25η Ιουλίου 2001, ώρα 13:30. Τρεις ένοπλοι μασκοφόροι έστησαν ενέδρα έξω από την οικία της Ινδής βουλευτίνας και πρώην λησταρχίνας, Φουλάν Ντέβι στο Νέο Δελχί.
Επέστρεφε από πρωινή συνεδρίαση της Βουλής και, όταν έφτασε απ’ έξω, οι μασκοφόροι άνοιξαν πυρ. Τη δολοφόνησαν με τρεις σφαίρες στο σώμα και δύο στο κεφάλι.
Η Ντέβι πέθανε πριν φτάσει στο νοσοκομείο, σε ηλικία 37 ετών, ενώ παράλληλα έπεσε νεκρός και ο αξιωματικός ασφαλείας της.
Ο ένας από τους τρεις ένοπλους, ο Σερ Σινγκ Ράνα συνελήφθη και ομολόγησε την πράξη του. Υποστήριξε ότι ενήργησε κατ’ εντολή εύπορων κατοίκων του χωριού Μπεχμάι, όπου το 1981 η συμμορία της Ντέβι δολοφόνησε 22 άνδρες υψηλής κάστας, τους οποίους θεωρούσε υπεύθυνους για το βιασμό της.
Ο Ράνα φυλακίστηκε, δραπέτευσε το Φεβρουάριο του 2004, συνελήφθη ξανά και καταδικάστηκε σε ισόβια τον Αύγουστο του 2014, μετά από δέκα χρόνια δίκης.
Άλλοι δέκα κατηγορούμενοι για τη δολοφονία της Ντέβι αθωώθηκαν, μεταξύ των οποίων και ο αδελφός του Ράνα. Ωστόσο, το 2016 αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση.
Πολλοί, πάντως, υποπτεύονταν ότι η δολοφονία σχεδιάστηκε από πολιτικούς αντιπάλους της Ντέβι και ο Ράνα ανέλαβε την εκτέλεση του σχεδίου.
H Φουλάν Ντέβι “έχτισε” το δικό της μύθο όσο ζούσε
Από μικρή βίωσε την ταπείνωση, την καταπίεση και τον εξευτελισμό και έβαλε στόχο να ξεφύγει από την προδιαγεγραμμένη μοίρα, στην οποία ήταν καταδικασμένες όλες οι κοπέλες που γεννιούνταν φτωχές στην ύπαιθρο.
Εντάχθηκε σε συμμορίες ληστών, εκδικήθηκε τους βιαστές της, φυλακίστηκε, έγινε πολιτικός και έμεινε στην ιστορία ως η “βασίλισσα των ληστών“
Η φήμη της ανάμεσα στους φτωχούς Ινδούς εξαπλώθηκε. Σε μία από τις πολλές ομιλίες της, στηλίτευσε το σύστημα κοινωνικής ιεραρχίας της χώρας, καθώς προερχόταν από οικογένεια κατώτερης κάστας:
“Το σύστημα των καστών έπρεπε να έχει εξαφανιστεί από τη χώρα μας. Οι διακρίσεις μεταξύ πλουσίων και φτωχών θα έπρεπε επίσης να έχουν εκλείψει. Θα συνεχίσω τον αγώνα μου ενάντια στην κοινωνική καταπίεση“.
“Γεννήθηκα κάτι λιγότερο από σκυλί, όμως έγινα βασίλισσα”
Η Φουλάν Ντέβι γεννήθηκε στις 10 Αυγούστου 1963, σε ένα χωριό της πολιτείας Ούταρ Πραντές της βόρειας Ινδίας. Οι γονείς της ήταν φτωχοί ψαράδες. Στην τοπική διάλεκτο τους αποκαλούν “Mallah”.
Όταν ήταν 11 ετών, η Ντέβι υποχρεώθηκε να παντρευτεί έναν ξάδερφό της, ο οποίος λεγόταν Πουτιλάχ και ήταν 20 χρόνια μεγαλύτερος. Οι γονείς της Ντέβι πήραν ως αντάλλαγμα 100 ρουπίες, ένα ποδήλατο και μια αγελάδα.
Ο Πουτιλάχ έδερνε και εξευτέλιζε την Ντέβι, αλλά εκείνη αντέδρασε. Εγκατέλειψε το σύζυγό της και επέστρεψε στο χωριό της.
Δεν ήταν όμως ευπρόσδεκτη. Όχι μόνο οι κάτοικοι, αλλά ούτε οι γονείς της δεν την δέχθηκαν, επειδή είχε εγκαταλείψει τον άνδρα της. Εθεωρείτο σκανδαλώδες.
Σε ηλικία 16 ετών, η Ντέβι απήχθη από μία συμμορία ληστών και ο αρχηγός της την βίαζε για 72 ώρες. Ο υπαρχηγός ονόματι Βικράμ τον δολοφόνησε και σύναψε σχέση με την Ντέβι.
Προερχόταν κι εκείνος από χαμηλή κάστα και, όπως είχε πει η Ινδή λησταρχίνα, ήταν ο μοναδικός άνδρας που της συμπεριφέρθηκε αξιοπρεπώς.
Φουλάν και Βικράμ ζούσαν από τον έρωτά τους και τις μικροκλοπές που διέπρατταν στις ρεματιές. Ο Βικράμ ήταν αυτός που έμαθε στη Ντέβι πώς να χρησιμοποιεί τουφέκι.
Μια νύχτα, όμως, δύο πρώην σύντροφοι του Βικράμ εισέβαλαν στο σπίτι της Ντέβι και τον σκότωσαν. Απήγαγαν την κοπέλα και την παρέδωσαν στους Τακούρ, μέλη της ανώτερης κάστας των γαιοκτημόνων.
Στην αυτοβιογραφία της, την οποία υπαγόρευσε στην Μαρί Τερέζ Κινί, η Φουλάν Ντέβι διηγείται:
“Είδα πράγματα που δεν θα μπορέσω να ξεχάσω. Παρακάλεσα τους θεούς και τις θεές να με βοηθήσουν, να με κρατήσουν ζωντανή, να με αφήσουν να σκαρφαλώσω στις χαράδρες, για να μπορέσω να εκδικηθώ.
Κανονικά θα έπρεπε να είμαι πεθαμένη σήμερα, όμως είμαι ζωντανή. Γεννήθηκα κάτι λιγότερο από σκυλί, όμως έγινα βασίλισσα. Η μαρτυρία μου είναι ένα χέρι απλωμένο σε όλες τις ταπεινωμένες γυναίκες του κόσμου“.
Η εκδίκηση, η παράδοση και η 11χρονη φυλάκιση
Μετά από τρεις εβδομάδες αιχμαλωσίας, η Φουλάν Ντέβι δραπέτευσε από τους Τακούρ και έγινε επικεφαλής μιας δικής της συμμορίας ληστών.
Σύμφωνα με μαρτυρίες, περιπλανιόταν στις έρημες κοιλάδες της κεντρικής Ινδίας και σαν άλλος Ρομπέν των Δασών έκλεβε από τους πλούσιους, για να δώσει στους φτωχούς.
Το Φεβρουάριο του 1981, η συμμορία της Ντέβι φέρεται να πήγε στο χωριό Μπεχμάι, όπου είχε καταφύγει ο φονιάς του αγαπημένου της και εκτέλεσε 22 άνδρες, ως εκδίκηση για τον ομαδικό βιασμό της.
Η ίδια η Ντέβι αρνήθηκε τη συγκεκριμένη εκδοχή, ισχυριζόμενη πως το φονικό ήταν έργο μιας άλλης συμμορίας. “Εγώ δεν ήμουν στο χωριό εκείνη την ημέρα“, υποστήριζε. Ωστόσο, η είδηση σόκαρε την κοινή γνώμη και διαδόθηκε σε ολόκληρη τη χώρα.
Στα μάτια των κατώτερων καστών, η Ντέβι έγινε λαϊκή ηρωίδα και απέκτησε το προσωνύμιο “η βασίλισσα των ληστών“
Η Ντέβι επικηρύχθηκε έναντι μεγάλου χρηματικού ποσού, αλλά οι αρχές αδυνατούσαν να βρουν πληροφοριοδότες και να τη συλλάβουν. Η δημοτικότητα που είχε αποκτήσει, της εξασφάλιζε προστασία και αναγνώριση από τους φτωχούς κατοίκους των χωριών.
Όσο η Ινδή “βασίλισσα των ληστών” παρέμενε επικηρυγμένη, οι αρχές κρατούσαν φυλακισμένους τους γονείς της. Συνειδητοποίησε ότι ο κλοιός “έσφιγγε” και η υγεία της χειροτέρευε, με αποτέλεσμα να πάρει την απόφαση να παραδοθεί.
Το 1983, διαπραγματεύτηκε τους όρους παράδοσής της, ένας από τους οποίους ήταν η απελευθέρωση των γονιών της. 8.000 άνθρωποι παρακολούθησαν την Ντέβι να παραδίνεται, αφού πρώτα υποκλίθηκε σε δύο εικόνες: του Μαχάτμα Γκάντι και της θεάς Ντούργκα.
Η Ντέβι γλίτωσε τη θανατική ποινή και φυλακίστηκε χωρίς να δικαστεί
Κατά τη διάρκεια της κάθειρξής της, ασπάστηκε το Βουδισμό και απαρνήθηκε τη βία. Όπως δήλωνε αργότερα, είχε αφήσει πίσω της το γεμάτο παρανομίες παρελθόν της.
Η αποφυλάκιση, η πολιτικοποίηση και η ταινία
Το Φεβρουάριο του 1994, η Φουλάν Ντέβι αποφυλακίστηκε, με πρωτοβουλία του σοσιαλιστή πρωθυπουργού του Ουτάρ Πραντές, Μουλαγιάμ Σινγκ Γιαντάβ. Οι κατηγορίες που την βάρυναν αποσύρθηκαν και έτσι η Ντέβι έθεσε υποψηφιότητα με το κόμμα Samajwadi.
Στις προεκλογικές συγκεντρώσεις της συνέρρεε πλήθος κόσμου, που τη θαύμαζε για το θάρρος, τη γενναιότητα και τον ασυμβίβαστο χαρακτήρα της.
Το 1996, νίκησε εύκολα έναν άνδρα αντίπαλό της και πήρε τη βουλευτική έδρα. Έγινε η πρώτη γυναίκα χαμηλής κάστας που εξελέγη ποτέ στο συγκεκριμένο αξίωμα. Επανεξελέγη το 1999.
Αν και της προσφέρθηκε η θέση της υφυπουργού Εσωτερικών, η Ντέβι αρνήθηκε να την αναλάβει, επειδή δεν ήξερε γραφή και ανάγνωση. Όπως είχε πει σε μια συνέντευξή της, “αυτό θα μπορούσαν να το χρησιμοποιήσουν εκείνοι που θέλουν να με δυσφημήσουν“.
Μία ταινία του 1994 με τίτλο “Η Βασίλισσα των Ληστών” (“Bandit Queen“) και πρωταγωνίστρια την ηθοποιό Seema Biswas έκανε ευρύτερα γνωστή τη Φουλάν Ντέβι, αλλά δεν αναπαρέστησε με ακρίβεια τη ζωή και τα πεπραγμένα της.
Η Ινδή λησταρχίνα είχε πει ότι στην ταινία παρουσιαζόταν ως μία “κλαψιάρα γυναίκα“.
Μετά την πρεμιέρα του “Bandit Queen” στις Κάννες, η ακτιβίστρια Αρουντάτι Ρόι και η βιογράφος της Ντέβι, Μάλα Σεν ζήτησαν να μην προβληθεί στην Ινδία, γιατί η σκηνή του βιασμού θα πρόσβαλε ανεπανόρθωτα την Ντέβι.
Τελικά, έπειτα από διαπραγματεύσεις και την παροχή αποζημίωσης ύψους 40.000 λιρών στην Ινδή “βασίλισσα”, οι ενστάσεις αποσύρθηκαν. Μερικά χρόνια μετά, κυκλοφόρησε και το ντοκιμαντέρ “Phoolan“, σε σκηνοθεσία του Ιρανού Hossein Martin Fazeli.
Η δολοφονία της Φουλάν Ντέβι το καλοκαίρι του 2001, σκόρπισε θλίψη στους φτωχούς πολίτες της Ινδίας. Την τίμησαν και τη μνημονεύουν μέχρι σήμερα για τον αγώνα της να ξεφύγει από τα καταπιεστικά όρια που είχαν θέσει για εκείνη και εκατομμύρια ακόμη γυναίκες στη χώρα της.
Πηγή κεντρικής φωτογραφίας: Youtube
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr