Το Τοπ Καπί, το αχανές ανάκτορο της Κωνσταντινούπολης, ξεκίνησε να χτίζεται λίγα χρόνια μετά την Άλωση, σημαίνοντας την αρχή της Οθωμανικής κυριαρχίας.
Η μετατροπή του σε μουσείο σχεδόν 500 χρόνια αργότερα, σήμανε και πάλι την έναρξη μιας νέας εποχής. Με την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας, οι σουλτάνοι και οι αυτοκρατορίες ήταν αμετάκλητα πια κομμάτι του παρελθόντος.
Η κατασκευή του ξεκίνησε καθ΄ εντολή του Μωάμεθ Β’ του Πορθητή μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Το μεγαλοπρεπές ανάκτορο θα ήταν η κύρια κατοικία των σουλτάνων της αυτοκρατορίας και των αυλικών τους.
Ως τοποθεσία επιλέχθηκε η έκταση δίπλα από την Αγία Σοφία. Με θέα στο Βόσπορο και υψόμετρο που επέτρεπε την επίβλεψη της ευρύτερης περιοχής, η αρχαία ακρόπολη ήταν το ιδανικό σημείο για βασιλικό κατάλυμα. Το αρχικό όνομα που του δόθηκε ήταν «Νέο Παλάτι» (Yeni Sarayı). Το παλιό βυζαντινό είχε καταστραφεί σχεδόν ολοσχερώς μετά την Άλωση.
Τον πρώτο καιρό, το ανάκτορο δεν είχε τη μορφή με την οποία το γνωρίζουμε σήμερα. Επί Μωάμεθ κτίστηκε ο κεντρικός σκελετός, που αποτελούταν από τέσσερις διαδοχικές αυλές. Με το πέρασμα των χρόνων και τις εναλλαγές στο θρόνο, το εσωτερικό του επεκτεινόταν και ανανεωνόταν. Για το λόγο αυτό, η αρχιτεκτονική του σήμερα είναι μοναδική. Τα κτίσματα συνδυάζουν ισλαμικά, οθωμανικά και ευρωπαϊκά στοιχεία και τεχνοτροπίες.
Επιπλέον, καθώς πολλά από τα κτίσματα άλλαζαν χρήση, συχνά γίνονταν “προσθαφαιρέσεις” στην διακόσμηση. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι κατά τη διάρκεια των 4 αιώνων που λειτουργούσε ως ανάκτορο, περισσότεροι από 30 σουλτάνοι έκαναν το πέρασμά τους, με καθέναν από αυτούς να έχει από 1.000 έως 4.000 “περιοίκους” και μόνιμους κατοίκους των ανακτόρων στη δούλεψή του.
Το Τοπ Καπί ήταν μία μικρή πολιτεία στην καρδιά της μεγάλης οθωμανικής μητρόπολης. Εκεί βρισκόταν η Υψηλή Πύλη που αρχικά σήμαινε την πύλη της Σουλτανικής σκηνής που ήταν η μεγαλύτερη απ΄ όλες τις άλλες. Μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης ονομάστηκε έτσι το Σουλτανικό Ανάκτορο. Αργότερα η Υψηλή Πύλη περιορίστηκε μόνο για το τμήμα εκείνο του Ανακτόρου, όπου στέγαζε το γραφείο του Μεγάλου Βεζίρη και των υπηρεσιών του, αναφερόμενο πλέον στην κυβέρνηση του Οθωμανικού κράτους.
Το Υψηλή Πύλη ήταν η έδρα της γραφειοκρατικής κυβερνητικής μηχανής και ξεχώριζε από το εσωτερικό τμήμα όπου βρίσκονταν τα ιδιαίτερα διαμερίσματα του Σουλτάνου και το χαρέμι. Εκεί γινόταν το αυτοκρατορικό συμβούλιο (Χουμαγιούν Ντιβάν), υπό την προεδρία του Σουλτάνου (ή υπό τον Μεγάλο Βεζίρη) και δεχόταν τα αιτήματα του λαού.
Στο ίδιο σημείο γίνονταν δεκτοί και οι πρέσβεις των ξένων κρατών που ζητούσαν να παρουσιαστούν στην Κυβέρνηση ή στον Σουλτάνο. Λόγω αυτής της πρακτικής, που στην Οθωμανική εθιμοτυπία κατελάμβανε έναν από τους σημαντικότερους ρόλους, επικράτησε η ονομασία Υψηλή Πύλη για τις οθωμανικές διπλωματικές υπηρεσίες και για τη Σουλτανική κυβέρνηση γενικότερα.
Η αρχιτεκτονική
Ο βασικός σκελετός των τεσσάρων αυλών που σχεδίασε ο Μωάμεθ Β’ διατηρείται μέχρι σήμερα. Ανάμεσά τους υψώνονται ψηλά τείχη και απροσπέλαστες πύλες. Ειδικά στην τρίτη και στην τέταρτη αυλή, τα μέτρα ασφαλείας ήταν πολύ αυστηρά.
Αντίθετα, η πρώτη ήταν η μοναδική που ήταν ανοιχτή σε όλους, γι’ αυτό ήταν και η πιο πολύβουη. Στα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οποιοσδήποτε άοπλος πολίτης μπορούσε να εισέλθει ελεύθερα από την κεντρική “Πύλη του Αυτοκράτορα”.
Η ποικιλία των αρχιτεκτονικών στυλ και των διαφορετικών πολιτισμικών επιρροών είναι ιδιαίτερα εμφανής στην συγκεκριμένη αυλή. Η μεγαλοπρεπής -επί Βυζαντίου- Αγία Ειρήνη, μετά την Άλωση και για εκατοντάδες χρόνια λειτουργούσε ως οπλοστάσιο. Το εσωτερικό της έχει υποστεί τις ανάλογες προσαρμογές, η πρόσοψή της όμως είναι απαράλλαχτη: ένας λιτός, πετρόχτιστος βυζαντινός ναός.
Σε κοντινή απόσταση βρίσκεται η Πύλη των Χαιρετισμών, χτισμένη σε κλασικό στυλ ευρωπαϊκού μεσαίωνα, ενώ το Τσινιλί Κιοσκ, περίπτερο αναψυχής των σουλτανικών ανακτόρων, θυμίζει τις ανατολίτικες μουσουλμανικές καταβολές των αρχόντων του.
Από την Πύλη των Χαιρετισμών οδηγούμαστε στη δεύτερη αυλή, γνωστή και ως “Πλατεία Ντιβάν”. Εκεί βρισκόταν το διοικητικό κέντρο του παλατιού, γι’ αυτό και επιτρεπόταν η είσοδος μόνο σε επίτιμους επισκέπτες, δικαστικούς και συμβούλους. Εκεί δεσπόζει ο Πύργος της Δικαιοσύνης, το ψηλότερο κτίσμα του Τοπ Καπί. Από την κορυφή του ο Σουλτάνος είχε πανοραμική θέα των ανακτόρων.
Στη δεύτερη αυλή είχαν επίσης πρόσβαση όλοι οι εργαζόμενοι των ανακτόρων, καθώς εκεί στεγάζονταν τα μαγειρεία και τα εργαστήρια των τεχνιτών. Σήμερα, στο σημείο στεγάζεται το Μουσείο του Παλατιού, όπου εκτίθεται μία πλούσια συλλογή από πορσελάνες που είχαν φτάσει στην αυτοκρατορία από όλο τον κόσμο, καθώς και όπλα που έχουν διασωθεί.
Στην τρίτη αυλή οδηγούσε η θωρακισμένη “Πύλη της Ευδαιμονίας”. Εκεί βρισκόταν η προσωπική κατοικία του σουλτάνου και το αυτοκρατορικό σχολείο. Η πρόσβαση επιτρεπόταν μόνο σε μέλη της οικογένειας του σουλτάνου, υπηρέτες και ξεχωριστούς επισκέπτες. Μάλιστα, οι τελευταίοι μπορούσαν να προχωρήσουν μόνο μέχρι την Αίθουσα Κοινού, ενώ όφειλαν να τηρούν αυστηρούς κανόνες.
Απαγορευόταν να κοιτάξουν τον σουλτάνο στα μάτια και να του απευθύνουν τον λόγο. Έπρεπε να έχουν το βλέμμα χαμηλά και να μιλούν μόνο στους διαμεσολαβητές ή μεταφραστές.
Πολλοί από τους υπηρέτες που δούλευαν στα ιδιαίτερα των σουλτάνων ήταν νεαρά αγόρια, θύματα του παιδομαζώματος. Ασπάζονταν το ισλάμ, βαφτίζονταν με μουσουλμανικά ονόματα και είχαν χρέος τους να ικανοποιούν όλα τα θελήματα των αφεντών τους. Στους πιο έξυπνους και ικανούς παρεχόταν εκπαίδευση και ενίοτε μετά τα 25 είχαν το δικαίωμα να παντρευτούν κάποια κοπέλα από το χαρέμι.
Το χαρέμι
Το χαρέμι ήταν ο τόπος κατοικίας του υπηρετικού προσωπικού, των ευνούχων, της Βαλιντέ Σουλτάνας -μητέρας του Σουλτάνου-, των συζύγων του και φυσικά των παλλακίδων. Καταλάμβανε ένα τεράστιο κομμάτι της τρίτης αυλής καθώς περιλάμβανε περισσότερα από 400 δωμάτια. Αποτελούταν από πολλά κτίσματα, τα οποία συνδέονταν μεταξύ τους με διαδρόμους και εσωτερικές αυλές.
Υπήρχαν χαμάμ, δωμάτια ανάπαυσης, κιόσκια και πολυτελείς αίθουσες. Οι περισσότεροι σουλτάνοι ξόδευαν πολλές ώρες της ημέρας τους σε αυτό το μέρος του παλατιού.
Στο κέντρο της τρίτης αυλής βρισκόταν επίσης η Βιβλιοθήκη του Αχμέτ Γ’. Η σπάνια συλλογή από χειρόγραφα, εικονογραφημένους τόμους και πολύ παλιά αντίτυπα του Κορανίου έχει πια μεταφερθεί στο τζαμί Αγά, το μεγαλύτερο του Τοπ Καπί, που βρίσκεται σε κοντινή απόσταση. Το κτίριο της βιβλιοθήκης, με την εντυπωσιακή διακόσμηση από πολύχρωμα πλακάκια, επένδυση από ελεφαντόδοντο και μαργαριτάρι και ζωντανές τοιχογραφίες, στέκει αλώβητο μέχρι σήμερα.
Τέλος, η τέταρτη αυλή ήταν στην ουσία μία επέκταση της τρίτης. Αποτελείτο κυρίως από ιδιωτικούς κήπους, ταράτσες και πολυτελή κιόσκια για την χαλάρωση του σουλτάνου.
Αξιοθέατα και σημερινή χρήση
Σήμερα, όλες οι αυλές είναι ανοιχτές και επισκέψιμες. Από το 1924, ένα χρόνο μετά την ίδρυση του τουρκικού κράτους, το Τοπ Καπί αποτελεί μουσειακό χώρο. Πέρα από την εντυπωσιακή αρχιτεκτονική και την πανοραμική θέα της πόλης και του Βόσπορου, ο επισκέπτης έχει την ευκαιρία να θαυμάσει πολλά σπάνια εκθέματα.
Ανάμεσα σε αυτά που ξεχωρίζουν είναι σίγουρα το μεγάλο διαμάντι που βρίσκεται στο κεντρικό μουσείο. Είναι 83 καρατίων, ζυγίζει 17 γραμμάρια και πρόκειται για το τέταρτο μεγαλύτερο στον κόσμο. Ο θρύλος λέει πως αγοράστηκε από έναν βεζίρη σε ένα παζάρι, με τον ιδιοκτήτη του να πιστεύει ότι ήταν ένα απλό κρύσταλλο.
Το στιλέτο του σουλτάνου είναι επίσης ένα έκθεμα που συγκεντρώνει τα βλέμματα. Πρόκειται για ένα σπαθί, κατασκευασμένο τον 18ο αιώνα, το οποίο είναι επενδυμένο εξ ολοκλήρου με χρυσό και διαμάντια.
Το φωτογραφικό υλικό αντλήθηκε από το Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη
Διαβάστε στη “ΜτΧ”: Γιατί οι Σουλτάνοι έδειχναν ανοχή στους αλλόθρησκους. Πότε ξεκίνησαν οι μαζικοί και βίαιοι εξισλαμισμοί. Ποιες γυναίκες κατέληγαν στα χαρέμια
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr