του συνεργάτη ιστορικού Κωνσταντίνου Λαγού
Πτωχοπρόδρομος χαρακτηρίζεται συμβατικά ένας βυζαντινός ποιητής και συγγραφέας που θεωρείται ότι τον 12ο αιώνα έγραψε τέσσερα σατυρικά ποιήματα σε δεκαπεντασύλλαβους στίχους που είναι γνωστά με το γενικό τίτλο Πτωχοπροδρομικά. Είναι τα πρώτα ποιήματα που έχουν σωθεί στη δημώδη γλώσσα της εποχής και όχι στην αττική διάλεκτο, τη γλώσσα των λογίων της βυζαντινής εποχής. Έτσι τα «Πτωχοπροδρομικά» χαρακτηρίζονται από πολλούς ειδικούς ως η απαρχή της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Θεόδωρος Πρόδρομος
Παλαιότερα υπήρχε η γενική εντύπωση ότι τα «Πτωχοπροδρομικά» ποιήματα ήταν έργα του βυζαντινού ποιητή και συγγραφέα Θεόδωρου Προδρόμου, που έζησε το πρώτο μισό του 12ου αιώνα. Σε αυτό συνηγορούσαν διάφορα στοιχεία, όπως το γεγονός ότι είναι σύγχρονα του Προδρόμου και το ύφος τους ήταν παρόμοιο με αυτό των δικών του έργων, παρόλο που όπως οι άλλοι βυζαντινοί συγγραφείς έγραφε αποκλειστικά στη λόγια γλώσσα.
Έτσι, τρία από τα τέσσερα ποιήματα έχουν στην εισαγωγή τους το όνομα του Θεόδωρου Προδρόμου, ως «Θεόδωρου του Πτωχοπροδρόμου» και το τέταρτο ως του «Ιλαρίωνος Μοναχού του Πτωχοπροδρόμου». Υποτίθεται ότι το τέταρτο το έγραψε ως μοναχός.
Όμως η νεότερη έρευνα έχει καταδείξει ότι τα συγκεκριμένα ποιήματα δεν είναι του Θεόδωρου Πτωχοροδρόμου. Είναι έργο ενός ή και διαφορετικών ποιητών που έζησαν τον 12ο αιώνα. Καθώς ο Θεόδωρος Πρόδρομος ήταν διάσημος στην εποχή του θέλησαν να διαδώσουν τα ποιήματα βάζοντας το δικό του όνομα σε αυτά.
“Πτωχοπρόδρομος”
Τα ποιήματα του Πτωχοπροδρόμου έγιναν γρήγορα γνωστά στους Βυζαντινούς για το σατυρικό τους ύφος. Με αστείο αλλά και ρεαλιστικό τρόπο περιγράφονται οι κακουχίες και ταλαιπωρίες ενός φτωχού ανθρώπου που είναι μονίμως πεινασμένος.
Για το λόγο αυτό το όνομα «Πτωχοπρόδρομος» έγινε παροιμιώδης για τον ταλαίπωρο και πειναλέο άνθρωπο.
Στα ποιήματα μιλά ο ποιητής για τον εαυτό και έτσι αυτοσαρκάζεται.
Το πρώτο είναι το πιο γνωστό και το πιο αστείο. Αναφέρεται στα δεινά που περνά στα 12 χρόνια που είναι παντρεμένος με μια γυναίκα από τάξη ανώτερη από εκείνο.
Κακιά και γκρινιάρα
Είναι κακιά και του γκρινιάζει συνέχεια. Επιπλέον, τον υποτιμά λέγοντας τον ανεπρόκοπο, χαραμοφάη, τεμπέλη, αδιάφορο και άνεργο. Η ίδια ισχυρίζεται ότι είναι εργατική, καλή νοικοκυρά και φροντίζει με άριστο τρόπο το σπίτι και τα παιδιά τους.
Όμως αυτός δεν έκανε τίποτα και είναι όλη την ώρα σαν ένα πουλί με ανοιχτό το στόμα που περιμένει να τον ταΐσει.
«Γιατί σε θέλω απορώ, δεν ξέρω τι σε θέλω». Αναφωνεί η γυναίκα του Πτωχοπρόδρομου! Στη συνέχεια καταριέται τη στιγμή που έπεσε θύμα των γλυκόλογών του και δέχτηκε να τον παντρευτεί!
Του υπενθυμίζει όλη την ώρα πόσο κατώτερός της είναι και ότι θα έπρεπε να είχε παντρευτεί μια όμοιά του, απένταρη, άχρηστη ή κόρη ταβερνιάρη.
«Είχα καλή καταγωγή, ήσουν φτωχός του δρόμου,
συ είσαι πτωχοπρόδρομος, εγώ αρχοντοπούλα,
στην ψάθα ξάπλωνες εσύ, κι εγώ σ’ ένα κρεβάτι.
Εγώ είχα προίκα περισσή, ξυπόλυτος γυρνούσες,
Είχα ασήμι και χρυσό, συ δούγες βαρελίσιες..»
Δεν της παίρνει λούσα
Ενώ αυτός είχε πάρει μια τόσο άξια γυναίκα δεν την πάει στα λουτρά και δεν της έχει αγοράσει ένα φουστάνι από μετάξι, ζευγάρι παπούτσια, δακτυλίδι ή βραχιόλι. Αυτά όλα τα αντικείμενα είναι πολυτελείας και ακριβά. Δηλαδή, η γυναίκα του Πτωχοπροδρόμου δεν γκρινιάζει γιατί της λείπουν τα απαραίτητα, αλλά επειδή ο άνδρας της δεν της αγοράζει «λούσα»!
Το ωραίο σπίτι όπου μένουν είναι δικό της, αλλά τον κατηγορεί ότι δεν φροντίζει για τη συντήρησή του, και δεν έχει καρφώσει ούτε ένα καρφί σε αυτό. Έτσι έχει αρχίσει να καταρρέει!
Η γυναίκα σπάει τα νεύρα του Πτωχοπροδρόμου. Μία φορά που έχασε την υπομονή του και την έβρισε και την έδειρε, έγινε ακόμη πιο άγρια. Τον απείλησε ότι θα το έλεγε στα αδέλφια της και θα τον κρέμαγαν, αφού πρώτα του έσπαγε η ίδια το κεφάλι! Επιπλέον, γύρω από το λαιμό του, θα του κρέμαγε τα τέσσερα παιδιά τους!
«Σαν τι θαρρείς, ποιος είσαι εσύ και πρόσεχε ποιον δέρνεις,
Ποια βρίζεις βάλε μες στο νου, ποιαν ατιμάζεις τώρα.
Εγώ δεν είμαι σκλάβα σου ούτε και μισθωτή σου.
Δεν ντράπηκες τα χέρια σου επάνω μου ν’ απλώσεις;
….
Αν κάποτε τ’ αδέλφια μου τα μάτια μου αντικρίσουν,
Θα σε κρεμάσουνε ψηλά, να δεις θα σε ξακάνουν,
Θα δέσω εγώ στο σβέρκο σου τα τέσσερα παιδιά μας…
Θα σπάσω την κεφάλα σου, αυτή τη μαδισμένη!»
Τον πέταξε έξω από το σπίτι
Τα λόγια αυτά της γυναίκας του τάραξαν τον Πτωχοπρόδομο. Πήγε να τη χαστουκίσει αλλά φοβήθηκε ότι θα πραγματοποιούσε τις απειλές της.
Έτσι προτίμησε τη σιωπή. Αυτή η στάση του αντί να ηρεμήσει τη γυναίκα, την εξαγρίωσε ακόμη περισσότερο. Τον κυνήγησε με τη σκούπα και τον πέταξε έξω από το σπίτι. Στη συνέχεια κλείδωνε το σπίτι με αυτόν απέξω.
Για να μπορέσει να μπει στο σπίτι και να φάει στο τραπέζι με τα παιδιά του μεταμφιέστηκε σε ζητιάνο. Η γυναίκα του τον λυπήθηκε και έτσι τον έβαλε στο τραπέζι της.
Ο Πτωχοπρόδρομος απευθύνεται στον αυτοκράτορα Ιωάννη Β΄ Κομνηνό να τον βοηθήσει. Μάλιστα, τον αποκαλεί «βασιλιά Μαυροϊωάννη», όπως ήταν το ένα από τα παρατσούκλια του.
Στο δεύτερο ποίημα του, ο «Πτωχοπρόδρομος» απευθύνεται και πάλι στον αυτοκράτορα Ιωάννη Β΄ Κομνηνό και τον παρακαλεί να τον βοηθήσει να θρέψει τα πολλά παιδιά του αλλά και να φροντίσει τους συγγενείς του που ζούσαν στην ανέχεια.
Προβλήματα ως μοναχός
Στα άλλα δύο ποιήματα, ο «Πτωχοπρόδρομος» είναι μοναχός σ’ ένα μοναστήρι. Αν και δεν το αναφέρει, ίσως να πήγε εκεί για να γλυτώσει από τα βάσανα του οικογενειάρχη, αλλά κυρίως τη γκρίνια της γυναίκας του!
Όμως, συνεχίζει να ταλαιπωρείται. Στο τρίτο ποίημα αποκαλύπτει τις ατασθαλίες των ηγουμένων στα μοναστήρια. Αναφέρει, για παράδειγμα, ότι όταν ασθενούσε ένας ηγούμενος καλούσε στα μοναστήρι τον καλύτερο γιατρό για να τον κουράρει. Όταν ο άρρωστος ήταν απλός μοναχός, η θεραπεία ήταν κρεμμύδι και νηστεία!
Ο Πτωχοπρόδρομος, με το γνωστό του κακομοίρικο ύφος ζητά από τον αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ Κομνηνό, τον διάδοχο του Ιωάννη Β΄, να τον βοηθήσει. Με ειρωνικό ύφος του λέει να πάρει τον ηγούμενο για γιατρό του παλατιού ώστε να βρει την υγειά του!
Ο πειναλέος μορφωμένος
Στο τέταρτο και τελευταίο ποίημά του είναι πάλι μοναχός. Έχει καλή μόρφωση γιατί ακολούθησε τη συμβουλή του πατέρα του «μάθε παιδί μου τα γραμματικά», δηλαδή «μάθε παιδί μου γράμματα» για να γίνει χρήσιμο μέλος της κοινωνίας και να δει προκοπή. Όμως, είναι συνέχεια πεινασμένος αφού του λείπουν τα βασικά, και «δεν μπορεί να γεμίσει την κοιλιά του με τον Όμηρο».
Όπως λέει χαρακτηριστικά:
«Τί δὲ λοιπόν, ἂν ἔμαθα τοῦ κόσμου τὰ βιβλία,
καὶ τὸ ψομὶν ἐπιθυμῶ, πότε νὰ τὸ χορτάσω...»
Αντίθετα, άλλοι αγράμματοι που έγιναν τεχνίτες ζούσαν πολύ καλύτερα!
Η νεοελληνική απόδοση του πρώτου Πτωχοπροδρομικού ποιήματος προέρχεται από: Τα Πτωχοπροδρομικά Ποιήματα-Θεόδωρου του Προδρόμου, πρόλογος: Νίκου Δ. Βαρμάζη, εισαγωγή: Βασίλης Κατσαρός, μετάφραση, σχόλια: Θεόδωρος Μαυρόπουλος, Εκδόσεις Ζήτρος, Αθήνα 2020.
Ειδήσεις σήμερα:
- Κατά 42% αυξημένες οι φωτιές το 2024. Τι κατέγραψε η ετήσια έκθεση των ΜΕΤΕΟ και WWF Ελλάς
- Δύο ορφανές τίγρεις της Σιβηρίας επανενώθηκαν μετά από ταξίδι 200 χλμ. στα ρωσικά δάση. Η ιστορία του Μπόρις και της Σβετλάγια
- Μαθητής Γυμνασίου στη Λάρισα πήγε στο σχολείο με πιστόλι. Συνελήφθη μαζί με τον πατέρα του στον οποίο ανήκει
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr