Ο «Έφηβος των Αντικυθήρων» είναι ένα από τα ωραιότερα αρχαία ελληνικά αγάλματα. Ο εντοπισμός του το 1900 στον βυθό της θάλασσας από σφουγγαράδες ήταν μια μεγάλη ανακάλυψη και η “ανασύστασή” του υπήρξε μια ακόμα μεγαλύτερη πρόκληση για συντηρητές, γλύπτες και αρχαιολόγους.
Αρχικά έχει ερμηνευτεί ως Απόλλωνας, «Λόγιος» Ερμής που κρατά κηρύκειο και ρητορεύει, Ηρακλής με ρόπαλο ή λεοντή ή κάποιος νικητής αθλητής που φέρει ως έπαθλο σφαιρικό ληκύθιο, σφαίρα, στεφάνι, φιάλη ή μήλο. Επειδή κατά την ανάσυρση του αγάλματος δεν εντοπίστηκαν τα αντικείμενα που έφερε κάποτε στα χέρια του, η τεκμηρίωση μετατράπηκε σε γρίφο.
Τελικά η πλειοψηφία των μελετητών διχάστηκε ανάμεσα σε δύο επικρατέστερες απόψεις.
Η πρώτη που διατυπώθηκε αρχικά από τον Ι. Σβορώνο, ταυτίζει τη μορφή με τον Αργείο ήρωα Περσέα, ο οποίος επιδείκνυε με το δεξί χέρι την κεφαλή της Μέδουσας Γοργούς, κρατώντας τη από τα μαλλιά, ενώ στο άλλο θα κρατούσε τη χαλύβδινη άρπη με την οποία την αποκεφάλισε.
Η ερμηνεία αυτή βασίστηκε σε ανάλογες παραστάσεις σε αγγεία, αλλά κυρίως σε νομίσματα και δακτυλιόλιθους του Άργους των ρωμαϊκών χρόνων. Απουσιάζουν, ωστόσο, από το γλυπτό απαραίτητα προσδιοριστικά στοιχεία, όπως η χλαμύδα, τα φτερωτά σανδάλια και η μαγική κυνή του Άδη, που καθιστούσε τον ήρωα αόρατο.
Η δεύτερη άποψη, που διατυπώθηκε αρχικά από τον Β. Στάη, ταυτίζει τον Έφηβο με τον Τρώα πρίγκηπα Πάρη, ο οποίος κρατούσε στο προτεταμένο δεξί χέρι το μήλον της Έριδος και στο αριστερό το τόξο-σύμβολο του φόνου του Αχιλλέα.
Η δεύτερη ερμηνεία συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά που συνθέτουν την πολύπλευρη φύση του Πάρη, ως κριτή των θεαινών, εραστή της Ελένης και δολοφόνου του Αχιλλέα, και βρίσκει έρεισμα στην περιγραφή του Πλινίου για ένα άγαλμα του Πάρη, που ήταν έργο του γλύπτη Ευφράνορα. Εντύπωση προκαλεί, ωστόσο, η απουσία βασικών προσδιοριστικών στοιχείων του ήρωα, όπως του δόρατος, της χλαμύδας και του φρυγικού πίλου.
Γρίφος και ο καλλιτέχνης που το κατασκεύασε
Η απόδοσή του, ωστόσο, σε συγκεκριμένο καλλιτέχνη διχάζει τους ερευνητές. Αποδίδεται σε πελοποννησιακό εργαστήριο και ίσως είναι έργο του γλύπτη Ευφράνορα, από τη Σικυώνα της Κορινθίας, τα έργα του οποίου χαρακτηρίζονται για τις αττικές τους επιρροές. Ένα άλλο σενάριο θέλει το άγαλμα να ανήκει σε κάποιον καλλιτέχνη του κύκλου του διάσημου Πάριου γλύπτη Σκόπα. Η πλειοψηφία πάντως των ερευνητών, που θεωρεί τον «Έφηβο των Αντικυθήρων» έργο της αργειοσικυώνιας σχολής των συνεχιστών του Πολύκλειτου, προτιμά να τον αποδίδει στον Σικυώνιο Κλέωνα, γλύπτη της «τρίτης γενιάς» καλλιτεχνών της σχολής, στην «πορεία προς τον Λύσιππο».
Η “επιδιόρθωση”
Οι φθορές που προκλήθηκαν λόγω της διάβρωσης του μετάλλου από τη μακρόχρονη παραμονή μέσα στη θάλασσα, έκαναν το έργο των συντηρητών πολύ δύσκολο. Αρχικά έγιναν συμπληρώσεις στη βάση του λαιμού, στον αριστερό ώμο, στην περιοχή του θώρακα, του υπογαστρίου και στο άνω μέρος των γλουτών. Επιδιόρθωση έγινε στον εξωτερικό αστράγαλο του αριστερού σκέλους.
Το άγαλμα συγκολλήθηκε για πρώτη φορά το 1901 από τον Έλληνα γλύπτη Π. Καλούδη. Μία δεύτερη ανεπιτυχής προσπάθεια έγινε το 1902 από τον Γάλλο γλύπτη Αl. Andre.
Ο διευθυντής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, Χρήστος Καρούζος σημειώνει στην «Αρχαιολογική Εφημερίδα» του 1969 ότι το άγαλμα στήθηκε γύρω από έναν μεταλλικό σκελετό. Ο αρχαίος γλύπτης που το χύτευσε δεν το είχε κάνει μονοκόμματο. Ο Αντρέ, προκειμένου να συνενώσει τα κομμάτια, έβαλε τσιμέντο…
Με μεταλλικές πλάκες συνένωσε τα κομμάτια της ράχης και της κοιλιάς, τα οποία είχαν θρυμματιστεί. Ειδικά η κοιλιά είχε, μετά τη σύνθεση, ορατές παραμορφώσεις. Μερικά λάθη του, οδήγησαν σε λανθασμένη στάση του αγάλματος, κάτι ολέθριο για έργο τέχνης. Δεν έμεινε όμως εκεί.
Προσπάθησε να απομακρύνει τις επικαθίσεις θαλάσσιων μικροοργανισμών με οξύ!
Έτσι, αλλοίωσε και το χρώμα του μπρούντζινου αγάλματος. Τελικά, για να καλύψει τα σημάδια αλλά και τις καταστροφές, το «έβαψε» όλο με κολοφώνιο (ό,τι μένει από την απόσταξη του ρετσινιού) και το άγαλμα μαύρισε…
Αυτή την “αποκατάσταση” εκλήθη να αποκαταστήσει η ομάδα των ειδικών, στην οποία συμμετείχαν οι γλύπτες Α. Παναγιωτάκης και συμβουλευτικά ο Ν. Περαντινός, ο αρχιτεχνίτης Ι. Μπάκουλης, ο ζωγράφος Α. Κοντόπουλος και ο χημικός Β. Ζήσης του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.
Η εργασία, που διήρκεσε από το 1947 έως το 1953, ήταν υπό την εποπτεία και τη συνεχή καθοδήγηση του τότε διευθυντή του Μουσείου, Χρ. Καρούζου.
Εν μέσω έντονων καυγάδων αποφάσισαν να διατηρήσουν τον μεταλλικό σκελετό του Αντρέ, διότι κρίθηκε επιτυχής και προχώρησαν στην ανασύσταση του αγάλματος. Μετά το πέρας των εργασιών, ειδική επιτροπή αποτελούμενη από καθηγητές της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, έκριναν ότι το αποτέλεσμα ήταν «απολύτως ικανοποιητικόν και άξιον επαίνου». Επετεύχθη, ανάμεσα σε άλλα, κάτι πολύ σημαντικό. Ανακαλύφθηκε η σωστή στάση του αγάλματος «κι έτσι απεκατεστάθη ο ρυθμός του».
Από τότε ο έφηβος θεωρείται εύθραυστος και χαρακτηρίζεται αμετακίνητος.
Με πληροφορίες: ΕΘΝΙΚΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr