Το κορίτσι της φωτογραφίας γεννήθηκε στις 23 Μαΐου του 1943 στην Αθήνα και τα πρώτα χρόνια της ζωής της μεγάλωσε στον Κεραμεικό.
Η οικογένειά της ήταν φτωχή και το σπίτι τους ήταν ένα δωμάτιο όλο κι όλο.
Η μητέρα της είχε φυματίωση και επειδή χρειαζόταν καθαρό αέρα, όταν η μικρή ήταν 10 ετών μετακόμισαν στην Αγία Βαρβάρα, που τότε ήταν «εξοχή».
Οι δικοί της δεν είχαν χρήματα για οικοδομική άδεια και το σπίτι ήταν αυθαίρετο.
Έτσι το έχτιζαν κατά τη διάρκεια της νύχτας, όπως εκατοντάδες άλλα σπίτια στην περιοχή.
Παρά τη φτώχεια, όταν έγινε επιτυχημένη λαϊκή τραγουδίστρια, ανέφερε σε συνέντευξή της πως τα παιδικά της χρόνια ήταν γεμάτα αγάπη.
Στο σχολείο ήταν καλή μόνο στις θεατρικές παραστάσεις και στα αθλήματα.
Στα υπόλοιπα μαθήματα έπαιρνε πάντα κακούς βαθμούς. Χρειαζόταν φροντιστήριο, αλλά δεν υπήρχαν χρήματα.
Έτσι στα 14 εγκατέλειψε το σχολείο και άρχισε να εργάζεται ως κορδελιάστρα σε τσαγκαράδικα.
Δεν έμεινε όμως για πολύ καιρό γιατί ήταν νοστιμούλα και την πείραζαν.
Εύθικτη και αδιαπραγμάτευτη όσον αφορά στην ηθική της, έφευγε και ζητούσε αλλού εργασία.
Κάποια στιγμή προσελήφθη ως πωλήτρια σε μεγάλο κατάστημα παπουτσιών, αλλά τα αφεντικά της την κράτησαν μόνο για την περίοδο των γιορτών και μετά την έδιωξαν.
Η κοπέλα στεναχωρήθηκε γιατί έπρεπε να επιστρέψει στα τσαγκαράδικα.
Ήταν καλή κορδελιάστρα, αλλά ήταν ακόμα καλύτερη τραγουδίστρια. Και το γνώριζε.
Έτσι, σε ηλικία 15 ετών δήλωσε συμμετοχή στα ταλέντα του Οικονομίδη.
Μετά την εμφάνισή της δέχτηκε αμέσως πρόταση να συμμετάσχει σε μια παράσταση στο θέατρο Διάνα, αλλά ο πατέρας της, το απαγόρευσε.
Εκείνη όμως έκανε πρόβες κρυφά μαζί με την ξαδέλφη της και πήγαν στο θέατρο χωρίς να το πουν σε κανένα.
Ο πατέρας της το έμαθε και την έδειρε.
Μοιραία εγκατέλειψε την ιδέα του τραγουδιού και συνέχισε να εργάζεται.
Προσωρινά όμως.
Κάποια στιγμή συνάντησε στο λεωφορείο τον άνθρωπο που άλλαξε τη ζωή της.
Τον Γιώργο Ζαμπέτα.
«Έτυχε να πηγαίνω από την Αθήνα σπίτι μου στην Αγία Βαρβάρα. Και στο Βοτανικό μπαίνει κάποιος μέσα φορούσε ένα σακάκι, αλλά με το ένα μανίκι ριγμένο. «Γεια σας μάγκες», λέει.
Τα έχασα και εγώ. Κοίταζα. Μόλις φτάνουμε κοντά στου Λιούμη, έκανε διάφορα αστεία στη διαδρομή, ο κόσμος τον ήξερε. Γελάγανε μαζί του το συζητάγανε. Εγώ δεν έτυχε να τον ξέρω. Λέει κάποια στιγμή: «εισπράκτορα μια στάση Αιγάλεω σίτι».
Λέω ποιος είναι αυτός ο κύριος; Ποιος είναι;
Λέει ο Γιώργος ο Ζαμπέτας. Λέω και τι είναι αυτός; Λέει παίζει μπουζούκι, είναι συνθέτης.
Ε, δεν έδωσα και πολύ σημασία. Μου άρεσε όμως ο χαρακτήρας του, μου άρεσε ο τύπος του».
Για αρκετό καιρό η συνάντηση ξεχάστηκε και η κοπέλα προσπάθησε να καταξιωθεί στον χώρο του τραγουδιού μόνη της. Σταδιακά πήρε και την άδεια του πατέρα της με την υπόσχεση ότι δεν θα λερώσει το κούτελό του.
Κατάφερε να κάνει και μια μια ηχογράφηση, ενώ με τον καιρό εμφανίζονταν και σε ταβέρνες ανοίγοντας το πρόγραμμα.
Κάποια στιγμή που έμεινε άνεργη, θυμήθηκε τη συνάντησή της με τον Ζαμπέτα.
Έτσι αποφάσισε να του ζητήσει να τη βοηθήσει.
Πήγε και τον βρήκε στο σπίτι του μαζί με τη μητέρα της.
Ο λαϊκός συνθέτης ενθουσιάστηκε με τη μπάσα φωνή της και την πήρε μαζί του στο μαγαζί που τραγουδούσε.
Έτσι έκανε τα πρώτα της επαγγελματικά βήματα στο τραγούδι, η Βίκυ Μοσχολιού.
Χάρη στη γενναιοδωρία και την μεγάλη καρδιά του Ζαμπέτα, του συνθέτη από το Αιγάλεω Σίτι…
Διαβάστε επίσης στη “ΜτΧ”: Βίκυ Μοσχολιού – Μίμης Δομάζος. Γιατί οι μπομπονιέρες από το γάμο τους πουλήθηκαν στη μαύρη αγορά
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr