Ήταν μία από τις πρώτες γειτονιές που αναπτύχθηκαν έξω από το ιστορικό κέντρο της Αθήνας στα τέλη του 19ου αιώνα.
Μια γειτονιά λαϊκή με διώροφα και τριώροφα σπίτια, που στο πέρασμα των χρόνων διατήρησε τα ίδια χαρακτηριστικά. Η σημερινή πολυπολιτισμική γειτονιά πήρε το όνομα της από ένα εργοστάσιο κατασκευής μεταξωτών υφασμάτων, το οποίο έδρευε στην ημιτελή κατοικία του πρίγκιπα Γεώργιου Κατακουζηνού.
Το γιαπί που έγινε εργοστάσιο
Ο πρίγκηπας ήταν ένας από τους πρώτους κατοίκους της πόλης που θέλησε να αποκτήσει το σπίτι του στη γειτονιά, όπου ο βασιλιάς Όθωνας είχε αρχικά επιλέξει να κτίσει το ανάκτορό του. Είχε δεχτεί την πρόταση του Κλεάνθη, του αρχιτέκτονα που κατέστρωσε το πρώτο σχέδιο της νέας πρωτεύουσας, να χτιστεί το βασιλικό παλάτι έξω από τα όρια της πόλης. Συγκεκριμένα σύστησε την περιοχή της αδιαμόρφωτης τότε πλατείας Ομονοίας ή πιο πέρα ακόμη στην πλατεία Βάθη, που ούτε αυτή υπήρχε ακόμη.
Έτσι ο Όθωνας όταν επισκέφθηκε για δεύτερη φορά την Αθήνα, στις 27 Φεβρουαρίου του 1834 έθεσε τον θεμέλιο λίθο πιο κάτω από την πλατεία Ομονοίας, που τότε ήταν χωράφια με αμπέλια και συκιές. Ενώ όλα ήταν έτοιμα για να ξεκινήσουν οι οικοδομικές εργασίες ο Όθωνας άλλαξε γνώμη. Ο θεμέλιος λίθος βγήκε από την αρχική του θέση στην οδό Γερανίου και τοποθετήθηκε εκεί που πραγματικά χτίστηκαν τα τελικά ανάκτορα, στη σημερινή πλατεία Συντάγματος.
Η μετακόμιση αυτή του θεμέλιου λίθου προξένησε μεγάλη απογοήτευση σε όσους είχαν σπεύσει να αγοράσουν κτήματα στις περιοχές γύρω από την οδό Γερανίου. Ένας από αυτούς ήταν και ο πρίγκιπας Γεώργιος Κατακουζηνός. Είχε μάλιστα αγοράσει μία έκταση που απείχε μόνο 500 μέτρα από τον χώρο που είχε οριστεί για την ανέγερση των ανακτόρων. Η περιοχή ήταν γνωστή με το τοπωνύμιο “Χεζολίθαρο” ή “Χεσμένο λιθάρι”. Ήταν άκτιστη, ακατοίκητη και είχε λιμνάζοντα βρώμικα νερά.
Η οικοδόμηση του πριγκιπικού μεγάρου είχε αρχίσει και προχωρούσε με γρήγορο ρυθμό. Όταν όμως ο Κατακουζηνός πληροφορήθηκε ότι τα ανάκτορα μετακόμιζαν, διέταξε την διακοπή των οικοδομικών εργασιών, αφήνοντας την οικοδομή μισοτελειωμένη.
Το πρώτο εργοστάσιο μεταξουργίας στην Αθήνα
Το γιαπί εγκαταλείφθηκε για 13 χρόνια έως το 1847, όταν εγκαταστάθηκε μία βιομηχανία από Άγγλους επιχειρηματίες με σκοπό την επεξεργασία κουκουλιών και την παραγωγή μεταξιού. Το εργοστάσιο μεταξουργίας ήταν το πρώτο που δημιουργήθηκε στην Αθήνα και προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον στην μικρή κοινωνία της νεοσύστατης πρωτεύουσας.
Η βιομηχανία ιδρύθηκε από την εταιρία A. Wrampe and Co, η οποία αγόρασε από τον Γεώργιο Κατακουζηνό το γιαπί, ολοκλήρωσε τις οικοδομικές εργασίες και εγκατέστησε σε αυτό την έδρα της. Ωστόσο τα κεφάλαια των Άγγλων δεν επαρκούσαν για την αγορά του μηχανολογικού εξοπλισμού. Τη λύση στο πρόβλημα έδωσε ο γάλλος μηχανικός Λ. Ροέκ, εξασφαλίζοντας τα απαραίτητα μηχανήματα από τη Γαλλία με πίστωση. Παρότι τα μηχανήματα έφτασαν στην Αθήνα, η εταιρία δεν άρχισε τις εργασίες της, καθώς αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα, που τελικά την οδήγησαν σε χρεωκοπία.
Το Μεταξουργείο υπήρξε μια ευημερούσα βιομηχανία
Το ακίνητο και τα μηχανήματα βγήκαν σε πλειστηριασμό και το ελληνικό κράτος ετοιμαζόταν να χρησιμοποιήσει το οικοδόμημα για στρατώνα. Κάτι τέτοιο δεν έγινε καθώς το μεταξουργείο των Άγγλων επιχειρηματιών αγοράστηκε από τον Αθανάσιο Δουρούτη και τον Μιχαήλ Ιατρό.
Ο Αθανάσιος Δουρούτης σε συνεργασία με τον αδερφό του Κωνσταντίνο είχαν ιδρύσει τις πρώτες μεταξουργικές επιχειρήσεις στον Μοριά. Στα τέλη του 1847 ο Αθανάσιος Δουρούτης παντρεύτηκε την κόρη του Μιχαήλ Ιατρού και το 1854 δημιούργησαν την εταιρία “Σηρική Εταιρεία της Ελλάδος Α. Γ. Δουρούτης και Σία”. Αυτή ήταν που αγόρασε το χρεωκοπημένο εργοστάσιο μεταξουργίας των Άγγλων. Έτσι γεννήθηκε το Μεταξουργείο, μια βιομηχανία που για 20 χρόνια ευημερούσε.
Γενικός Διευθυντής ανέλαβε ο Αθανάσιος Δουρούτης, ο οποίος εγκατέστησε το σπίτι του μέσα στο εργοστάσιο, στο τμήμα που σήμερα βρίσκεται η γωνία των οδών Μεγάλου Αλεξάνδρου και Γιατράκου. Στους τίτλους κυριότητας της οικογένειας Δουρούτη αναφέρονταν εναλλάξ τα τοπωνύμια “Χρισμένο λιθάρι”, “Χρυσολίθαρο” , “Χεζολίθαρο”.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1850, το εργοστάσιο απασχολούσε το πρωτοφανές για την εποχή πλήθος των 200 εργατών. Το 1867 η επιχείρηση μεταξιού ευδοκιμούσε. Η Βουλή ψήφισε νόμο με τον οποίο η εξαγωγή κουκουλιών φορολογούνταν με 1,5 δραχμές η οκά, ενώ η εξαγωγή του μεταξιού αφέθηκε ελεύθερη. Έτσι τα εγχώρια μεταξουργεία εξασφάλισαν άφθονη πρώτη ύλη, καθώς ολόκληρη η παραγωγή κατευθυνόταν αναγκαστικά προς αυτά. Η ευνοϊκή κατάσταση δεν διήρκεσε πολύ. Λίγα χρόνια αργότερα η κυβέρνηση υπέκυψε στις πιέσεις παραγωγών. Ο περιορισμός της εξαγωγής ήρθη και η ιταλική μεταξοβιομηχανία που ήταν ο κυριότερος ανταγωνιστής πανηγύριζε. Το 1871 οι εξαγωγές μεταξιού κατρακύλησαν από τις 110.000 οκάδες που είχαν φτάσει στις 16.000 οκάδες. Το μεταξουργείο των αδερφών Δουρούτη, που έδωσε το όνομα του σε μια ολόκληρη περιοχή της Αθήνας, διέκοψε τη λειτουργία του το 1875. Το εργοστάσιο στεγάζει σήμερα την πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων.
Γύρω από το εργοστάσιο είχε σχηματιστεί μια ολόκληρη συνοικία. Το άλλοτε ακατοίκητο “Χεζολίθαρο” είχε λάβει την οριστική ονομασία του, με την οποία είναι γνωστό μέχρι και σήμερα: Μεταξουργείο.
Πληροφορίες αντλήθηκαν από το βιβλίο: Γειτονιές της παλιάς Αθήνας. Το Μεταξουργείο. Κολωνός- Ακαδημία Πλάτωνος, του Κώστα Χατζιώτη, εκδόσεις Δήμου Αθηναίων, Αθηναϊκή Βιβλιοθήκη.
Διαβάστε ακόμη στη “ΜτΧ”: Βουκουρεστίου. Γιατί ο ακριβότερος δρόμος της Αθήνας λεγόταν «Χεζοπόταμος». Τι δείχνουν οι αλλεπάλληλες μετονομασίες μέσα στο χρόνο …
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr