Τη δεκαετία του 1930, η εικόνα της ελληνικής κοινωνίας άλλαζε ραγδαία. Ο εκμοντερνισμός κυριαρχούσε σε όλους τους τομείς, οι γυναίκες αποκτούσαν δικαιώματα και οι πόλεις τις νύχτες έλαμπαν από τις φωτεινές επιγραφές.
Ο περίφημος «Αθηναίος», που έγραφε στο περιοδικό «Αθήναι», τον Φεβρουάριο του 1935, είχε αρθρογραφήσει για ένα θέμα που του είχε τραβήξει την προσοχή. Τους τηλεφωνικούς θαλάμους. Το άρθρο είχε τίτλο «Τι ακούει και προπαντός τι… βλέπει κανείς στους υπαίθριους τηλεφωνικούς θαλάμους».
«Το σύμβολο της εποχής είναι ένα», παρατηρούσε. «Το στενόμακρο κουτί που συναντούμε κάθε τόσο μπροστά μας, στις πολυσύχναστες γωνίες, στις πλατείες, μπροστά στα δημόσια κτίρια. Οι κομψές εκείνες κατασκευές, μπροστά στις οποίες υπομονητικά περιμένει μια ουρά ανθρώπων. Οι υπαίθριοι τηλεφωνικοί θάλαμοι».
Το τηλέφωνο
Η διείσδυση του τηλεφώνου στην Ελλάδα ξεκίνησε σταδιακά το 1892, όταν η κυβέρνηση του Χαρίλαου Τρικούπη ψήφισε τον νόμο «περί τηλεφωνικής συγκοινωνίας». Μέχρι και τη δεκαετία του 1930, όμως, το τηλέφωνο ήταν προνόμιο λίγων. Αυτό άλλαξε όταν τηλεφωνικοί θάλαμοι άρχισαν να τοποθετούνται σε μεγάλο κομμάτι του αστικού ιστού.
Η γραμμή τηλεφώνου ήταν δυσεύρετη και ακριβή. Λίγοι ήταν εκείνοι που είχαν την οικονομική ευχέρεια να αποκτήσουν τηλεφωνική συσκευή στο σπίτι τους.
Αλλά ακόμα και η χρήση του τηλεφώνου απαιτούσε κάποια εκπαίδευση, την οποία λίγοι κατείχαν. Κι αυτοί συχνά εκμεταλλεύονταν την «θέση ισχύος» τους.
Ορισμένες φορές οι τηλεφωνήτριες έκαναν πλάκες και συνέδεαν με το Α’ Νεκροταφείο όποιον ζητούσε νοσοκομείο ή με τις φυλακές όταν κάποιος ήθελε να μιλήσει με δικηγόρο. Επί δεκαετίες το τηλέφωνο αποτελούσε πολυτέλεια, που παρέμενε «όνειρο θερινής νυκτός» για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού.
Ώσπου έφτασαν οι υπαίθριοι τηλεφωνικοί θάλαμοι.
Το 1935, ο αρθρογράφος του «Αθήναι» τους αποκάλεσε «αληθινή ευλογία του Θεού». Ο κόσμος μπορούσε να επικοινωνήσει γρήγορα και εύκολα, αγοράζοντας μια μάρκα απ’ το περίπτερο και μπαίνοντας στον κοντινότερο θάλαμο.
Η αναμονή, όταν η ουρά ήταν μεγάλη, μπορεί να κρατούσε αρκετή ώρα, αλλά το τηλεφώνημα τους έσωζε από πολύωρα και πολυέξοδα ταξίδια στην άλλη άκρη της πόλης ή της χώρας.
Οι τηλεφωνικοί θάλαμοι αποτελούσαν τεχνολογικό επίτευγμα που έδινε ίσες ευκαιρίες, δεν έκανε διακρίσεις σε τάξεις και οικονομικά κριτήρια. Ήταν μια δημοκρατική κατάκτηση. Κάθε πολίτης μπορούσε να τους χρησιμοποιήσει, για κάθε είδους λόγο. Ο αρθρογράφος παρουσίασε μερικούς από αυτούς:
«Από τον υπαίθριο τηλεφωνικό θάλαμο θα περάσει ο βουλευτής, που μόλις βγήκε από το τάδε υπουργείο κι θέλει να δώσει μια εντολή στο γραφείο του, προτού μπει σε άλλη δημόσια υπηρεσία.
Στον ίδιο θάλαμο θα πεταχτεί ο δικηγόρος που θα επωφεληθεί μιας διακοπής της συνεδρίασης για να ειδοποιήσει τον πελάτη του ότι εξεδόθη η δείνα απόφασις.
Από κει η κυρία θα ειδοποιήσει τον ατυχή σύζυγο ότι θα πάει στον κινηματογράφο, ενώ στη γωνία θα περιμένει το ταξί με τον τρίτο κι από κει η λεπτεπίλεπτη δεσποινίς θα κλείσει τρία ραντεβού, το ένα μετά το άλλο, με τρεις διαφορετικούς θαυμαστάς.
Στον τηλεφωνικό θάλαμο θα καταφύγει ο φουκαράς που δεν τολμά να εκμυστηρευτεί από κοντά τον έρωτά του στην αγαπημένη του κι εκεί θα καταφύγει η βλοσυρή κυρία για να πειστεί ότι ο προκομένος της βρίσκεται πράγματι στο γραφείο του και όχι πίσω από τα φουστάνια κάποιας σουρλουλούς….»
Μία ολόκληρη κουλτούρα είχε δημιουργηθεί γύρω από τους τηλεφωνικούς θαλάμους και την αρμόζουσα ή μη συμπεριφορά των χρηστών τους.
Ο «Αθηναίος» ανέφερε τον «καπάτσο», αυτόν που έβρισκε πάντα τρόπο να κοροϊδέψει το μηχάνημα και να πάρει πίσω τη μάρκα που έριξε, αν και είχε τηλεφωνήσει κανονικά.
Υπήρχε ο «σαχλός» που με μία μάρκα των 2,5 δραχμών μιλούσε στο τηλέφωνο για μισή ώρα, αδιαφορώντας για τον κόσμο που περίμενε απ’ έξω.
Αργότερα, το πρόβλημα της αναμονής λύθηκε, καθώς τα τηλεφωνήματα άρχισαν να χρεώνονται με την ώρα, με αποτέλεσμα όλοι να προσπαθούν να ολοκληρώνουν τη συνομιλία τους όσο το δυνατόν πιο σύντομα.
Ασφαλώς δεν έλειπε ο βέρος «Ρωμιός», όπως τον αποκαλεί ο αρθρογράφος του «Αθήναι», που δεν έχανε ευκαιρία να γράψει το όνομά του στο εσωτερικό του θαλάμου ή ο «πρόστυχος» που ζωγράφιζε καλλίγραμμα γυναικεία κορμιά.
Πολλές δεκαετίες αργότερα, στους τηλεφωνικούς θαλάμους προστέθηκαν τα θρυλικά «κόκκινα τηλέφωνα» που διέθεταν και τα περίπτερα.
Ωστόσο, μέχρι και τη διάδοση των κινητών τηλεφώνων, στα τέλη της δεκαετίας του ’90 και στις αρχές του 2000, ο κόσμος χρησιμοποιούσε θαλάμους, με μόνη διαφορά ότι αντί για ειδικά κέρματα υπήρχαν πλέον τηλεκάρτες, τις οποίες μάλιστα πολλοί συνέλεγαν.
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr