Ο Αντώνης Κανάκης πριν από λίγους μήνες έχασε τον πατέρα του από ανακοπή καρδιάς.
Για να ανακουφίσει τον πόνο του, να συμπληρώσει το ξαφνικό κενό, ίσως για να συνειδητοποιήσει την απώλεια, έγραψε τις σκέψεις του. Έστειλε ένα μεγάλο γράμμα στον άνθρωπο που τον γέννησε με πολλούς τρόπους.
Έτσι εκδόθηκε το βιβλίο με τίτλο “Μπαμπά…(μια κανονική ημέρα)”, όπου περιγράφει τις τελευταίες στιγμές με τον πατέρα του και τις σκέψεις του τις 19 μέρες νοσηλευόταν στην εντατική.
Επειδή μπορεί κάποιοι να τον έχασαν με τον ίδιο τρόπο, το κείμενό του μπορεί να εκφράζει πολλούς που ήθελαν, αλλά δεν είχαν τον τρόπο και τα μέσα να περιγράψουν αυτό που έζησαν, όταν άκουσαν τη φράση: “Συλληπητήρια, ο πατέρας σας έφυγε…”
Γράφει ο Αντώνης Κανάκης:
“Ο μπαμπάς μου με έβαλε να του υποσχεθώ ότι θα τον κάψουμε όταν πεθάνει. Δεν ήθελε να τον θάψουμε. ‘Αντώνη, να με κάψετε, στάχτη να με κάνετε’. Μαθαίνω ότι δεν μπορεί να γίνει στην Ελλάδα. Απαγορεύεται. Κι επειδή απαγορεύεται, πρέπει να τον πάω στην Βουλγαρία; Ντροπή τους!”
“Λυπούμαστε. Ο πατέρας σας έπαθε ανακοπή πριν μισή ώρα’. 28 Μαρτίου 2015, 2.55 ξημερώματα. Δεν θα τον δω να τον ξαναφιλήσω. Δεν θα τον ξαναμαλώσω, δεν θα τον ξαναπειράξω. Δεν θα ξαναβρω ποτέ αναπάντητη κλήση στο κινητό μου που θα γράφει με κόκκινα γράμματα ΜΠΑΜΠΑΣ. Για πρώτη φορά στη ζωή μου γνωρίζομαι με τον θάνατο. Με αγγίζει ο γα…λης. Αυτό το καθίκι μου πήρε τον πατέρα μου”.
«Τον θάνατο, τον δικό μου θάνατο, δεν τον φοβάμαι πλέον. Πριν, τον φοβόμουν. Πριν μου δείξει πως ο δικός μας θάνατος λίγη σημασία έχει. Το θάνατο, όμως, του Μπαμπά σου, αυτόν πρέπει να φοβάσαι. Αυτός θα σε γ…ήσει. Και όμως… συγχρόνως και με έναν απόλυτα αντιφατικό και συμπαντικό τρόπο, αυτός είναι που θα σε πάει μπροστά».
«Πόσο απερίγραπτα μου λείπει, Θεέ μου. Βλέπω φωτογραφίες του. Εστιάζω για κάποιο λόγο σε αυτές που ήταν νεαρός, πιτσιρικάς. Κοιτάω το πρόσωπό του, το χαμόγελό του. Τι καλό παιδί που φαίνεται να ήταν… Πόσο θα ήθελα, σε κάποιο μαγικό σενάριο, να είχαμε γνωριστεί τότε. Να ήμασταν συνομήλικοι, να γινόμασταν κολλητοί φίλοι και να αλητεύαμε μαζί… Να γνώριζα τα όνειρα, τις αγωνίες του, τα σχέδια, τους έρωτές του…».
Και προσθέτει: «Βρίζω τη ζωή, τον Θεό, το σύμπαν, τον θάνατο, τον εαυτό μου. Μετά το ψιλομετανιώνω. Αλλάζει ρότα η σκέψη μου. Τώρα καταλαβαίνω γιατί οι άνθρωποι πιστεύουν στον Παράδεισο, στη μεταθανάτια ζωή, στη μετεμψύχωση κ.τ.λ. Μέχρι τώρα νόμιζα ότι αυτό συμβαίνει με κύριο αίτιο τον εγωισμό και τον φόβο. Φοβόμαστε να πεθάνουμε και θέλουμε κάποιος να μας εγγυηθεί ότι έχει και συνέχεια το έργο – και μάλιστα καλύτερη. Για την πάρτη μας, δηλαδή. Για τους φόβους μας. Λάθος! Τώρα καταλαβαίνω ότι το βασικό αίτιο είναι η αγάπη. Θέλουμε να πιστέψουμε ότι έχει και συνέχεια, μόνο και μόνο για να συναντήσουμε ξανά αυτούς που αγαπάμε. Για να υπάρχει αυτή η προοπτική. Γιατί χωρίς αυτή την προοπτική θα τρελαθείς. Θα τρελαθώ. Πώς να ζήσω με το δεδομένο ότι δεν θα ξαναδώ, μιλήσω, αγκαλιάσω, φιλήσω, μυρίσω ποτέ ξανά τον Μπαμπά μου…Προσωπικά, μάλλον δεν πιστεύω σε όλα αυτά, παράδεισοι, μετεμψυχώσεις κ.τ.λ. Πιστεύω όμως σε κάτι που το βρίσκω αληθινό και έγκυρο. Πιστεύω στα παιδιά. Στην καθαρή, σοφή ψυχή τους και στην αλήθεια της. Τα παιδιά τα ξέρουν όλα και δεν είναι τυχαίο που η αυτόματη αντιμετώπιση των παιδιών στο θάνατο είναι το “πού πήγε ο Μπαμπάς τώρα που πέθανε;”. Αν ήμουν παιδί, αυτό θα ρωτούσα: “Πού πήγε”;».
Η διαδικασία έγινε στη Βουλγαρία και όπως παραδέχεται ο παρουσιαστής, οι στάχτες του πιο σημαντικού και υπέροχου ανθρώπου στη ζωή του βρίσκονται στις ρίζες ενός δέντρου στον κήπο του εξοχικού σπιτιού τους στην Περαία.
“Η τελετή έγινε Κυριακή 29 Μαρτίου. Σεμνή τελετή, όπως θα την ήθελε. Οι παπάδες που έρχονται να τον διαβάσουν έχουν αξιοπρεπή λόγο και παρουσία. Βλέπετε, είναι από αυτούς που δέχονται να διαβάσουν κάποιον που επιθυμεί να αποτεφρωθεί. Είναι τόσο όμορφος στο φέρετρο, αλλά πολύ κρύος. Έχω τις στάχτες μαζί μου, μέσα σε ένα κουτί σφραγισμένο. Το ξεσφραγίζω και αντικρίζω τη στάχτη. Αυτή η γκρίζα μάζα είναι ο μπαμπάς μου. Θα τις βάλω στις ρίζες ενός δέντρου που θα φυτέψω στον κήπο μου” γράφει ο Αντώνης Κανάκης στο βιβλίο του.
Ο παρουσιαστής γράφει για την νύχτα που δέχτηκε το τηλεφώνημα από το νοσοκομείο που νοσηλευτόταν ο πατέρας του.
“Γεια σας, από την Εντατική του Αγιού Λουκά. Κύριε, τα συλλυπητήρια μας”.
“Γιατί; Γιατί μου λέτε συλλυπητήρια; Γιατί; Αφού όλα πήγαιναν καλά” απαντά ο Αντώνης Κανάκης.
Στις 6 το πρωί τα μάτια του από το κλάμα κλείνουν. Σαν ζόμπι φτάνει στο σπίτι της μαμάς του, Ευγενίας, μαζί με την αδελφή του. “Την αγκαλιάζω. Πέθανε ο μπαμπάς” της λέει και σημειώνει:
“H ζωή μου δεν έχει κανένα νόημα. Δεν θέλω και πολύ να ζω”.
Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει στο εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου ο ίδιος ο Αντώνης Κανάκης, «…αυτό δεν είναι ένα λογοτεχνικό βιβλίο. Είναι ένα πέρα για πέρα αληθινό κείμενο που περιγράφει τα συναισθήματα, τις σκέψεις, τις αντιδράσεις, τα γεγονότα είκοσι περίπου συγκεκριμένων ημερών. Τις είκοσι αυτές ημέρες αυτά έζησα, αυτά ένιωσα, αυτά σκέφτηκα, αυτά φώναξα, αυτά έκανα. Το κείμενο αυτό γράφτηκε αυθόρμητα, άμεσα, ασταμάτητα. Γράφτηκε μόνο του, μέσα σε τέσσερις περίπου ημέρες, όταν συνέβη ό,τι συνέβη. …Το κείμενο αυτό γράφτηκε από εμένα για τον Μπαμπά μου, από μένα για μένα, αλλά και για όλους τους Μπαμπάδες, για όλους τους γιους, για όλες τις Μαμάδες-συντρόφους, για όλες τις κόρες… Για τους ιερούς αυτούς δεσμούς…».
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr