“Στον κόλπο της Ονδούρας, υπάρχει η Πογιέ (Poyais), ένα μέρος ονειρικό για κάθε επενδυτή. Η γη είναι τόσο εύφορη που μπορεί να αποδώσει τρεις καλλιέργειες καλαμποκιού το χρόνο.
Τα νερά του τροπικού παραδείσου ξεδιψούν αμέσως ζώα και ανθρώπους και τα κλαδιά των δέντρων κοντεύουν να σπάσουν από τους πολλούς καρπούς.
Η τοποθεσία έχει και αίγλη, γιατί κυβερνάται από έναν πρίγκιπα με κύρος, χάρισμα και ηγετική προσωπικότητα. Με άλλα λόγια, είναι μια τεράστια ευκαιρία για ένα εξασφαλισμένο μέλλον”.
Η παραπάνω περιγραφή ακούγεται ειδυλλιακή και άκρως δελεαστική, αλλά έχει ένα βασικό μειονέκτημα: δεν εμπεριέχει ούτε ένα ψήγμα αλήθειας. Ούτε πρίγκιπας υπάρχει, ούτε γόνιμο έδαφος, ούτε λιμάνι, ούτε επενδυτικές προοπτικές.
Η χώρα της Πογιέ δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μία καλοστημένη απάτη, ένα αποκύημα της φαντασίας ενός τυχοδιώκτη Σκωτσέζου στρατηγού που πολέμησε με τις δυνάμεις του Σιμόν Μπολίβαρ και παντρεύτηκε μία ξαδέρφη του.
Το όνομά του ήταν Σερ Γκρέγκορ ΜακΓκρέγκορ και έμεινε στην ιστορία όχι ως ένας ικανός στρατιωτικός, αλλά ως ένας από τους μεγαλύτερους και αποτελεσματικότερους απατεώνες όλων των εποχών.
“Εκατοντάδες άνθρωποι πόνταραν το μέλλον τους και τα χρήματα που κέρδισαν με κόπο, για να μετεγκατασταθούν σε μια χώρα που αποδείχθηκε ανύπαρκτη“, αναφέρει ο Ντέιβιντ Σίνκλερ, συγγραφέας του βιβλίου “
“.Πώς σχεδιάστηκε η τεράστια απάτη
Ο Γκρέγκορ ΜακΓκρέγκορ, γιος πλοιάρχου και εγγονός πεζικάριου του Βασιλικού Συντάγματος της Σκωτίας, γεννήθηκε την παραμονή των Χριστουγέννων του 1786. Υπηρέτησε ως αξιωματικός του Βρετανικού Στρατού από το 1803 μέχρι το 1810.
Για ένα διάστημα συμμετείχε στον Πόλεμο της Ιβηρικής Χερσονήσου (1808-1814) εναντίον του Ναπολέοντος Βοναπάρτη και το 1812 πήρε μέρος στον πόλεμο για την ανεξαρτησία της Βενεζουέλας από τους Ισπανούς αποικιοκράτες.
Οργάνωσε και οδήγησε πολλές τολμηρές αποστολές ενάντια στα εναπομείναντα ισπανικά οχυρά, συμπεριλαμβανομένου του Πόρτο Μπέλο στον Παναμά. Αν και δεν διαδραμάτισε τόσο καθοριστικό ρόλο στην έκβαση του πολέμου, συνήθιζε να καυχησιολογεί για τα κατορθώματά του.
Ο ΜακΓκρέγκορ είχε ανέκαθεν αγάπη για τα αξιώματα και το χρήμα και γι’ αυτό παντρεύτηκε μία γυναίκα από εύπορη οικογένεια. Όταν όμως η σύζυγός του πέθανε, το 1811, χρειαζόταν άμεσα μία ιδέα, για να συνεχίσει να απολαμβάνει πλούτη.
Να επιστρέψει στο Βρετανικό Στρατό ήταν αδύνατο, λόγω του άσχημου τρόπου με τον οποίο αποχώρησε. Αν έβρισκε αμέσως κάποια άλλη πλούσια γυναίκα, θα καταλάβαιναν όλοι την προικοθηρία του. Κάπως έτσι εμπνεύστηκε την Πογιέ.
Για να προσελκύσει όσο πιο πολλούς επενδυτές μπορούσε, προσέγγισε τους υψηλούς κύκλους του Λονδίνου, του Εδιμβούργου και της Γλασκώβης και διέδιδε ότι ένας τοπικός ηγεμόνας τού απένειμε τον τίτλο του πρίγκιπα μιας τεράστιας περιοχής.
Διαφήμισε μέσω του Τύπου τα προνόμια μιας επένδυσης στην Πογιέ, παρουσίασε αληθοφανή έγγραφα και χάρτες και τύπωσε ψεύτικα “δολάρια Πογιέ”, πείθοντας Σκωτσέζους και Άγγλους να ανταλλάξουν τις στερλίνες του με αυτά.
Η δύναμη της πειθούς
Ο ΜακΓκρέγκορ εκμεταλλεύτηκε αφενός την άγνοια των συμπατριωτών του για την αμερικανική ήπειρο, η οποία για πολλούς Ευρωπαίους παρέμενε terra incognita και αφετέρου την επιθυμία του ανθρώπινου είδους για κέρδος και μια καλύτερη ζωή.
Σύμφωνα με κοινωνικούς ψυχολόγους, ο ΜακΓκρέγκορ εφάρμοσε συνδυαστικά το μοντέλο πειθούς “προσέγγισης-αποφυγής“, το οποίο σημαίνει με απλά λόγια:
μπορείς να με πείσεις για κάτι, κάνοντας με να θέλω πάρα πολύ να το πλησιάσω και μειώνοντας ταυτόχρονα τις αντιστάσεις που μπορεί να έχω, για να το αποφύγω.
“Επενδύεις μαζί μου και σου δίνω μία ευκαιρία ζωής” και “Αν εσύ δεν πας στην Πογιέ, κάποιος άλλος θα το κάνει” ήταν μερικά από τα άμεσα ή έμμεσα μηνύματα που εξέπεμπε ο ΜακΓκρέγκορ, για να γίνει πιο πιστευτός.
Επιπλέον, πολλοί Σκωτσέζοι ενδεχομένως πίστεψαν όσα ισχυριζόταν ο ΜακΓκρέγκορ, γιατί τους συνεπήρε ο ενθουσιασμός ότι η χώρα τους θα αποκτούσε κι εκείνη τη δική της αποικία.
Η αποκάλυψη των ψεμάτων
Ο ΜακΓκρέγκορ όχι μόνο εισέπραξε τα χρήματα πρόθυμων επενδυτών, αλλά και έπεισε επτά πλοία να διασχίσουν τον Ατλαντικό με προορισμό την Πογιέ. Το πρώτο από αυτά απέπλευσε το Σεπτέμβριο του 1822 και ένα ακόμη τον Ιανουάριο του 1823.
Αλλά όταν οι επίδοξοι άποικοι έφτασαν στις ακτές της Ονδούρας, συνειδητοποίησαν πως τίποτε απ’ όσα είχαν ακούσει δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Η Πογιέ δεν ήταν ο εξωτικός επενδυτικός παράδεισος, αλλά μία ανέγγιχτη ζούγκλα γεμάτη κουνούπια.
Εκείνη την εποχή, τα θαλάσσια ταξίδια διαρκούσαν μήνες, το ίδιο και η πληροφόρηση για την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Κανείς δεν μπορούσε εκ των προτέρων να ελέγξει κατά πόσο αληθινές ήταν οι περιγραφές του ΜακΓκρέγκορ.
Υπολογίζεται ότι ξεγέλασε περί τους 250 συμπατριώτες του, οι οποίοι καταστράφηκαν οικονομικά και πέθαναν από υποσιτισμό και ασθένειες όπως ο κίτρινος πυρετός και η ελονοσία.
Σχεδόν κανένας δεν διέθετε κυνηγετικές ικανότητες ούτε γνώριζε πώς να κατασκευάσει πρόχειρα καταφύγια, με αποτέλεσμα όλοι να είναι εκτεθειμένοι στους κινδύνους που ενέδρευαν σε μία αφιλόξενη ακτή.
Μόνο το 1/3 των εξαπατημένων ταξιδιωτών επιβίωσε και μπόρεσε να επιστρέψει στην Ευρώπη.
Κάποιοι εξ αυτών διασώθηκαν με πλοίο που προερχόταν από την Μπελίζ, που τότε τελούσε υπό βρετανική κυριαρχία. Την ίδια ώρα, το Βρετανικό Ναυτικό εμπόδισε τα υπόλοιπα πέντε πλοία να συνεχίσουν το μάταιο ταξίδι τους.
Παρ’ όλ’ αυτά, κάποιοι επιζώντες, που είχαν “μαγευτεί” τόσο από την πειθώ του ΜακΓκρέγκορ, όχι μόνο δεν τον κατηγόρησαν, αλλά έφτασαν στο σημείο να διαβεβαιώσουν με ένορκη κατάθεσή τους για τις “άξιες προθέσεις του”!
Η κατάληξη του απατεώνα Σκωτσέζου
Εντωμεταξύ, ο Γκρέγκορ ΜακΓκρέγκορ κατέφυγε εσπευσμένα στη Γαλλία. Προσπάθησε να εξαπατήσει και τους Γάλλους με τα ίδια μέσα και παρεμφερείς απατηλές υποσχέσεις.
Ως ένα βαθμό πέτυχε το σκοπό του, όμως οι Γάλλοι αποδείχθηκαν περισσότερο υποψιασμένοι από τους Άγγλους. Ο ΜακΓκρέγκορ φυλακίστηκε για περίπου 8 μήνες και τον Ιούλιο του 1826, δικάστηκε για απάτη σε γαλλικό δικαστήριο, μαζί με μερικά ακόμη άτομα.
Παρ’ όλ’ αυτά, αθωώθηκε και από τα τέλη του 1838 έζησε το υπόλοιπο της ζωής του στη Βενεζουέλα. Εκεί τον υποδέχθηκαν σαν ήρωα, λόγω των υπηρεσιών που είχε προσφέρει για την αποτίναξη του ισπανικού ζυγού.
Έλαβε τιμητική σύνταξη, εγκαταστάθηκε στο Καράκας και έγινε σεβαστό μέλος της τοπικής κοινωνίας. Πέθανε στις 4 Δεκεμβρίου 1845, σε ηλικία 59 ετών και κηδεύτηκε με πλήρεις στρατιωτικές τιμές, με τον τότε πρόεδρο Κάρλος Σουμπλέτε και τους υπουργούς να παρελαύνουν πίσω από το φέρετρό του.
Το μέρος της Ονδούρας που ο Γκρέγκορ ΜακΓκρέγκορ διαφήμισε τόσο πολύ ως τον παράδεισο των επενδυτών, παραμένει μέχρι σήμερα ανεκμετάλλευτο…
Με πληροφορίες από: BBC, Britannica, History UK και History Today
Πηγή εικόνων κεντρικής φωτογραφίας: Wikipedia
Ειδήσεις σήμερα:
- Η Ταχλίκουα, η φάλαινα όρκα που κουβαλούσε το νεκρό μικρό της για 17 ημέρες, έφερε στον κόσμο νέο μωρό
- Συνεχίζεται η κακοκαιρία με ισχυρές βροχές, θυελλώδεις βοριάδες και χιονοπτώσεις. Πως θα κινηθεί το φαινόμενο. Χάρτες
- Ιστορική στιγμή για τη NASA. Το Parker Solar Probe έφτασε πιο κοντά από ποτέ στον Ήλιο
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr