Μέσα δεκαετίας 1860, η ελληνική βιομηχανία κάνει τα πρώτα βήματα. Η τουρκική κατοχή και η απόσταση της Ελλάδας από το κέντρο της Ευρώπης, καθυστέρησε τις εξελίξεις στο βιομηχανικό τομέα που ήδη βίωναν χώρες του δυτικού κόσμου για περίπου έναν αιώνα.
Σιγά σιγά όμως, η αγροτική χώρα άρχισε να εξελίσσεται και να αποκτά βιομηχανική δράση σε όλους τους τομείς. Σύντομα εμφανίστηκαν βιομηχανίες μετάλλου, χημικών, οικοδομικών υλικών, ενέργειας, τροφίμων και ποτών, κλωστοϋφαντουργίας και ένδυσης, καπνού, ξύλου και επίπλου. Μάλιστα κάποιες από αυτές καινοτόμησαν στον κλάδο τους και έφεραν πρωτότυπα προϊόντα στον ελλαδικό χώρο. Άλλες εξαπλώθηκαν στο εξωτερικό, κερδίζοντας μια θέση στη διεθνή αγορά. Άλλες πάλι ξεκίνησαν φιλόδοξα, αλλά στην πορεία δεν κατάφεραν να επιβιώσουν και έκλεισαν. Υπήρχαν όμως και κάποιες που παρά τις αστοχίες αναδιοργανώθηκαν και επανήλθαν δυναμικά κερδίζοντας και πάλι τους καταναλωτές.
Ένα μπισκότο που ταξίδεψε από την Πόλη σε όλη την Ελλάδα
Όλη η γειτονιά μύριζε μπισκότο. Η Μαρία Παπαδοπούλου έψηνε ολημερίς μπισκότα στην κουζίνα της στην Κωνσταντινούπολη. Οι τρεις γιοι της τα πουλούσαν στους δρόμους της Πόλης, αλλά κανένας δεν αποκάλυπτε τη μυστική συνταγή. Μια ξύλινη σφραγίδα, έδινε μια ξεχωριστή μορφή στα γνωστά σε όλους μπισκότα “Πτι Μπερ”.
Η Μικρασιατική καταστροφή τους οδήγησε σε ξεριζωμό. Μετά από ένα μεγάλο ταξίδι έφτασαν στον Πειραιά. Εκεί βρήκαν ένα μικρό καφενείο για να ξεκουραστούν. Όταν η μητέρα παρήγγειλε μερικά μπισκότα για τα παιδιά, ο σερβιτόρος την κοίταξε με απορία. Η λέξη “μπισκότο” ήταν άγνωστη για τους Έλληνες.
Η οικογένεια Παπαδοπούλου εγκαταστάθηκε σε μια προσφυγογειτονιά κοντά στον Λυκαβηττό. Η μητέρα έψηνε μπισκότα σε ένα μικρό φούρνο και οι γιοί της τα πουλούσαν χύμα στους δρόμους της Αθήνας. Σύντομα τα μπισκότα έγιναν ανάρπαστα. Έφτιαξαν το πρώτο τους εργοστάσιο στην Αθήνα. Τα Πτι- Μπερ, τα Μιράντα, τα cream crackers και τα γεμιστά μπισκότα μπήκαν σε κάθε σπίτι.
Στον πόλεμο του 40, τα cream crackers καταναλώνονταν από τον ελληνικό στρατό ως ξηρά τροφή. Σιγά σιγά εξαπλώθηκαν σε όλη την Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Και δεν είναι η μόνη εταιρία που τα κατάφερε. Η βιομηχανία των τροφίμων αποδείχθηκε ο πιο ανθεκτικός κλάδος στην Ελλάδα.
Το πρώτο ελληνικό ηλεκτρικό αυτοκίνητο που ναυάγησε στη Σύρο
1968. Η οικογένεια εφοπλιστών Γουλανδρή αναλαμβάνει τη διαχείριση του Νεώριου της Σύρου, που ήταν η πρώτη μονάδα ναυπήγησης και επισκευής ατμόπλοιων στη χώρα.
Ο Γιάννης Γουλανδρής μετέφερε στο Νεώριο, τη μονάδα παραγωγής των πρώτων ηλεκτρικών διθέσιων αυτοκίνητων Enfield 8000, που ήδη είχε ξεκινήσει στην Αγγλία.
“Η εταιρεία ανήκε στους Έλληνες, το αυτοκίνητο σχεδιάστηκε από Έλληνες, οπότε θα πρέπει να παράγεται και από Έλληνες” έλεγε ο Γουλανδρής, σύμφωνα με τον τότε Γενικό Διευθυντή της Enfield-Neorion, Θάνο Λεμπέση. Παρ’ όλα αυτά, το αυτοκίνητο προοριζόταν μόνο για τη βρετανική αγορά. Φορολογικά και γραφειοκρατικά κενά στην Ελλάδα, δεν επέτρεπαν τη νόμιμη πώλησή του, με αποτέλεσμα να εξάγεται αποκλειστικά στη Βρετανία.
H έκθεση «160 χρόνια made in Greece στην Τεχνόπλη στο Γκάζι εκτίθεται το μοναδικό Enfield 8000 που μεταφέρθηκε από τη Σύρο. Συνολικα στη Σύρο κατασκευάστηκαν περίπου 120 αυτοκίνητα.
Το Enfield 8000 λειτουργούσε με μπαταρία από κράμα μολύβδου, ηλεκτροκινητήρα 8 ίππων και η ταχύτητά του έφτανε τα 77 χιλιόμετρα την ώρα. “Χωρίς ρύπους. Χωρίς θόρυβο.” έλεγε η διαφήμισή του. Η φιλική προς το περιβάλλον όμως, καινοτομία του Γουλανδρή ναυάγησε. Δεν άντεξε τον ανταγωνισμό που δέχτηκε από τα βενζινοκίνητα και η παραγωγή του σταμάτησε άδοξα.
Η ΙΖΟΛΑ ήξερε να πουλάει τις συσκευές της
Στα τέλη του 19ου αιώνα μια ομάδα χαρισματικών νέων Ελλήνων από αστικές οικογένειες, πήγε στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης. Έγιναν φίλοι και σπούδασαν μαζί χημεία και μηχανική. Όταν αποφοίτησαν, εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα και με όπλα τις γνώσεις και τις καινοτόμες ιδέες τους, έφτιαξαν τις πρώτες μεγάλες βιομηχανίες.
Μεταξύ των μεγάλων βιομηχανιών ήταν και η ελληνική εταιρία χημικών προϊόντων και λιπασμάτων Δραπετσώνας.
Ο “κύκλος της Ζυρίχης” εκτός από επιχειρηματικό σχέδιο, είχε και ευρηματικούς τρόπους προώθησης των προϊόντων.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 30 επισκέπτονταν τα χωριά της Ελλάδας και παρέδιδαν σεμινάρια στους αγρότες για να μάθουν τα νέα λιπάσματα. Η επιτυχημένη πορεία της ανακόπηκε με την πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του 70.
Ευρηματικό μάρκετινγκ είχε και η ΙΖΟΛΑ για την προώθηση των ηλεκτρικών συσκευών. Χρησιμοποίησε διαφημίσεις με έξυπνα σλόγκαν και υποσχόταν πως θα φέρει τον “πολιτισμό στο σπίτι”. Οι έξυπνες καμπάνιες κέρδιζαν ολοένα και περισσότερα νοικοκυριά. Η εταιρία μοίραζε έντυπα και έκανε εκπομπές στο ραδιόφωνο, όπου έδινε ιδέες στις νοικοκυρές για το φαγητό της ημέρας και όχι μόνο. Διατηρούσε μια μόνιμη έκθεση στην οδό Αμερικής, όπου παρουσιάζονταν τα προϊόντα της, ενώ έκανε και κατ’ οίκον επιδείξεις των συσκευών.
Ήταν η πρώτη εταιρία που έκανε διευκολύνσεις στους καταναλωτές. Μπορούσαν πλέον να αγοράζουν συσκευές με δόσεις.
Και το έξυπνο μάρκετινγκ είχε αποτέλεσμα. Κατά την περίοδο 1950-1970 η εταιρεία εξήγαγε το 1/3 της παραγωγής της. Μέχρι τη δεκαετία του ’90 που έκλεισε, η ΙΖΟΛΑ καταλάμβανε την πρώτη θέση στις πωλήσεις ηλεκτρικών συσκευών, εξοπλίζοντας τις περισσότερες κουζίνες της Ελλάδας. Η εταιρία μετά από 25 χρόνια, επανήλθε στην αγορά, αλλά πλέον με εργοστάσιο στην Πολωνία.
Πειραϊκή-Πατραϊκή, ο ηγέτης της κλωστοϋφαντουργίας
Παρόλο που ο τομέας της κλωστοϋφαντουργίας ξεκίνησε δυναμικά, δεν κατάφερε να επιζήσει. Η αποβιομηχάνιση και η αύξηση του ανταγωνισμού από ξένες εταιρίες, έβαζαν το ένα λουκέτο μετά το άλλο. Παράδειγμα αποτελεί η «Πειραϊκή-Πατραϊκή» που ήταν η μεγαλύτερη βιομηχανία βάμβακος και ετοίμων ενδυμάτων της Ελλάδος που ξεκίνησε το 1919.
Ήταν η πρώτη βιομηχανία που εισήγαγε πετρελαιοκίνητα μηχανήματα από τη Γερμανία. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, εφοδίαζε με κουβέρτες τα ελληνικά στρατεύματα.
Μεταπολεμικά ανανέωσε το δυναμικό της και μέχρι το 1980 έστησε 9 εργοστάσια στην Ελλάδα και ένα στο Σουδάν. Με σλόγκαν το “Ντύνει, στολίζει, νοικοκυρεύει” η εταιρία είχε γίνει αγαπητή στους Έλληνες. Παρήγαγε σεντόνια, βαμβακερά και κοτλέ υφάσματα και έτοιμα ενδύματα. Το 1970 όμως, άρχισε η καθοδική πορεία. Για να σωθεί κρατικοποιήθηκε επί κυβερνήσεως Ανδρέα Παπανδρέου. Το 1996 έβαλε οριστικά λουκέτο με τα χρέη να φτάνουν τα 235 δισεκατομμύρια δραχμές.
Ο Μποδοσάκης, η ΠΥΡΚΑΛ και η ΛΑΡΚΟ
Ο Πρόδρομος Μποδοσάκης Αθανασιάδης είναι ένας από τους πιο γνωστούς επιχειρηματίες του 20ου αιώνα. Γεννήθηκε το 1890, σε μια φτωχή οικογένεια στη Μικρά Ασία.
Σε ηλικία 10 ετών, άφησε το σχολείο για να δουλέψει. Στα 13 νοίκιασε έναν αλευρόμυλο. Ήταν η πρώτη μικρή επιχείρησή του που όμως, έγινε κερδοφόρα. Ο Μποδοσάκης ανέλαβε την τροφοδοσία του οθωμανικού στρατού κατά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο. Μέχρι τα 17 του χρόνια, είχε γίνει ένας από τους ισχυρότερους οικονομικούς παράγοντες στην Τουρκία. Μετά την μικρασιατική καταστροφή βρέθηκε στην Ελλάδα μετά από την παρακίνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου. “Πρέπει να κατέβεις και να δουλέψεις στην Ελλάδα. Εκεί χρειάζεσαι. Θέλω να μου υποσχεθείς ότι αμέσως μετά την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης Ελλάδας- Τουρκίας, θα εγκατασταθείς στην Αθήνα” του είπε.
Ο Μποδοσάκης ασχολήθηκε σχεδόν με όλους τους κλάδους της βιομηχανίας. To 1935 ανέλαβε τη διαχείριση της εταιρίας ελληνικού πυριτιδοποιείου και καλυκοποιείου ΠΥΡ-ΚΑΛ. Στα χέρια του η εταιρία αναπτύχθηκε ραγδαία. Οι προετοιμασίες των ευρωπαϊκών χωρών για τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο οδήγησαν σε αυξημένη ζήτηση πολεμικού υλικού. Η ΠΥΡΚΑΛ παρείχε πολεμοφόδια και στις δυο αντίπαλες πλευρές στον Ισπανικό Εμφύλιο, ενώ χρησιμοποιήθηκαν και από τις ένοπλες δυνάμεις κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου. Λίγο αργότερα, οι Γερμανοί επίταξαν το εργοστάσιο. Η λειτουργία του ξανάρχισε με την είσοδο της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ. Δεν ανέκαμψε όμως ποτέ.
Αριστερά το καλυκοποιείο της ΠΥΡΚΑΛ το 1924 και δεξιά πολεμοφόδια που παρήγαγε.
Παράλληλα, εξαγόρασε την «Ελληνική Εριουργία Α.Ε.», η οποία στα χέρια του αναδείχθηκε σε μία από τις πιο σύγχρονες υφαντουργικές μονάδες των Βαλκανίων.
Το 1946-47 εξαγόρασε την ελληνική εταιρία χημικών προϊόντων και λιπασμάτων και την ελληνική εταιρία οίνων και οινοπνευμάτων ΒΟΤΡΥΣ, κάνοντας εξαγωγές και σε χώρες της Δ. Ευρώπης και Β. Αμερικής.
Ο Μποδοσάκης όμως, δεν έμεινε μόνο εκεί. Ίδρυσε τις Χημικές Βιομηχανίες Βορείου Ελλάδος και τα «Ελληνικά Υαλουργεία Ελευσίνος». Αργότερα, ανέλαβε και την ΛΑΡΚΟ, ένα μεταλλείο νικελίου στη Λάρυμνα.
Η βιομηχανία στην Ελλάδα πέρασε πολλές φάσεις. Από την ανάπτυξη στην κρίση και από την κρίση και πάλι στην ανάπτυξη. Η ανοδική της πορεία ανακόπηκε μόνο μετά το 1973, όταν ξέσπασε η πρώτη πετρελαϊκή κρίση που οδήγησε σε ύφεση της βιομηχανικής παραγωγής παγκοσμίως. Κατά τη δεκαετία του 1980 ήρθε η φάση της αποβιομηχάνισης, μετατρέποντας την Ελλάδα σε μια χώρα παροχής υπηρεσιών. Παρ’ όλα αυτά, η βιομηχανία στην Ελλάδα συνεχίζει να υπάρχει. Μπορεί να είναι μικρότερης κλίμακας και υπό διαφορετικές συνθήκες, αλλά ο τομέας αυτός δεν έχει πεθάνει εντελώς.
Ένα ταξίδι στην Ελληνική Βιομηχανία υπόσχεται η έκθεση 160 χρόνια made in Greece στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων. Μέσα από 800 αντικείμενα, μηχανήματα, πρώτες ύλες, φωτογραφίες, σπάνια έγγραφα, πλούσιο οπτικοακουστικό υλικό, πρωτότυπα ιστορικά κείμενα, κρυμμένες πληροφορίες, μπορείς να γνωρίσεις περισσότερες από 120 βιομηχανίες και τα προϊόντα τους.
“Το 70 αρχίζει η μεγάλη ύφεση που ολοκληρώνεται το 80. Οι λόγοι είναι πολλοί. Γενικά χαρακτηριστικά είναι η τάση αποβιομηχάνισης των πόλεων και γενικά της Ευρώπης. Τα εργοστάσια μεταφέρονται σε άλλες χώρες και έξω από τις πόλεις, κάτι που από μόνο του είναι μεγάλη δαπάνη. Δεν αντέχνουν όλοι και κάποιοι κλείνουν. Σε κάποιες περιπτώσεις είναι λάθος η επιχειρηματική στρατηγική. Κάποιοι βιομήχανοι επενδύουν σε λάθος ιδέες και χάνουν τα χρήματά τους. Κατά τη δεκαετία του 80, αλλάζει και ο τρόπος που οι πολίτες βλέπουν τη βιομηχανία. Πολλοί θέλουν να εξελιχθούν, να μορφωθούν, να γίνουν υπάλληλοι. Παράλληλα, υπάρχουν βιομηχανίες που κλείσανε γιατί δεν άντεξαν τον διεθνή ανταγωνισμό. Υπάρχουν όμως, και πολλές που επιβίωσαν και δεν κλείσανε ποτέ” εξήγησε ο ιστορικός Γιάννης Στογιαννίδης που ανέλαβε την ιστορική έρευνα της Έκθεσης «160 χρόνια made in Greece. Βιομηχανία, πρωτοπορία, καινοτομία» στην Τεχνόπολη.
Της Αργυρώς Σαμιώτη
Διαβάστε στη “ΜτΧ”: Καρέλια, η μακροβιότερη ελληνική καπνοβιομηχανία. Όταν ο καπνός έφτανε στα εργαστήρια με καΐκια και οι εργάτριες έστριβαν τσιγάρα με τα χέρια. Πώς έφτασαν να παράγουν 90 εκατομμύρια τσιγάρα ημερησίως
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr