Κατά την περίοδο της Κατοχής στην Αθήνα τα λοιμώδη νοσήματα αποτέλεσαν τη δεύτερη αιτία θανάτου μετά την πείνα. Λοιμώδη νοσήματα όπως η φυματίωση, η ελονοσία, ο εξανθηματικός τύφος, ο τυφοειδής πυρετός και η μηνιγγίτιδα, ήταν τα σημαντικότερα αίτια νοσηρότητας και θνησιμότητας.
Η εκτίναξη των ποσοστών ορισμένων λοιμωδών νοσημάτων στην κατοχική Αθήνα έγκειται στις άθλιες συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού, στην ανύπαρκτη κρατική μέριμνα και στην κατάρρευση των μηχανισμών ελέγχου.
Η επιστημονική έρευνα των Κωνσταντίνου Τσιάμη, Γεωργίας Βρυώνη, Ευάγγελου Βογιατζάκη, Έφης Πουλάκου-Ρεμπελάκου, Καλλιόπης Θεοδωρίδου, Δημήτριου Ανωγιάτης-Pelé και Αθανάσιου Τσακρή, που δημοσιεύει η “Μηχανή του Χρόνου” αποτυπώνει το δράμα εκείνης της περιόδου και τις κύριες αιτίες θανάτων. Τότε που η ναζιστική και φασιστική πρακτική απαξίωσε την ανθρώπινη ζωή και οδήγησε σε αφανισμό χιλιάδες Έλληνες.
Η φυματίωση
Η πείνα ήταν το πρώτο αίτιο θανάτου στην Αθήνα την περίοδο της Κατοχής. Αν και οι εκτιμήσεις διαφέρουν, υπολογίζεται ότι έχασαν τη ζωή τους στο λιμό περίπου 150.000 άνθρωποι, ίσως και περισσότεροι. Ταυτόχρονα, ως δεύτερη αιτία θανάτου αναδεικνύονται τα λοιμώδη νοσήματα.
Η φυματίωση αναδείχθηκε ως η σημαντικότερη αιτία νοσηρότητας και θνησιμότητας στην Κατοχική Αθήνα. Κατά την προπολεμική περίοδο (1938-1940) καταγράφηκαν στην Αθήνα 11.228 θάνατοι από φυματίωση ενώ, μεταξύ των ετών 1941-1943, ο αριθμός τους ανήλθε στους 17.395, δηλαδή εμφάνισε αύξηση 46,4%.
Η έκταση που πήρε η φυματίωση κατά τη διάρκεια της Κατοχής ήταν ανάλογη των συνθηκών που επικράτησαν στη χώρα, με τους πάσχοντες να αυξάνονται κατά 150.000, ενώ οι χαρακτηριζόμενοι σε “προφυματική” κατάσταση αυξήθηκαν κατά 250.000 περιπτώσεις.
Η αυξητική τάση της φυματίωσης φαίνεται αναμφισβήτητα μέσα από τις εισαγωγές του μεγαλύτερου Νοσοκομείου-Σανατορίου “Σωτηρία”. Σύμφωνα με τα βιβλία εισαγωγών, το 1941 ο αριθμός των νοσηλευόμενων ήταν 2.509 και την περίοδο 1943- 1944 έφτασε τους 5.449, ενώ ο μέσος όρος εισαγωγών μηναιαίως υπολογίζεται στους 200 ασθενείς.
Ο συνολικός αριθμός των Κλινικών στο Νοσοκομείο “Σωτηρία” ήταν 15, με συνολική δύναμη 1.992 κλινών. Η συρροή των ασθενών ξεπερνούσε τις δυνατότητες του Νοσοκομείου, με αποτέλεσμα ο συγχρωτισμός των ασθενών να επιβαρύνει ακόμα περισσότερο την υγεία τους. Από τους εισελθόντες στο νοσοκομείο κατά τα έτη 1941-1942, εξήλθε κατά τα ίδια έτη μόνο το 17,29% των εισερχομένων. Το ποσοστό της θνητότητας στη Σωτηρία από 27,80% το 1940, ανήλθε σε 49,90% το 1942.
Τα αρχεία του Σταθμού Α ́ Βοηθειών αποκάλυψαν ακόμη καταγραφές ανθρώπων που προσποιούνταν τους φυματικούς, προκειμένου να νοσηλευθούν στο Σωτηρία και να εξασφαλίσουν το πενιχρό συσσίτιο του νοσοκομείου.
Ελονοσία
Κατά την Κατοχή, λόγω της κατάρρευσης του κρατικού μηχανισμού και της εύρυθμης λειτουργίας της Σχολής Δημόσιας Υγείας, η κατάσταση με την ελονοσία ξέφυγε πέρα από κάθε έλεγχο. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της UNRRA (United Nations Relief and Rehabilitation Administration), όταν προσήλθε στην Ελλάδα το 1944, το 87% της έκτασης της χώρας υπέφερε από την ελονοσία, ενώ οι ασθενείς υπολογίζονταν σε τρία εκατομμύρια.
Μια έμμεση πληροφορία για την ελονοσία στην Αθήνα την περίοδο της Κατοχής εντοπίζεται το 1945,όταν η Σχολή Δημόσιας Υγείας καταστρώνει μαζί μετην UNRRA τα σχέδια του ανθελονοσιακού αγώνα μετη χρήση του D.D.T. Κατά το σχεδιασμό των δράσεων του 1945 οι Έλληνες “ελονοσιολόγοι” είχαν υπολογίσει ότι, αν δεν ξεκινούσαν οι ψεκασμοί του D.D.T., ο επιπολασμός της ελονοσίας θα αύξανε δραματικά την επόμενη τριετία.
Οι προβλεπτικές αυτές μελέτες βασίζονταν και στα κλιματολογικά δεδομένα του 1944, αφού οι καιρικές συνθήκες είχαν ευνοήσει την αύξησητων κουνουπιών. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Σταθμού Α’ ́Βοηθειών, η νόσος έπληττε κυρίως τις ηλικιακές ομάδες 11-20, 21-30 και 31-40 ετών.
Η μέθοδος αποφθειρίασης για τον εξανθηματικό τύφο
Η επιδημία του εξανθηματικού τύφου του 1941 είχε ξεκινήσει από τη Φλώρινα για να επεκταθεί διαδοχικά στη Στερεά Ελλάδα και την Αθήνα. Η νόσος εμφανίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Μαρτίου 1941, με τα δύο πρώτα κρούσματα να σημειώνονται στο Κερατσίνι και στο Βύρωνα από ασθενείς που είχαν πρόσφατα επισκεφθεί την πληγείσα Θεσσαλία.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η νόσος εξέλιπε στην Αθήνα από το 1931. Όταν οι Γερμανοί εισέρχονταν στην Αθήνα, η επιδημία διένυε τον τρίτο της μήνα. Μέχρι το τέλος του 1941 είχαν καταγραφεί 270 κρούσματα και 31 θάνατοι. Κρούσματα καταγράφηκαν ακόμα και σε νοσοκομεία, με χαρακτηριστικότερη την περίπτωση των δώδεκα κρουσμάτων σε προσωπικό και ασθενείς στον Ευαγγελισμό.
Σε κάθε περίπτωση ανεύρεσης κρούσματος ο ασθενής μεταφερόταν στο Νοσοκομείο Λοιμωδών Νοσημάτων, με ευθύνη του Δημόσιου Απολυμαντηρίου.
Η πρώτη ενέργεια των αρχών ήταν η αποφθειρίαση. Ολοι όσοι περισυλλέγονταν από τους δρόμους αποφθειριάζονταν άμεσα κατά εκατοντάδες. Όσο για την Υπηρεσία Περιστολής Επαιτείας και Αλητείας, στις εκθέσεις της αναφέρεται ότι ο αριθμός των συλληφθέντων άρα και αποφθειριασθέντων (ουσιαστικά άστεγων Αθηναίων και όχι κατ’ ανάγκη “αλητών” κατά το γράμμα του νόμου), σταδιακά μειωνόταν λόγω “της μη διάθεσης αυτοκινήτου ελλείψει βενζίνης…”
Η διάδοση της σύφιλης
Τροφικές δηλητηριάσεις από τα συσσίτια των Γερμανών
Ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας που αντιμετώπισε ο ελληνικός λαός στην Κατοχή ήταν αυτό των τροφικών δηλητηριάσεων. Χιλιάδες άνθρωποι μέσα στην απόγνωση της πείνας κατανάλωναν άκρως επικίνδυνες τροφές, οι οποίες οδηγούσαν συχνά στο θάνατο.
Σύμφωνα με τις συρροές των κρουσμάτων, η πρώτη επιδημική έκρηξη εμφανίζεται τον πρώτο κιόλας μήνα της Κατοχής, ενώ τα κρούσματα που είχαν μολυνθεί από συσσίτια σε διαφορετικά σημεία της πόλης συνεχίστηκαν έως τον Ιούλιο του 1941. Η πλέον αξιοσημείωτη επιδημική έκρηξη καταγράφηκε τον Ιούνιο του 1943, με 183 δηλητηριάσεις.
Τα κρούσματα των δηλητηριάσεων κατά τους μήνες ανάμεσα στις επιδημικές εκρήξεις αφορούσαν κυρίως οικογενειακές ή μεμονωμένες περιπτώσεις. Στην περίπτωση της επιδημικής έκρηξης του 1943, όμως, όλοι οι ασθενείς ανέφεραν ότι είχαν παραλάβει τρόφιμα από το ίδιο συσσίτιο, το οποίο δεν ήταν άλλο από αυτό που οργάνωσε η Γερμανική Διοίκηση, θέλοντας να δείξει το “ανθρωπιστικό” της πρόσωπο.
Τα συχνότερα τρόφιμα που καταγράφηκαν από την έρευνα αφορούσαν τα γιαούρτια, τις κονσέρβες ψαρικών, τα αυγά, το τυρί, και το κοτόπουλο. Αναφορικά με τα ψάρια, συχνά οι ασθενείς είχαν καταναλώσει παλαμίδες ή σαρδέλες. Στο γενικότερο πλαίσιο των αλλοιωμένων τροφίμων, αλλά χωρίς βακτηριακή συνδρομή, καταγράφηκαν επίσης οι πατάτες, οι λαχανίδες και η μπομπότα.
Καταγραφές στο αρχείο του Σταθμού Α ́ Βοηθειών, έρχονται να επιβεβαιώσουν τις μαρτυρίες και τις κατηγορίες των διεθνών οργανώσεων κατά της Γερμανικής Διοίκησης, η οποία κρατούσε δεσμευμένα για σημαντικό χρονικό διάστημα τα τρόφιμα στα υγρά αμπάρια των πλοίων στον Πειραιά, πριν αυτά φθάσουν στην αγορά, με αποτέλεσμα την αλλοίωσή τους.
Το παρόν κείμενο αποτελεί τμήμα της Ερευνητικής Εργασίας “Λοιμώδη νοσήματα στην Αθήνα κατά τη Γερμανική Κατοχή (1941-1944)” των Κωνσταντίνου Τσιάμης, Γεωργίας Βρυώνη, Ευάγγελου Βογιατζάκης, Έφης Πουλάκου-Ρεμπελάκου, Καλλιόπης Θεοδωρίδου, Δημήτριου Ανωγιάτης-Pelé, Αθανάσιου Τσακρή και δημοσιεύτηκε στο δελτίον της Ελληνικής Μικροβιολογικής Εταιρείας (TΟΜΟΣ 61 •ΤΕΥΧΟΣ 3, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2016)
Διαβάστε ακόμα στη “ΜτΧ”: Η πρώτη απεργία στην Αθήνα της Κατοχής. Οι ταχυδρομικοί υπάλληλοι διαδήλωσαν για την πείνα και κατοχικός υπουργός Γκοτζαμάνης απειλούσε με θανατικές ποινές
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr