολίδη
Η επίδραση που είχε το τραγούδι στους στρατιώτες, αλλά και τους αντάρτες, καταγράφεται με ρεαλιστικό τρόπο από τον Ρένο Αποστολίδη, που πολέμησε στον Εμφύλιο με την κυβερνητική πλευρά. Στο βιβλίο του «Πυραμίδα 67» αναφέρει:
«Στους νυχτερινούς δρόμους των πόλεων, μεθυσμένοι, στις ταβέρνες και στα καφενεία, στις παράγκες και στα βουνά, στ’ αμπριά των υψωμάτων και στα φυλάκια των γεφυρών, μια τριετία ολάκερη τούτη η σπαραγμένη χώρα, η ματωμένη, σε φριχτό βυθό πεσμένη, στην απόγνωση φτασμένη, δίχως ένα φέγγος από πουθενά, μήτ’ ελπίδα – παντού, όπου υπήρχε στρατός, παντού, όπου υπήρχε αντάρτικο, παντού, όπου υπήρχε καπνός, χαλασμός κι ερείπια! Η χώρα τούτη ολάκερη, μια ολάκερη τριετία, τραγούδησε ένα τραγούδι, το ίδιο, μ’ επιμονή, με άφατο πόνο, με σπαραγμό και δάκρυα σ’ όλα τα μάτια: Κάποιο απλό, λαϊκό, σερέτικο».
Ο Μπάμπης Μπακάλης
Ο Μπάμπης Μπακάλης κατηγόρησε τον Τσιτσάνη ότι το «Κάποια Μάνα αναστενάζει» υπήρξε δικό του τραγούδι, με τίτλο «Ζητά να μάθει που είναι ο γιός της». Ο λαϊκός συνθέτης ισχυριζόταν ότι το είχε εμπιστευθεί στον Τσιτσάνη, αλλά ότι εκείνος το παρουσίασε ως δικό του.
Το 1950 κυκλοφόρησε η εκδοχή του τραγουδιού σε σύνθεση του Μπάμπη Μπακάλη και στίχους του Μάκη Μάτσα. Ερμηνεύτρια ήταν η Στέλλα Χασκήλ που είχε τραγουδήσει και το «Κάποια μάνα αναστενάζει» (Odeon GA-7586)
«Κάποια μάνα που έχει χάσει το παιδί της στην ξενιτιά
ακόμα η δόλια το περιμένει και βασανίζεται χωρίς παρηγοριά.
Χίλιες πόρτες έχει χτυπήσει κι ακόμα τρέχει κι όλο χτυπά,
ζητά να μάθει εάν ζει ο γιος της κι όμως κανείς δεν της μιλάει θετικά.
Μα η μητέρα θα τον προσμένει, έχει ελπίδα μες στην καρδιά
πως κάποια μέρα θα επιστρέψει και στο σπιτάκι της θα λάμψει η χαρά»
Η διαμάχη μεταξύ των δύο συνθετών κατέληξε στα δικαστήρια και διευθετήθηκε μόλις το 1964, σχεδόν μία εικοσαετία μετά την πρώτη κυκλοφορία του “Κάποια μάνα αναστενάζει”. Όπως αποδείχθηκε, η μελωδία του Τσιτσάνη είναι διαφορετική σε σχέση με εκείνη του Μπακάλη, αλλά οι στίχοι των δύο τραγουδιών έχουν πολλές ομοιότητες. Αν και ο Τσιτσάνης άλλαξε τους στίχους, ήταν ξεκάθαρο ότι την έμπνευση του τραγουδιού είχε ο Μπακάλης. Για το λόγο αυτό, του παραχώρησε το 25% των δικαιωμάτων του τραγουδιού.
Στοιχεία αντλήθηκαν από την ανάρτηση του Χρήστου Ασημακόπουλου,”Ο απαγορευμένος ύμνος του Βασίλη Τσιτσάνη” στο www.ogdoo.gr
Ακούστε εδώ την πρώτη εκτέλεση του “Κάποια μάνα αναστενάζει” το 1947 από τη Χασκίλ, με τη συνοδεία του Τσιτσάνη και του Βαμβακάρη:
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr