Η μεγάλη νίκη των Αθηναίων και των Πλαταιέων επί των «χρυσοφόρων Μηδών» στον Μαραθώνα, έγινε μια περίοδο που δεν υπήρχαν ιστορικοί για να καταγράψουν με ακρίβεια τα γεγονότα.
Έτσι, μόλις ανέλαβε το εγχείρημα ο Ηρόδοτος, πολλά γεγονότα είχαν ήδη λησμονηθεί και άλλα είχαν τροποποιηθεί, αλλά ο πατέρας της Ιστορίας κατάγραψε ότι μπόρεσε να μάθει.
Η μάχη των Θεών
Όταν ο Αθηναίος ημεροδρόμος επέστρεψε από τη Σπάρτη, όπου είχε μεταβεί προς αναζήτηση βοήθειας, διηγήθηκε στους Αθηναίους ότι, κατά τη διάβαση της Αρκαδίας, συνάντησε τον θεό Πάνα.
Ο θεός του παραπονέθηκε, πως οι Αθηναίοι είχαν παραμελήσει τη λατρεία του και «τον διέταξε να ρωτήσει τους Αθηναίους, εκ μέρους του, γιατί δεν του δίνουν σημασία καθόλου» [Ηρόδοτος 6, 105].
Ο Πάνας τον διαβεβαίωσε για την εύνοιά του προς την πόλη, «αφού αυτός θέλει το καλό των Αθηναίων και σε πολλές περιπτώσεις, ως τώρα, τους φάνηκε χρήσιμος και θα τους φανεί στο μέλλον».
Πράγματι, σύμφωνα με διηγήσεις των Μαραθωνομάχων, ο θεός με τις άγριες κραυγές του έσπειρε τον πανικό στους Πέρσες, για αυτό και η λέξη πανικός ετυμολογείται από τον Πάνα.
Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης προς το πρόσωπό του, οι Αθηναίοι ίδρυσαν ένα ιερό σε μια σπηλιά βορειοδυτικά της Ακρόπολης.
Στη σπηλιά αυτή, υπήρχε άγαλμα του θεού με την παρακάτω επιγραφή, η οποία αποδίδεται στον Σιμωνίδη τον Κείο: «Τον τραγόπουν εμέ Πάνα τον Αρκάδα, τον κατά Μήδων, τον μετ’ Αθηναίων στήσατο Μιλτιάδης». Φαίνεται πως, πίσω από τον θρύλο αυτό κρύβεται η καθυστερημένη εισαγωγή στην Αθήνα, της λατρείας ενός θεού αποκλειστικά αρκαδικού και εκφραστή της ποιμενικής ζωής.
Η θεά Αθηνά, η Άρτεμη και η Θησέας
Από το προσκλητήριο αυτό, δεν θα μπορούσε φυσικά να λείψει η Αθηνά, η οποία παρουσιάστηκε στο πεδίο της μάχης, ή μάλλον στα μάτια των Μαραθωνομάχων, πάνοπλη και οδηγώντας τέθριππο άρμα, γεμάτη εκδικητική μανία, γι’ αυτούς που τόλμησαν να απειλήσουν την προστατευόμενη της πόλη. Πολλοί άλλοι Μαραθωνομάχοι αναγνώρισαν στο πλευρό τους την Άρτεμη, με τα φονικά της βέλη και τη φοβερή Εκάτη. Ο Θησέας, ακόμη, εμφανίσθηκε ξαφνικά μέσα από τη γη, έτοιμος να βοηθήσει τους απογόνους του, «ενόμισαν πολλοί ότι είδαν φάντασμα του Θησέως, ο οποίος βάδιζε μπροστά απ’ αυτούς κατά των βαρβάρων» [Πλούταρχος, «Θησεύς»]. Παράλληλα, ο Ηρακλής έσπευσε οπλισμένος με το τρομερό του ρόπαλο να συμπαραταχθεί με τους Έλληνες οπλίτες.
Στη μάχη όμως, δεν έλαβαν μέρος μόνο ήρωες, θεοί και ημίθεοι, αλλά και κάποιες αδιευκρίνιστες μορφές, οι οποίες έδωσαν αφορμή για θεωρίες, που ίσως υπερβαίνουν κατά πολύ τα όρια της ουτοπίας. Σύμφωνα με τον Παυσανία [Παυσανίας, Αττικά 32, 5], την ώρα που μαινόταν η μάχη, εμφανίσθηκε ξαφνικά ένας άνδρας, με αμφίεση χωρικού, ο οποίος κρατούσε στα χέρια του ένα επίμηκες όπλο, που έμοιαζε με άροτρο.
Ο συγκεκριμένος άνδρας εθεάθη να φονεύει πολλούς Πέρσες και μετά το πέρας της μάχης εξαφανίσθηκε. «Όταν οι Αθηναίοι ρώτησαν σχετικά, ο θεός δεν χρησμοδότησε τίποτα, γι’ αυτόν, περισσότερο, από το ότι πρέπει να τιμούν τον ήρωα Εχετλαίο» (εχέτλη=λαβή αρότρου)[Παυσανίας, Αττικά 32, 5].
Ο Ηρόδοτος αναφέρει και ένα ακόμη ανεξήγητο γεγονός: «Κατά τη διάρκεια της μάχης, συνέβη ένα ανεξήγητο περιστατικό. Κάποιος Αθηναίος, ο Επίζηλος του Κουφαγόρα, ενώ πολεμούσε στη μάχη αυτή εκ του συστάδην και αγωνιζόταν γενναία, έχασε, λέει, το φως του, χωρίς να κτυπηθεί σε κανένα μέρος του σώματος, ούτε από δόρυ, ούτε από βέλος και από τότε σε όλη την υπόλοιπη ζωή του έμεινε τυφλός.
Άκουσα πως ο ίδιος, για το πάθημά του, διηγείτο τα εξής: του φάνηκε, λέει, πως στάθηκε απέναντί του κάποιος ψηλόσωμος οπλίτης, που τα γένια του σκέπαζαν όλη του την ασπίδα και πως το φάντασμα εκείνο, αυτόν μεν τον προσπέρασε, αλλά σκότωσε τον συμπολεμιστή του» [Ηρόδοτος 6, 117].
Όλα τα παραπάνω, είναι απόρροια παραληρήματος πολλών πολεμιστών, εξαιτίας της έντονης κόπωσης και του άγχους της μάχης.
Επίσης, είναι σίγουρο πως θα σημειώθηκαν πολλά περιστατικά θερμοπληξίας, η οποία δημιουργεί ψευδαισθήσεις, αφού οι οπλίτες μάχονταν για πολλή ώρα, βαριά οπλισμένοι και κάτω από υψηλές θερμοκρασίες. Πέρα όμως από αυτά, δεν θα πρέπει να υποτιμήσουμε την ευσέβεια των Ελλήνων. Αυτή τους αυθυπόβαλε ότι ανάμεσα στις γραμμές τους βρίσκονταν συμπαραστάτες τους οι θεοί, τους ενίσχυσε ψυχολογικά και συνετέλεσε στη νίκη τους.
Η “θεοφάνεια” αποτελεί κοινό βίωμα για τους Έλληνες. Ο Οδυσσέας καθοδηγείτο από την Αθηνά, ενώ όλοι οι θεοί του Ολύμπου, κατά τη διάρκεια του Τρωικού Πολέμου, έκαναν αρκετές φορές την εμφάνισή τους στο πεδίο των μαχών. Σε μια θαυμαστή συνέχεια, οι υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης έβλεπαν στα «θεοφύλακτα» τείχη την Παναγία να τους ενισχύει.
Ο Κολοκοτρώνης είδε πως ο Θεός είχε υπογράψει για την ανεξαρτησία της Ελλάδας, ενώ οι μαχητές του 1940 οραματίζονταν τη Θεοτόκο, να τους οδηγεί στη νίκη: «Μια γυναικεία μορφή να προβαδίζει, ψιλόλιγνη, αλαφροπερπάτητη, με την καλύπτρα της αναρριγμένη από το κεφάλι στους ώμους. Την αναγνώριζε, την ήξερε από πάντα, του την είχαν τραγουδήσει σαν ήταν μικρός κι ονειρευότανε στην κούνια. Ήταν η μάνα η μεγαλόψυχη στον πόνο και τη δόξα, η λαβωμένη της Τήνου, η υπερμάχος Στρατηγός» [Άγγελος Τερζάκης: Ελληνική Εποποιία 1940-1941]. Γεγονός είναι, πως ο Έλληνας μαχητής, όπως και αν προσφωνούσε τους θεούς του, πάντα επιζητούσε και αναγνώριζε τη βοήθειά τους στη νίκη.
Ο Παυσανίας αναφέρει, ότι στην εποχή του, περίπου 700 χρόνια μετά τη μάχη, ακούγονταν στο πεδίο της σύγκρουσης κλαγγές όπλων, χρεμετίσματα αλόγων και κραυγές ανδρών.
Νίκος Γιαννόπουλος
ιστορικός
Διαβάστε στη “ΜτΧ”: Γιατί ο Αισχύλος που πολέμησε ηρωικά στη μάχη του Μαραθώνα δεν την αναφέρει ποτέ; Η θλίψη για τον θάνατο του αδελφού του και η πικρία για την ήττα από τον Σιμωνίδη…
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr