Το βράδυ της 17ης Αυγούστου 1980, ο Μάικλ και η Λίντι Τσάμπερλεϊν έκαναν κάμπινγκ κοντά στο Ουλουρού ή Άγερς Ροκ, τον ιερό κόκκινο βράχο των Αβορίγινων της Αυστραλίας.
Είχαν πάρει μαζί τους και τα τρία τους παιδιά: τον 6χρονο Έινταν, τον 4χρονο Ρίγκαν και την εννέα εβδομάδων Αζάρια.
Άλλες πέντε οικογένειες κατασκηνωτών υπήρχαν στην ευρύτερη περιοχή. Το ζεύγος Τσάμπερλεϊν έκανε μπάρμπεκιου, σε απόσταση 25 μέτρων από τη σκηνή του. Τα τραγικά επόμενα λεπτά θα στιγμάτιζαν για πάντα τη ζωή τους.
“Ένα ντίνγκο άρπαξε το μωρό μου!”
Η Λίντι Τσάμπερλεϊν είχε βάλει την Αζάρια και τον Ρίγκαν για ύπνο στη σκηνή. Ο Έινταν ζήτησε λίγο παραπάνω φαγητό και η μητέρα του πήγε μέχρι το αυτοκίνητο να πάρει μια κονσέρβα φασόλια.
Επιστρέφοντας προς το μπάρμπεκιου, άκουσε ένα μωρό να κλαίει. Το ίδιο άκουσαν τόσο ο Μάικλ Τσάμπερλεϊν όσο και οι άλλοι άνθρωποι που βρίσκονταν στο μπάρμπεκιου. Ξαφνικά, η Λίντι Τσάμπερλεϊν φώναξε πανικόβλητη:
“Θεέ μου, ένα ντίνγκο άρπαξε το μωρό μου!“.
Προφανώς, η 32χρονη μητέρα είδε το γηγενές άγριο σκυλί της Αυστραλίας να χάνεται στο σκοτάδι, κρατώντας και σέρνοντας κάτι στο στόμα του. Αρχικά, προσπάθησε να ακολουθήσει το ντίνγκο προς την κατεύθυνση που εκτίμησε ότι πήγαινε.
Επέστρεψε, τελικά, στη σκηνή, όπου οι χειρότεροι φόβοι της επαληθεύτηκαν: η μικρούλα Αζάρια έλειπε.
“Η μισή Αυστραλία πίστευε ότι ήταν ένοχη και η άλλη μισή αθώα”
Πάρα τις επίμονες έρευνες δασοφυλάκων, αστυνόμων και ντόπιων, το σώμα της Αζάρια, που ήρθε στη ζωή στις 11 Ιουνίου 1980, δεν βρέθηκε ποτέ.
Μία εβδομάδα μετά την εξαφάνιση της Αζάρια, εντοπίστηκαν η πάνα, το φορμάκι και η φανέλα της, γεμάτα με αίμα αλλά όχι εντελώς σκισμένα.
Δεν βρέθηκε, όμως, η ζακετούλα που, σύμφωνα με τη μητέρα της, φορούσε από πάνω. Η εξαφάνιση του βρέφους συγκλόνισε και δίχασε την αυστραλιανή κοινή γνώμη.
Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που αμφισβήτησαν την εκδοχή των γεγονότων που παρουσίασε η Λίντι Τσάμπερλεϊν. Μέχρι τότε, δεν είχαν αναφερθεί περιστατικά επιθέσεων από ντίνγκο ούτε τα τελευταία θεωρούνταν επικίνδυνα για τους ανθρώπους.
Ο εγχώριος Τύπος δεν σταμάτησε να ασχολείται με την υπόθεση. “Η μισή Αυστραλία πίστευε ότι ήταν ένοχη και η άλλη μισή θεωρούσε ότι ήταν αθώα”, θυμόταν ο Αυστραλός παρουσιαστής, Ρέι Μάρτιν που πήρε συνέντευξη από τη Λίντι Τσάμπερλεϊν το 1986.
Τα αμφιλεγόμενα “αποδεικτικά στοιχεία”
Το Φεβρουάριο του 1981, ο ιατροδικαστής, Ντένις Μπάριτ αποδέχθηκε, μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες, την εκδοχή του ζεύγους Τσάμπερλεϊν: ότι η Αζάρια δέχθηκε επίθεση από ντίνγκο. Όμως, εξέφρασε την άποψη ότι υπήρξε παρέμβαση στα ρούχα του βρέφους “από άγνωστο άτομο ή άτομα”.
Η δήλωση αυτή αποδείχθηκε αρκετή ώστε τα ευρήματα της πρώτης έρευνας να αναιρεθούν, λίγους μήνες μετά, από το Ανώτατο Δικαστήριο και να διαταχθεί δεύτερη έρευνα.
Σύμφωνα με έναν εμπειρογνώμονα, τα σκισίματα στο φορμάκι της Αζάρια είχαν προκληθεί από μια αιχμηρή μεταλλική λεπίδα κι όχι από τα δόντια κάποιου ντίνγκο.
Επιπλέον, μια ιατροδικαστική έκθεση, που αργότερα αποδείχθηκε παντελώς αναξιόπιστη, ισχυριζόταν ότι είχε βρει δείγματα εμβρυϊκής αιμοσφαιρίνης σε λεκέδες στο μπροστινό κάθισμα του αυτοκινήτου των Τσάμπερλεϊν.
Η δεύτερη έρευνα δεν μπόρεσε να προσδιορίσει κανένα σαφές κίνητρο που θα μπορούσε να οδηγήσει τη Λίντι Τσάμπερλεϊν και το σύζυγό της στο φόνο της Αζάρια. Μολαταύτα, η Λίντι βρέθηκε αντιμέτωπη με την κατηγορία ότι έκοψε το λαιμό της κόρης της.
Η δίκη
Στη δίκη που ακολούθησε, το Σεπτέμβριο του 1982, οι καταθέσεις των εμπειρογνωμόνων θεωρήθηκαν σημαντικότερες από τις μαρτυρίες όλων όσοι βρίσκονταν στο κάμπινγκ τη νύχτα της 17ης Αυγούστου, οι οποίοι ανέφεραν, μεταξύ άλλων, ότι βρήκαν πατημασιές ενός ντίνγκο και αίματα στα κλινοσκεπάσματα της σκηνής που κοιμόταν η Αζάρια.
Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, το δικαστήριο έκρινε ένοχη την Λίντι Τσάμπερλεϊν, θεωρώντας ότι σκηνοθέτησε το φόνο της Αζάρια και την καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη. Ο σύζυγός της, Μάικλ τιμωρήθηκε με ποινή φυλάκισης 18 μηνών με αναστολή για “συνέργεια στην κάλυψη του φόνου της κόρης τους”.
Ακολούθησαν δύο εφέσεις κατά της ποινής στο Ομοσπονδιακό και στο Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστραλίας, το 1983 και το 1984 αντίστοιχα. Αμφότερες απορρίφθηκαν.
“Αν χαμογελούσα, υποβάθμιζα το θάνατο της κόρης μου. Αν έκλαιγα, προσποιούμουν“
Οι καχυποψίες των Αυστραλών τροφοδοτούνταν και ενισχύονταν από τα έντυπα και τηλεοπτικά ΜΜΕ. Διερωτώντουσαν πώς θα μπορούσε ένα ντίνγκο να βγάλει τα ρουχαλάκια του μωρού και εστίαζαν στο ότι η ζακέτα της μικρής Αζάρια δεν είχε βρεθεί.
Επίσης, θεωρούσαν ότι το ζεύγος Τσάμπερλεϊν δεν θρηνούσε τόσο όσο θα περίμενε κανείς μπροστά στις κάμερες, ενώ δεν έλειπαν τα σχόλια για τη δημόσια εξωτερική εμφάνιση της Λίντι Τσάμπερλεϊν και την εγκυμοσύνη της κατά τη διάρκεια της δίκης.
“Αν χαμογελούσα, θα υποβάθμιζα το θάνατο της κόρης μου. Αν έκλαιγα, [θα έλεγαν ότι] προσποιούμουν”, είχε πει χαρακτηριστικά η Τσάμπερλεϊν.
Επιπλέον, υπήρχαν άρθρα που “έριχναν λάδι στη φωτιά” και παρουσίαζαν ψευδείς φήμες.
Επειδή οι Τσάμπερλεϊν ανήκαν στην Χριστιανική Εκκλησία Αντβεντιστών της Έβδομης Ημέρας, τα ΜΜΕ υπαινίσσονταν ότι ακολουθούσαν περίεργες πρακτικές, όπως τη θυσία ενός μωρού.
Άλλα δημοσιεύματα ανέφεραν ότι το όνομα Αζάρια σήμαινε “θυσία στην έρημο”. Επρόκειτο για κάτι εντελώς ανακριβές. Ωστόσο, η ζημιά είχε γίνει.
“Όλοι είχαν μια γνώμη για την Λίντι Τσάμπερλεϊν. Εγώ είδα μία από τις πιο βασανισμένες και συντετριμμένες γυναίκες που συνάντησα ποτέ στη ζωή μου. H κόλαση που περνούσε ήταν απίστευτη και επαίσχυντη”, ανέφερε ο Ρέι Μάρτιν.
Η ανακάλυψη της ζακέτας και ο χλευασμός
Το Φεβρουάριο του 1986, κατά τη διάρκεια αναζητήσεων της σορού ενός ορειβάτη, εντοπίστηκε το αιματοβαμμένο ζακετάκι της Αζάρια, κοντά σε μια περιοχή με φωλιές ντίνγκο. Η μητέρα της το αναγνώρισε αμέσως.
Πολλοί άρχισαν, πλέον, να συνειδητοποιούν πως η Λίντι Τσάμπερλεϊν έλεγε την αλήθεια. Το τεκμήριο ελήφθη υπόψη, η υπόθεση άνοιξε πάλι και, με απόφαση της κυβέρνησης της Βόρειας Επικράτειας της Αυστραλίας, η Τσάμπερλεϊν αφέθηκε ελεύθερη.
Το Σεπτέμβριο του 1988, ακυρώθηκαν όλες οι καταδικαστικές αποφάσεις εναντίον του ζεύγους Τσάμπερλεϊν. Παρ’ όλ’ αυτά, οι φήμες συνέχισαν να κυκλοφορούν και η κοινή γνώμη δεν έπαψε να ασχολείται με την υπόθεση.
Η ιστορία της Αζάρια Τσάμπερλεϊν ενέπνευσε τη δημιουργία της ταινίας “A Cry in the Dark” ή “Evil Angels“, με πρωταγωνιστές την Μέριλ Στριπ και τον Σαμ Νιλ, το 1988.
Παράλληλα, η φράση κραυγή της Τσάμπερλεϊν “A dingo’s got my baby” κατέληξε να γίνει αστείο στην αμερικανική ποπ κουλτούρα. Διακωμωδήθηκε και ακούστηκε σε τηλεοπτικά προγράμματα, όπως στο The Simpsons και το Seinfeld.
Οι Αμερικανοί δεν γνώριζαν ή δεν ενδιαφέρονταν να μάθουν τι ήταν τα ντίνγκο και, επειδή η λέξη τούς φαινόταν αστεία, τη χρησιμοποιούσαν περιπαικτικά.
Το 1992, η κυβέρνηση της Βόρειας Επικράτειας της Αυστραλίας επιδίκασε στην Τσάμπερλεϊν αποζημίωση 1,3 εκατομμυρίων δολαρίων. Μια τρίτη ιατροδικαστική έρευνα ολοκληρώθηκε το Δεκέμβριο του 1995, αλλά δεν κατέληξε σε οριστικά συμπεράσματα.
Ο ιατροδικαστής Τζον Λόουντς αποφάνθηκε ότι ούτε η Λίντι ούτε ο Μάικλ Τσάμπερλεϊν εμπλέκονταν με οποιονδήποτε τρόπο στην εξαφάνιση της κόρης τους, Αζάρια. Ωστόσο, άφησε “ανοιχτή” την αιτία του θανάτου της.
Την ίδια περίοδο, πλήθαιναν οι αναφορές για επιθέσεις ντίνγκο εναντίον ανθρώπων. Γινόταν όλο και πιο φανερό ότι το φαινόμενο δεν ήταν τόσο σπάνιο όσο πίστευαν πολλοί.
Η οριστική δικαίωση ήρθε 32 χρόνια μετά
Έπρεπε να έρθει η 12η Ιουνίου 2012, προκειμένου η Λίντι Τσάμπερλεϊν να “καθαρίσει το όνομά της”. Μετά την ολοκλήρωση της τέταρτης και τελευταίας έρευνας, η ιατροδικαστής Ελίζαμπεθ Μόρις ανέφερε ξεκάθαρα στο πόρισμά της ότι ο θάνατος της Αζάρια προήλθε από επίθεση ενός ντίνγκο.
Η Μόρις ζήτησε συγγνώμη από την οικογένεια Τσάμπερλεϊν για τον διασυρμό της και την ταλαιπωρία που υπέστη όλα αυτά τα χρόνια. Το πιστοποιητικό θανάτου της Αζάρια τροποποιήθηκε και η δικαστική πλάνη έλαβε τέλος.
Τόσο ο Μάικλ όσο, κυρίως, η Λίντι Τσάμπερλεϊν, που είχαν τραβήξει χωριστούς δρόμους από το 1991, ένιωσαν δικαιωμένοι και ανακουφισμένοι. Αποδείχθηκε περίτρανα ότι τα ντίνγκο δεν είναι ζώα φιλικά αλλά επικίνδυνα.
Ήταν ο επίλογος της μεγαλύτερης δικαστικής αδικίας στα χρονικά του αυστραλιανού δικαστικού συστήματος. Ήταν, επίσης, ένα παράδειγμα του πώς τα ΜΜΕ μπορούσαν να στιγματίσουν πρόσωπα και να επηρεάσουν αρνητικά τις εκδικάσεις υποθέσεων.
Όπως έγραψε η Λίντι Τσάμπερλεϊν στην ιστοσελίδα της, “το γεγονός ότι κάποιος κρίθηκε αθώος στο δικαστήριο δεν θα διορθώσει ποτέ τη ζημιά που προκάλεσε ένας εντυπωσιοθηρικός τίτλος“.
Ένα εκτενές και διαφωτιστικό ντοκιμαντέρ του 7NEWS Spotlight σχετικά με την πολύκροτη υπόθεση που συγκλόνισε την Αυστραλία:
Πηγή εικόνων κεντρικής φωτογραφίας: Wikipedia, Youtube και WikimediamtxCommons
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr